Στουρνάρας: Καθοριστική η συμβολή της μεταποιητικής βιομηχανίας στην οικονομία

Ο Γιάννης Στουρνάρας σε μια ενδιαφέρουσα ομιλία του σε εκδήλωση με θέμα προκλήσεις και ευκαιρίες για την ευρωπαϊκή και ελληνική οικονομία στη μεταποίηση

Ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας ©ΤτΕ

Ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας έδωσε μια ενδιαφέρουσα ομιλία στην ημερίδα που συνδιοργάνωσαν το Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης (ΜΙΕΤ), η Πρωτοβουλία «Ελληνική Παραγωγή – Συμβούλιο Βιομηχανιών για την Ανάπτυξη» και το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), με θέμα «Προκλήσεις και ευκαιρίες για την ευρωπαϊκή και ελληνική οικονομία: η συμβολή της μεταποιητικής βιομηχανίας».

Σε αυτήν ανέφερε χαρακτηριστικά:

«Η ευρωπαϊκή οικονομία βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι, καθώς η επένδυση στη μεταποίηση, την καινοτομία, την πράσινη και ψηφιακή μετάβαση θα αποτελέσει καθοριστικό παράγοντα για την ενίσχυση της ανθεκτικότητας και της ανταγωνιστικότητάς της.

«Η σύγχρονη βιομηχανική πολιτική που κοιτά προς το μέλλον, κινητροδοτεί την καινοτομία και τα δυναμικά συγκριτικά πλεονεκτήματα, επιστρέφει δυναμικά στο επίκεντρο της ευρωπαϊκής συζήτησης ως εργαλείο στρατηγικής αυτονομίας, τεχνολογικής προόδου και δημιουργίας ποιοτικών θέσεων εργασίας. Σε αυτό το πλαίσιο, η μεταποίηση μπορεί να συμβάλει καθοριστικά στη μετάβαση προς ένα πιο βιώσιμο αναπτυξιακό πρότυπο».

«Για την Ελλάδα, ο ρόλος της μεταποίησης είναι κομβικός, καθώς ο τομέας μπορεί να λειτουργήσει ως μοχλός εξωστρέφειας και παραγωγικής αναβάθμισης, συμβάλλοντας σε μια πιο διαφοροποιημένη και ανθεκτική οικονομία.

H ενίσχυση της μεταποιητικής δραστηριότητας παραμένει απαραίτητη προϋπόθεση για βιώσιμη ανάπτυξη και ουσιαστική σύγκλιση με την Ευρώπη.
Για να κατανοήσουμε καλύτερα τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και ειδικότερα τη συνεισφορά της μεταποίησης και της βιομηχανίας, χρειάζεται πρώτα να εξετάσουμε τις εξελίξεις στο διεθνές περιβάλλον, οι οποίες επηρεάζουν τα όρια και τις δυνατότητες της εγχώριας οικονομικής πολιτικής».

Το διεθνές περιβάλλον

«Η διεθνής οικονομία διανύει μια μεταβατική περίοδο, κατά την οποία αμφισβητούνται θεμελιώδεις αρχές που χαρακτήριζαν τη μεταπολεμική αρχιτεκτονική της παγκόσμιας οικονομικής διακυβέρνησης. Από την αρχή του έτους παρατηρούμε μια πολύ σημαντική αλλαγή τακτικής εκ μέρους της αμερικανικής ηγεσίας τόσο σε επίπεδο ρητορικής όσο και στην πράξη, η οποία έχει προκαλέσει αλυσιδωτές αντιδράσεις σε όλη την υφήλιο.

Η επιβολή ιστορικά υψηλών δασμών από τις ΗΠΑ σε στρατηγικούς εμπορικούς εταίρους τους – μεταξύ αυτών και η Ευρωπαϊκή Ένωση – σηματοδότησε μια σαφή στροφή προς πολιτικές οικονομικού εθνικισμού. Ως απάντηση, πολλές χώρες υιοθέτησαν και αυτές με τη σειρά τους μέτρα εμπορικού προστατευτισμού, επιδεινώνοντας το γεωοικονομικό κατακερματισμό και τις επιπτώσεις του στις διεθνείς εφοδιαστικές αλυσίδες, στην παγκόσμια ζήτηση και στις χρηματοπιστωτικές αγορές.

