Μέχρι το 2040, ο κόσμος θα χρειαστεί επενδύσεις ύψους 106 τρισ. δολαρίων για να ανανεώσει τα θεμέλια, πάνω στα οποία λειτουργεί η σύγχρονη κοινωνία. Από τα παραδοσιακά έργα, όπως είναι οι γέφυρες, οι δρόμοι και τα λιμάνια, η έννοια των υποδομών επεκτείνεται πλέον σε οπτικές ίνες, data centers, ενέργεια και συστήματα τεχνητής νοημοσύνης που στηρίζουν την οικονομία του αύριο. Η νέα μελέτη της McKinsey («The Infrastructure Moment: Investing in the expanding foundations of modern society») καταγράφει μια επενδυτική πρόκληση χωρίς ιστορικό προηγούμενο, καθώς οι κοινωνίες και οι επιχειρήσεις καλούνται να αναδομήσουν σχεδόν κάθε πτυχή των υποδομών τους.
Σε αυτό το παγκόσμιο σκηνικό, η Ελλάδα έχει λόγο και θέση. Μετά από μια δεκαετία ύφεσης, οι συνολικές ανάγκες για τη χώρα σε έργα εκτιμώνται μεταξύ 40 με 50 δισ. ευρώ, τα επόμενα χρόνια, σύμφωνα με την πρόσφατη έκθεση της Mediobanca. Περίπου τα δύο τρίτα αυτού του ποσού αφορούν στις μεταφορές, έναν τομέα που διαχρονικά καθορίζει τον ρυθμό ανάπτυξης και τη χωρική συνοχή της ελληνικής οικονομίας.
Η αναλυτική κατανομή των επενδυτικών αναγκών φωτίζει τις προτεραιότητες της χώρας, καθώς σχεδόν το 1/3 κατευθύνεται στον σιδηρόδρομο, το 17% στους αυτοκινητοδρόμους, το 9% στη διαχείριση απορριμμάτων και το 6% στην ενέργεια, ενώ το υπόλοιπο ποσοστό αφορά στην παιδεία, στις κοινωνικές υποδομές και τις αστικές αναπλάσεις. Πρόκειται για έναν οδικό χάρτη που δείχνει ότι η Ελλάδα δεν περιορίζεται πλέον στα έργα «τσιμέντου και χάλυβα», αλλά στρέφεται προς τις υποδομές της νέας οικονομίας -εκεί όπου η πράσινη ενέργεια, η ψηφιοποίηση και η βιώσιμη κινητικότητα συναντούνται.
Η δυναμική αυτή αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία αν αναλογιστεί κανείς τις διακυμάνσεις των τελευταίων δεκαετιών. Μετά την εκρηκτική ανάπτυξη της περιόδου πριν από το 2008 και την καθίζηση που ακολούθησε, η πραγματική αξία του κατασκευαστικού κλάδου κατέρρευσε από τα 18,1 δισ. ευρώ το 2006 στα 2,3 δισ. ευρώ το 2017, σημειώνοντας πτώση άνω του 85%. Κατά την περίοδο 2010 – 2022, οι επενδύσεις σε υποδομές & μεταφορές, ενέργεια και κοινωφελείς υπηρεσίες περιορίστηκαν στο 1% του ΑΕΠ ετησίως, έναντι 2% στην Ευρωπαϊκή Ένωση και 3% στα προ κρίσης επίπεδα της χώρας, δημιουργώντας ένα ετήσιο επενδυτικό κενό 1,8 δισ. ευρώ.
Στα 17,5 δισ. ευρώ το ανεκτέλεστο στις ελληνικές κατασκευές
Σήμερα, όμως, το τοπίο αλλάζει, καθώς η ελληνική κατασκευαστική αγορά διανύει μια περίοδο πρωτόγνωρης άνθησης. Οι μεγάλες εταιρείες έχουν συγκεντρώσει ανεκτέλεστο έργων ύψους 17,5 δισ. ευρώ, ενώ άλλα 5 δισ. βρίσκονται στη φάση υπογραφής ή δημοπράτησης. Έτσι, το συνολικό ανεκτέλεστο ξεπερνά τα 20 δισ. ευρώ, αποτυπώνοντας το μέγεθος της κινητικότητας που καταγράφεται στον κλάδο. Καθοριστικό ρόλο σε αυτήν την «κοσμογονία» έχει διαδραματίσει το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά και εθνικά χρηματοδοτικά εργαλεία. Ωστόσο, το καλοκαίρι του 2026, όταν ολοκληρώνεται η διάρκεια του Ταμείου, οι εργοληπτικές εταιρείες εκτιμούν ότι η τρέχουσα περίοδος έντονης δραστηριότητας θα αρχίσει να υποχωρεί.
