Η παραγωγικότητα ως εθνικός στόχος; Ξεχάστε το!

Η πρόταση του Προέδρου του ΣΕΒ για αναγνώριση της παραγωγικότητας ως εθνικού στόχου, ήταν λες και διατυπώθηκε σε ένα παράλληλο σύμπαν

Παραγωγικότητα © Freepik

«Προς την Πολιτεία, το μήνυμα είναι σαφές: ας αναγνωρίσουμε την παραγωγικότητα ως εθνικό στόχο και ας την καταστήσουμε βασικό κριτήριο όλων των πολιτικών. Μετρήσιμα αποτελέσματα σε αδειοδοτήσεις, δικαιοσύνη, ψηφιακές υπηρεσίες, εκπαίδευση και κατάρτιση». Αυτή ήταν η τοποθέτηση του Προέδρου του Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ), Σπύρου Θεοδωρόπουλου, στη Γενική Συνέλευση του Συνδέσμου, την περασμένη Τρίτη.

Ήχησε παράταιρα η παραίνεση του κ. Θεοδωρόπουλου, σε μια ημέρα που άλλα γεγονότα κυριαρχούσαν στην πολιτική σκηνή και τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας: η παραίτηση του Αλέξη Τσίπρα από τα «ορεινά» του Κοινοβουλίου για τις πιο όμορφες θάλασσες, η λήξη της απεργίας πείνας του Πάνου Ρούτσι στο Σύνταγμα, η ένταση και οι κόντρες στην εξεταστική της Βουλής για τον ΟΠΕΚΕΠΕ.

Η πρόταση του Προέδρου του ΣΕΒ λες και διατυπώθηκε σε ένα παράλληλο σύμπαν. Ηχεί παράταιρα με τη συγκυρία η προτροπή του προς την Πολιτεία «να καταστήσει την παραγωγικότητα βασικό κριτήριο όλων των πολιτικών» και τις επιχειρήσεις «να εντείνουν την επενδυτική προσπάθεια, την ψηφιοποίησή τους, την εξωστρέφεια και την επένδυση στους ανθρώπους».

Δεν είναι ο πρώτος ούτε ο μόνος που μιλά για το μείζον θέμα της χαμηλής παραγωγικότητας στην Ελλάδα. Πολύ περισσότερο, που η χώρα μας βρίσκεται στο 54% του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στάσιμη τα τελευταία 30 χρόνια, παρά τα όποια μέτρα, διακηρύξεις (απείρως περισσότερες από τα μέτρα), αλλά και μεγάλες δοκιμασίες, λόγω της κρίσης και των μνημονίων.

Αλλά αυτό που διατυπώνεται είναι ένα προσκλητήριο σε κάθε κατεύθυνση, η παραγωγικότητα να αποτελέσει εθνικό στόχο, δηλαδή κοινό παρονομαστή των κομμάτων για την υπέρβαση: «Ελάτε να βάλουμε ένα νέο εθνικό στόχο, την εξέλιξή μας από χώρα κανονική σε χώρα παραγωγική».

Μόνο που η υιοθέτηση εθνικών στόχων είναι άπιαστο όνειρο για την πολιτική τάξη του τόπου. Πολύ περισσότερο που το τελευταίο διάστημα έχει πάρει το πάνω χέρι η τοξικότητα και η σφοδρή αντιπαράθεση όχι μόνο μεταξύ των κομμάτων, αλλά ακόμα και στο εσωτερικό τους, για θέματα μάλιστα όχι κατ’ ανάγκην πρώτης γραμμής.

Ερώτημα πρώτο: ποιος θα έπαιρνε την πρωτοβουλία να καλέσει τις πολιτικές δυνάμεις να ανταποκριθούν στο αίτημα αυτό; Ερώτημα δεύτερο: Εκτός από τις πολιτικές δυνάμεις, είναι έτοιμοι και οι κοινωνικοί εταίροι, τα συνδικάτα να αξιολογήσουν θετικά την πρόταση αυτή και να πάρουν μέρος σε έναν διευρυμένο διάλογο; Θα ξεπεράσουν τα στερεότυπα πως η αύξηση της παραγωγικότητας ισοδυναμεί με εντατικοποίηση της εργασίας και περισσότερες ώρες εργασίας; Η δυσπιστία, το έλλειμα εμπιστοσύνης, οι ιδεοληψίες, οι προκαταλήψεις, οι μικροκομματικές σκοπιμότητες, η γραφειοκρατία, οι αγκυλώσεις στις επιχειρήσεις- όλα αυτά θα έπρεπε να παραμεριστούν, για να υπάρξουν προϋποθέσεις διαλόγου για το κομβικό αυτό ζήτημα. Ούτε βέβαια μπορεί να αποτελεί εμπόδιο ότι η πρόταση διατυπώνεται από τον εκπρόσωπο των βιομηχάνων…