Στο νέο σύνθετο και ασταθές περιβάλλον, η ανθεκτικότητα, η διαφοροποίηση των αγορών, οι επενδύσεις στην καινοτομία και, στην περίπτωση της Ευρώπης, η ισχυροποίηση των δεσμών και των κοινών θεσμών καθώς και η εμβάθυνση των οικονομικών σχέσεων, αποτελούν κρίσιμους παράγοντες για τη διατήρηση της ανταγωνιστικότητας των εθνικών οικονομιών και των επιχειρήσεων.

Η εμπορική συμφωνία που επιτεύχθηκε μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ τον Ιούλιο και αφορά την επιβολή ανώτατου δασμολογικού συντελεστή 15% σε εξαγωγές αγαθών της ΕΕ προς τις ΗΠΑ αποτελεί ένα δύσκολο αλλά αναγκαίο συμβιβασμό. Από τη μία πλευρά, είναι δυσμενής εξέλιξη, διότι “φορολογεί” ευρωπαϊκά προϊόντα με σχετικά υψηλό συντελεστή, μειώνοντας έτσι τη διεθνή ζήτησή τους, ενώ δεσμεύει την ΕΕ να αγοράζει ενεργειακά προϊόντα από τις ΗΠΑ και να πραγματοποιεί μεγάλες επενδύσεις σε στρατηγικούς τομείς της αμερικανικής οικονομίας.

Σε αυτό το ευμετάβλητο διεθνές περιβάλλον, η οικονομία της ευρωζώνης έχει επιδείξει αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα. Σύμφωνα με τις τελευταίες προβλέψεις της ΕΚΤ, ο ρυθμός μεγέθυνσης στη ζώνη του ευρώ εκτιμάται στο 1,2% για το 2025 και στο 1% για το 2026, με κύριους προωθητικούς παράγοντες την ιδιωτική κατανάλωση και τις επενδύσεις. O πληθωρισμός αναμένεται να αποκλιμακωθεί περαιτέρω από 2,4% το 2024 σε 2,1% το 2025 και 1,7% το 2026, υποβοηθούμενος από την υποχώρηση του πληθωρισμού της ενέργειας και την ανατίμηση του ευρώ.

Επίσης, η χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής έχει συμβάλει καθοριστικά στη βελτίωση των χρηματοπιστωτικών συνθηκών. Παρ’ όλα αυτά, οι προοπτικές ανάπτυξης της ευρωζώνης υπόκεινται σε πολλαπλούς καθοδικούς κινδύνους. Μεταξύ αυτών είναι η αβεβαιότητα σχετικά με την εμπορική πολιτική και τις παρατεταμένες γεωπολιτικές εντάσεις διεθνώς, καθώς και η πολιτική αβεβαιότητα στη Γαλλία.

Ταυτόχρονα όμως, διαφαίνεται μια ευκαιρία για την ευρωπαϊκή οικονομία, καθώς οι επενδυτές αυξάνουν τις τοποθετήσεις τους σε ευρωπαϊκά αξιόγραφα, κυρίως σε κρατικά ομόλογα και εταιρικά ομόλογα υψηλής διαβάθμισης.

Η αυξημένη ζήτηση ευρωπαϊκών αξιογράφων μπορεί να ενισχύσει τη ρευστότητα και τις δυνατότητες χρηματοδότησης της ευρωπαϊκής οικονομίας, στηρίζοντας τις παραγωγικές επενδύσεις και τη μακροπρόθεσμη ανταγωνιστικότητα. Όμως, για τη στρατηγική αξιοποίηση αυτής της ευκαιρίας, απαιτείται η επιτάχυνση της ευρωπαϊκής ενοποίησης και η βάθυνση της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης.