Σε διεθνές επίπεδο, η McKinsey εκτιμά ότι οι μεγαλύτερες ανάγκες θα εμφανιστούν στις μεταφορές και τα logistics, με απαιτήσεις 36 τρισ. δολαρίων, καθώς τα περισσότερα κράτη παλεύουν με απαρχαιωμένα οδικά και σιδηροδρομικά δίκτυα, κορεσμένα λιμάνια και δημόσιες συγκοινωνίες που δεν επαρκούν. Η ενέργεια και οι φυσικοί πόροι ακολουθούν με 23 τρισ., καθώς η παγκόσμια μετάβαση σε καθαρές μορφές παραγωγής απαιτεί μαζική ανανέωση των δικτύων και ενσωμάτωση Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ), ενώ η εκρηκτική ζήτηση από ενεργοβόρα data centers επιτείνει το πρόβλημα. Στις ψηφιακές υποδομές, οι ανάγκες φτάνουν τα 19 τρισ. δολάρια, καθώς η παγκόσμια οικονομία μετατοπίζεται σε μια εποχή τεχνητής νοημοσύνης, αυτόνομης κινητικότητας και καθολικής συνδεσιμότητας. Σημαντικά ποσά προβλέπονται και για τις κοινωνικές υποδομές, ύψους 16 τρισ., τα συστήματα ύδρευσης και αποβλήτων, τη γεωργία και την άμυνα, γεγονός που αποτυπώνει τη διεύρυνση της έννοιας των υποδομών σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας.
Η κατανομή των αναγκών αυτών είναι γεωγραφικά άνιση. Η Ασία αναμένεται να απορροφήσει τα 2/3 του συνολικού όγκου, περίπου 70 τρισ. δολάρια, εξαιτίας της αστικοποίησης, της πληθυσμιακής έκρηξης και της βιομηχανικής επέκτασης. Η Αμερική θα χρειαστεί περίπου 16 τρισ., κυρίως για τον εκσυγχρονισμό παλαιών δικτύων και την ψηφιοποίηση, η Ευρώπη 13 τρισ. για την ανανέωση των γηρασμένων υποδομών και την επίτευξη των φιλόδοξων κλιματικών στόχων, ενώ η Αφρική θα χρειαστεί τουλάχιστον 5 τρισ. για να καλύψει τα τεράστια ελλείμματα σε βασικές υπηρεσίες.
Απαρχαιωμένες υποδομές
Οι δυνάμεις που επιβάλλουν αυτήν τη νέα πραγματικότητα είναι πολλαπλές. Πρώτη και πιο ορατή είναι η γήρανση των υποδομών. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, μεγάλο μέρος των οδικών και υδραυλικών συστημάτων χρονολογείται από τα μέσα του 20ού αιώνα, με τον κίνδυνο η φθορά τους να στοιχίσει στην οικονομία έως και 10 τρισ. δολάρια σε χαμένο ΑΕΠ μέχρι το 2039. Στην Κίνα, παρότι η ανάπτυξη υπήρξε ταχύτερη, η συντήρηση δεν έχει συμβαδίσει, με αποτέλεσμα οι πρώτες γενιές έργων να εμφανίζουν ήδη σημάδια φθοράς. Δεύτερη μεγάλη δύναμη είναι η αστικοποίηση. Μέχρι το 2050, το 70% του παγκόσμιου πληθυσμού θα ζει σε πόλεις, με παραδείγματα όπως το Λάγος της Νιγηρίας, όπου τα έργα ύδρευσης και σιδηροδρομικά δίκτυα παλεύουν να καλύψουν έναν πληθυσμό 27 εκατομμυρίων που αυξάνεται με 3% τον χρόνο.
Η τεχνολογία αποτελεί την τρίτη και ίσως πιο καθοριστική δύναμη. Το 2025, οι Amazon, Google, Meta και Microsoft θα δαπανήσουν πάνω από 400 δισ. δολάρια για επενδύσεις, κυρίως σε data centers. Οι ανάγκες σε ισχύ και ψύξη για αυτά τα κέντρα είναι τόσο μεγάλες που σε πολλές περιοχές αποτελούν πλέον ανασταλτικό παράγοντα για την ανάπτυξή τους. Ταυτόχρονα, η χρήση τεχνητής νοημοσύνης για predictive maintenance σε σιδηροδρομικά δίκτυα μειώνει τα κόστη έως και 20% και αυξάνει την αξιοπιστία κατά 15%, ενώ η αυτόνομη οδήγηση και τα δίκτυα χαμηλής καθυστέρησης θα μπορούσαν να μειώσουν το έλλειμμα επαγγελματιών οδηγών κατά 160.000 θέσεις στις ΗΠΑ μέχρι το 2030.
