Θέση στα μεγάλα έργα αναζητούν οι μικρότεροι εργολάβοι

Τελειώνουν τα 3,5 δισ. που έχουν στα χέρια τους οι μικρότεροι εργολάβοι. Τι συμβαίνει με τα εργοληπτικά πτυχία

Κατασκευές © PIXABAY

Τα 3,5 δισ. ευρώ έργων που έχουν στα χέρια τους οι μικρότερες εργοληπτικές εταιρείες οδεύουν προς ολοκλήρωση, αφήνοντας σε καθεστώς αβεβαιότητας περίπου 550 επιχειρήσεις του κλάδου. Το μεγάλο ερώτημα που αναδύεται είναι τι θα συμβεί μετά, καθώς όλα δείχνουν πως το επόμενο πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων θα είναι προσανατολισμένο σε μεγάλα έργα, σχεδιασμένα για τους ισχυρούς ομίλους που ήδη κατέχουν έργα ύψους άνω των 17,5 δισ. ευρώ, ενώ ακόμα 5 δισ. βρίσκονται προς υπογραφή και δημοπράτηση, ανεβάζοντας το ανεκτέλεστο πάνω από τα 20 δισ. ευρώ.

«Ο κατασκευαστικός κλάδος δεν είναι μόνο οι μεγάλοι όμιλοι», τόνισε στο 8ο Συνέδριο Υποδομών και Μεταφορών – ITC 2025 ο πρόεδρος του ΣΑΤΕ, Ζαχαρίας Αθουσάκης. Υπογράμμισε ότι «αυτή τη στιγμή οι 550 εταιρείες από την 6η τάξη και κάτω αντιμετωπίζονται ως αποδιοπομπαίος τράγος». Όπως εξήγησε, μόλις ολοκληρωθούν τα έργα που έχουν σήμερα σε εξέλιξη, οι μικρότερες εταιρείες θα βρεθούν χωρίς αντικείμενο, αφού το νέο πακέτο δημοσίων επενδύσεων αφορά υπερ-συμβάσεις και μεγάλα έργα στα οποία εκείνες δεν έχουν καμία πιθανότητα άμεσης συμμετοχής.

Ο κ. Αθουσάκης έθεσε το ζήτημα της ανάγκης αλλαγής φιλοσοφίας, σημειώνοντας ότι δεν πρέπει όλα τα έργα να ενοποιούνται, αλλά να παραμένουν διακριτά, ώστε να διεκδικούνται και από τις μικρότερες εταιρείες. Την ίδια στιγμή, εφόσον οι τελευταίες καλούνται να κινηθούν στο περιθώριο ως υπεργολάβοι, απαιτείται –όπως είπε– ένα πλαίσιο που θα διασφαλίζει αξιοπρεπείς τιμές, έγκαιρη πληρωμή και τη δυνατότητα να διατηρούν τα εργοληπτικά τους πτυχία, δηλαδή το απαραίτητο «διαβατήριο» για κάθε συμμετοχή σε διαγωνισμό.

Η αξία και ταυτόχρονα η αγωνία των μικρότερων εργοληπτικών επιχειρήσεων συγκεντρώνεται γύρω από τα πτυχία τους. Αυτά καθορίζουν σε ποια έργα μπορούν να συμμετάσχουν, όμως το θεσμικό πλαίσιο και η γραφειοκρατία τα έχουν μετατρέψει σε έναν ασφυκτικό μηχανισμό αποκλεισμού. Η ηλεκτρονική πλατφόρμα, μέσω της οποίας γίνεται η υποβολή των δικαιολογητικών για ανανέωση ή αναβάθμιση, απορρίπτει φακέλους για τυπικούς λόγους, οδηγώντας τις εταιρείες σε επαναλαμβανόμενες και κοστοβόρες διαδικασίες.

Η κατάσταση περιπλέκεται ακόμη περισσότερο από την έλλειψη ερμηνευτικών εγκυκλίων σε κρίσιμα σημεία του προεδρικού διατάγματος. Έτσι, ζητήματα όπως η αναγνώριση «δάνειας εμπειρίας» ή ο τρόπος υπολογισμού των αποσβέσεων του μηχανολογικού εξοπλισμού παραμένουν μετέωρα, καθυστερώντας την αναγνώριση ανώτερων τάξεων πτυχίων. Ενδεικτικό είναι ότι επί περίπου 3.000 φακέλων –που αφορούν 600 εργοληπτικές εταιρείες και 2.500 ατομικά γραφεία μηχανικών και υπομηχανικών– έχουν κριθεί μόλις τρεις, εξαιτίας της τετράμηνης αδράνειας της αρμόδιας επιτροπής, καθώς ο πρόεδρός της διορίστηκε Γενικός Γραμματέας και η αντικατάστασή του καθυστέρησε.

Οι μικρότερες εταιρείες επισημαίνουν ότι χωρίς ένα συνεκτικό πρόγραμμα στήριξης ο κλάδος τους κινδυνεύει να σβήσει. Ζητούν να προγραμματιστούν έργα μικρότερης κλίμακας με δημόσια χρηματοδότηση, να επιτραπεί η συμμετοχή τους σε πιο ευέλικτα ΣΔΙΤ με τραπεζική κάλυψη και ρεαλιστικούς όρους, να ενεργοποιηθεί το Μητρώο Ιδιωτικών Έργων ώστε να διασφαλίζεται η ποιότητα και να ενισχυθεί η εξωστρέφεια, ώστε να μπορούν να διεκδικήσουν έργα στα Βαλκάνια.

«Η πολιτεία οφείλει να στραφεί προς τις μικρότερες εταιρείες και να βρει πόρους από δημόσιες επενδύσεις, ευρωπαϊκά χρηματοδοτικά εργαλεία, αλλά και από ιδιωτικές επενδύσεις και τράπεζες. Αν δεν επιβιώσουμε, ολόκληρος ο κλάδος θα αποδυναμωθεί», τόνισε ο κ. Αθουσάκης.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η αγορά συγκεντρώνεται γύρω από τέσσερις μεγάλους ομίλους, οι οποίοι δεν απορροφούν μόνο έργα αλλά και ανθρώπινο δυναμικό. Ο πρόεδρος της ΠΕΔΜΕΔΕ, Κωνσταντίνος Γκολιόπουλος, εξέφρασε την ανησυχία ότι αν οι μικρότερες εταιρείες αποδεσμεύσουν προσωπικό, αυτό θα βρεθεί αμέσως στη διάθεση των ισχυρών. «Χρειαζόμαστε έναν προγραμματισμό δεκαετίας, όχι αποσπασματικές λύσεις», σημείωσε, θυμίζοντας ότι η ΠΕΔΜΕΔΕ εκπροσωπεί τον κλάδο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπου αντίστοιχα προβλήματα λύθηκαν μέσα από συνεργασία κοινωνικών εταίρων και κράτους.

Η συρρίκνωση του μικρομεσαίου κατασκευαστικού ιστού δεν αφορά μόνο την επιβίωση εκατοντάδων επιχειρήσεων, αλλά και τη διατήρηση της πολυφωνίας, της περιφερειακής ανάπτυξης και της ανταγωνιστικότητας. Το ζητούμενο για τον κλάδο είναι αν θα βρεθεί τρόπος να συνεχίσουν να λειτουργούν και να παράγουν οι μικρές και μεσαίες εργοληπτικές εταιρείες ή αν θα παραδοθεί οριστικά το πεδίο στους «μεγάλους».