Η ολοκλήρωση της Τραπεζικής Ένωσης, η δημιουργία μιας πλήρως λειτουργικής Ένωσης Κεφαλαιαγορών στο πλαίσιο της στρατηγικής για την Ένωση Αποταμιεύσεων και Επενδύσεων, η άρση όλων των σημαντικών εμποδίων που απομένουν στις ενδοκοινοτικές συναλλαγές και η αύξηση των επενδύσεων σε τεχνολογία, άμυνα και πράσινη ανάπτυξη αποτελούν κρίσιμες προτεραιότητες.

Η θέση της ελληνικής οικονομίας

Σε αυτό το ρευστό διεθνές περιβάλλον, η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να καταγράφει θετικές επιδόσεις. Ο ρυθμός ανάπτυξης ήταν 2% το πρώτο εξάμηνο του 2025 σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2024, σημαντικά υψηλότερος από το μέσο ρυθμό ανάπτυξης της ζώνης του ευρώ. Στην εξέλιξη αυτή συνέβαλαν κυρίως η ιδιωτική κατανάλωση, οι επενδύσεις και οι εξαγωγές υπηρεσιών.

Σύμφωνα με τις προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος, ο μέσος ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ την περίοδο 2025-27 αναμένεται να διαμορφωθεί στο 2%. Αυτός ο ρυθμός είναι περίπου διπλάσιος από τον αναμενόμενο αντίστοιχο ρυθμό ανάπτυξης της ευρωζώνης, συμβάλλοντας στη σταδιακή σύγκλιση του πραγματικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδος προς το μέσο επίπεδο της ευρωζώνης.

Οι επενδύσεις αυξάνονται σταθερά και στηρίζουν την οικονομική ανάκαμψη. Η πρόσφατη αναθεώρηση των ετήσιων εθνικολογιστικών στοιχείων για την περίοδο 2022-24 δείχνει μια μετατόπιση στη σύνθεση της ανάπτυξης προς τις επενδύσεις. Συγκεκριμένα, οι συνολικές επενδύσεις ως ποσοστό στο ΑΕΠ έφθασαν στο 16% το 2024 από 11% το 2019, εξαιτίας των υψηλότερων ιδιωτικών επενδύσεων.

Μεταπανδημικά, η συμβολή τους στον ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης ήταν κατά μέσο όρο 1,9 ποσοστιαίες μονάδες (ποσ. μον.), έναντι μόλις 0,3 ποσ. μον. στην ζώνη του ευρώ. Ωστόσο, το επενδυτικό κενό στην Ελλάδα σε σχέση με την ευρωζώνη παραμένει σημαντικό, παρά την αισθητή συρρίκνωσή του τα τελευταία χρόνια. Το 2025 οι επενδύσεις αναμένεται να διαμορφωθούν περίπου στο 17% του ΑΕΠ, έναντι 21% στην ευρωζώνη.

Η αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας, η υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων και η συνακόλουθη ενίσχυση της εμπιστοσύνης συνέβαλαν καθοριστικά στην άνοδο των επενδύσεων την τελευταία πενταετία. Ιδιαίτερα θετικά στη βελτίωση του επενδυτικού κλίματος επέδρασε η ανάκτηση πιστοληπτικής αξιολόγησης στην επενδυτική κατηγορία για τα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου το 2023.

Παράλληλα, η αποτελεσματική εποπτεία του τραπεζικού συστήματος, η μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και η ενίσχυση της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών επέτρεψαν στα πιστωτικά ιδρύματα να χρηματοδοτούν πιο ενεργά την οικονομία, εδραιώνοντας τη θετική πορεία των επενδύσεων. Πράγματι, το 2024 και στη διάρκεια του 2025 η τραπεζική χρηματοδότηση των επιχειρήσεων ενισχύθηκε σημαντικά και το κόστος δανεισμού υποχώρησε.