Η τέταρτη δύναμη είναι η ενεργειακή μετάβαση. Από το 2010 έως το 2023, η παγκόσμια ισχύς σε Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας αυξήθηκε κατά 20% ετησίως, ενώ η αγορά ηλεκτρικών οχημάτων κατά 79%. Η McKinsey τονίζει ότι για την επίτευξη των στόχων μηδενικών εκπομπών, οι ετήσιες επενδύσεις σε ενεργειακές υποδομές πρέπει να υπερδιπλασιαστούν ως το 2030. Ιδιαίτερη σημασία αποδίδεται στους μικρούς αρθρωτούς πυρηνικούς αντιδραστήρες (SMRs), που υπόσχονται αξιόπιστη και χαμηλού άνθρακα ενέργεια για την κάλυψη βιομηχανικών και αστικών αναγκών.
Κομβικός ο ρόλος των ιδιωτικών κεφαλαίων
Σε αυτό το περιβάλλον, ο ρόλος των ιδιωτικών κεφαλαίων αποδεικνύεται καταλυτικός. Τα κεφάλαια υπό διαχείριση σε funds υποδομών τριπλασιάστηκαν την τελευταία δεκαετία, από 500 δισ. το 2016 σε 1,5 τρισ. δολάρια το 2024. Οι επενδύσεις σε data centers αντιστοιχούν πλέον σχεδόν στο μισό των ψηφιακών συναλλαγών, ενώ οι ΑΠΕ αποτελούν το ένα τέταρτο των συμφωνιών. Ωστόσο, η άνοδος των επιτοκίων, οι παρατεταμένοι χρόνοι απόδοσης και οι γεωπολιτικοί περιορισμοί σε στρατηγικούς τομείς όπως η ενέργεια και τα τηλεπικοινωνιακά δίκτυα δημιουργούν νέες δυσκολίες και καθυστερήσεις. Παράλληλα, οι υποδομές μετατρέπονται σε στρατηγικό εργαλείο διεθνούς πολιτικής. Η κούρσα για την ανάπτυξη εθνικών data centers που εξασφαλίζουν κυριαρχία στην τεχνητή νοημοσύνη, οι επενδύσεις σε νέους διαδρόμους μεταφορών στην Ασία και η προσπάθεια χωρών να εξασφαλίσουν κρίσιμες πρώτες ύλες μέσω αγορών γης αποτελούν πλέον πλευρές μιας παγκόσμιας γεωοικονομικής μάχης. Στον αντίποδα, φυσικά γεγονότα όπως η ξηρασία στον Παναμά ή οι επιθέσεις στην Ερυθρά Θάλασσα υπενθυμίζουν πόσο ευάλωτες παραμένουν οι αλυσίδες εφοδιασμού.
Η μελέτη αναδεικνύει επίσης μια κρίσιμη πτυχή που ενδέχεται να αποτελέσει τον αδύναμο κρίκο της παγκόσμιας προσπάθειας: την έλλειψη εργατικού δυναμικού. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η ανανέωση των υποδομών θα απαιτήσει 350.000 επιπλέον εξειδικευμένους εργαζόμενους έως το 2028. Στη Βρετανία χρειάζονται 250.000 νέοι τεχνικοί μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια, ενώ στη Γαλλία οι ελλείψεις καταγράφονται ήδη ως βασικός ανασταλτικός παράγοντας. Η παγκόσμια πράσινη μετάβαση, σύμφωνα με την McKinsey, θα δημιουργήσει 2,8 εκατομμύρια νέες θέσεις μόνο στον τομέα των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας μέχρι το 2030, οι περισσότερες από τις οποίες θα αφορούν κατασκευή, λειτουργία και συντήρηση.
Το πιο κρίσιμο, ωστόσο, συμπέρασμα της μελέτης είναι η ανάδειξη της αλληλεξάρτησης. Δεν υπάρχει πλέον αυτόνομη ανάπτυξη σε καμία κατηγορία υποδομών. Ένα data center δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς ενέργεια και νερό, ένα δίκτυο ηλεκτροκίνησης δεν μπορεί να αναπτυχθεί χωρίς δίκτυα πληρωμών και σταθμούς φόρτισης, ενώ ακόμη και η αγροτική παραγωγή συνδέεται με την ενέργεια, καθώς τα απόβλητα μετατρέπονται σε καύσιμα που τροφοδοτούν δίκτυα. Όπως σημειώνει η McKinsey, το 75% των κεφαλαίων που συγκεντρώθηκαν την περίοδο 2023–2024 κατευθύνθηκαν σε επενδυτικές στρατηγικές που βρίσκονται ακριβώς σε αυτά τα σταυροδρόμια.