Η οριοθέτηση της αύξησης της παραγωγικότητας ως εθνικού στόχου προϋποθέτει και τη διαχρονικότητα απόδοσής της. Με άλλα λόγια, μια συμφωνημένη δέσμη μέτρων δεν είναι αποτέλεσμα  δράσης μίας τετραετούς διακυβέρνησης από ένα ή περισσότερα κόμματα. Μπορεί να υλοποιηθεί σε βάθος χρόνου-ένας ακόμη λόγος να υπάρξει μια άλλη κουλτούρα προσέγγισης του στρατηγικού αυτού στόχου, που είναι μονόδρομος για καλύτερες θέσεις εργασίας και απολαβές, αλλά και βιώσιμες κοινωνικές παροχές, πέρα από βραχυπρόθεσμες επιδοματικές πολιτικές.

Ο Πρωθυπουργός, στη Γενική Συνέλευση της περασμένης Τρίτης αναφέρθηκε σε μια βασική προϋπόθεση για την επίτευξη των αναπτυξιακών στόχων, στο «άυλο προτέρημα της πολιτικής σταθερότητας της σημερινής Ελλάδας», όπως είπε. Αν αυτή είναι μια βασική αλήθεια, άλλο τόσο θα μετρήσει στην πραγματική ζωή ο βαθμός ευρείας συναίνεσης ως μια ακόμη προϋπόθεση επίτευξης βασικών στόχων. Και στο «σπορ» της συναίνεσης, η χώρα μας δεν παίρνει δα και τον υψηλότερο βαθμό. Άλλωστε, το έλλειμα σε συναινετικές διαδικασίες μας οδήγησε σε μια βασανιστική και πολύχρονη έξοδο από τη βαριά κρίση που βιώσαμε, σε αντίθεση με άλλες χώρες όπως η Πορτογαλία.

Το θέμα των συναινέσεων και της σταθερότητας δεν αφορά μόνον ένα «συμβόλαιο» για την παραγωγικότητα. Όπως πάει το πράγμα, οι βασικές παράμετροι που θα καθορίσουν το μέλλον της χώρας κινούνται στην ίδια συχνότητα. Ας πάρουμε τα βασικά προβλήματα των καιρών μας. Οι εθνικές προκλήσεις και προτεραιότητες, το δημογραφικό, το μεταναστευτικό, το ενεργειακό πρόβλημα, η μεταρρύθμιση στην Παιδεία είναι δυνατόν να αντιμετωπιστούν με επιτυχία χωρίς τη διαμόρφωση ενός είδους «εθνικού συμβολαίου», που θα ξεπερνά τα κομματικά χαρακώματα; Κι όμως, μια τέτοια προοπτική φαντάζει πιο μακρινή από ποτέ. Το πολιτικό σύστημα είναι κατακερματισμένο-και αυτό που διαφαίνεται είναι μια περαιτέρω πολυδιάσπαση-, ο διάλογος ακόμα και για βασικές παραμέτρους στα εθνικά θέματα προκαλεί έντονες συγκρούσεις και διαφωνίες. Ακόμα και η συζήτηση για τη διαφαινόμενη προοπτική συμμαχιών μετά τις εκλογές γίνεται χωρίς την ατζέντα των βασικών προβλημάτων. Ο διχασμός στην κοινωνία διαποτίζεται με μεγάλες δόσεις λαϊκισμού και τοξικότητας. Κι όλα αυτά, παρά την επικείμενη συζήτηση για την αναθεώρηση του Συντάγματος, που προϋποθέτει συναινέσεις στα θεμελιώδη. Ίσως έτσι εξηγείται γιατί η πρόταση του κ. Θεοδωρόπουλου για την παραγωγικότητα «ξεχάστηκε» την επομένη.