Στο πεδίο των τιμών, ο γενικός πληθωρισμός παρουσίασε στοιχεία επιμονής μεταξύ Μαΐου και Ιουλίου, κυρίως λόγω του υψηλού πληθωρισμού των υπηρεσιών και της αύξησης των τιμών στα είδη διατροφής. Ωστόσο, το Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο υποχώρησε στο 1,8% και 1,7% αντιστοίχως, μειώνοντας τη θετική διαφορά έναντι του πληθωρισμού της ευρωζώνης στο δεκάμηνο. Για το 2025 συνολικά, εκτιμάται ότι θα παραμείνει σχετικά υψηλός, γύρω στο 3%, αντανακλώντας κυρίως το θετικό παραγωγικό κενό της ελληνικής οικονομίας, προτού αποκλιμακωθεί το επόμενο έτος, ενισχύοντας τα πραγματικά εισοδήματα.

Η αγορά εργασίας παρουσιάζει σταθερή βελτίωση, με πτώση της ανεργίας και αύξηση της συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό.

Δημοσιονομική πολιτική

Η δημοσιονομική πολιτική παραμένει συνετή και αποτελεσματική, με εντυπωσιακές επιδόσεις. Επιτυγχάνονται σταθερά υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα και το δημόσιο χρέος μειώνεται με ταχύ ρυθμό, ενισχύοντας την αξιοπιστία της οικονομικής πολιτικής και ελαφρύνοντας τα βάρη των επόμενων γενεών. Τα φορολογικά έσοδα αυξάνονται με μόνιμο τρόπο, καθώς οι εντατικές προσπάθειες καταπολέμησης της φοροδιαφυγής και της αδήλωτης εργασίας αποδίδουν πλέον απτά και μετρήσιμα αποτελέσματα. Δημιουργείται έτσι ικανός δημοσιονομικός χώρος τόσο για ουσιαστικές φοροελαφρύνσεις όσο και για τη χρηματοδότηση πρόσθετων δημόσιων δαπανών για επενδύσεις και για στήριξη των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων. Οι παρεμβάσεις αυτές, αν και μόνιμου χαρακτήρα, δεν θέτουν σε κίνδυνο τη δημοσιονομική ισορροπία και είναι απολύτως σύμφωνες με τους ευρωπαϊκούς δημοσιονομικούς κανόνες.

Οι ισχυρές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας αποτυπώνονται στις συνεχείς αναβαθμίσεις από τους διεθνείς οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης. Στη διάρκεια του 2024 και του 2025 καταγράφηκαν νέες αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας του Ελληνικού Δημοσίου από μεγάλους οίκους, όπως οι Moody’s και Standard & Poor’s, οι οποίες μεταδόθηκαν και στις αξιολογήσεις των ελληνικών τραπεζών, ενδυναμώνοντας περαιτέρω το κλίμα εμπιστοσύνης προς τον εγχώριο χρηματοπιστωτικό τομέα. Αυτό συνέβαλε σε σημαντικές εισροές επενδυτικών κεφαλαίων σε ελληνικές μετοχές και ομόλογα.

Όσον αφορά τα τραπεζικά ιδρύματα, τα θεμελιώδη μεγέθη τους εξακολουθούν να βελτιώνονται. Το πρώτο εξάμηνο του 2025 συνεχίστηκε η ενίσχυση της κερδοφορίας και της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών, ενώ οι δείκτες ρευστότητας διατηρήθηκαν σε υψηλά επίπεδα.

Η σημασία της μεταποίησης για την οικονομική ανάπτυξη

Η μεταποίηση αποτελεί θεμελιώδη πυλώνα της οικονομικής ανάπτυξης και της ανταγωνιστικότητας κάθε χώρας. Ένας ισχυρός και ανταγωνιστικός βιομηχανικός τομέας συμβάλλει ουσιαστικά στη δημιουργία υψηλής προστιθέμενης αξίας, στη σταθερότητα της απασχόλησης και στην ενίσχυση της παραγωγικής βάσης. Ο μεταποιητικός τομέας λειτουργεί ως πολλαπλασιαστής ανάπτυξης για το σύνολο της οικονομίας, δημιουργώντας διασυνδέσεις με άλλους κλάδους – όπως οι μεταφορές, η ενέργεια, η έρευνα και ανάπτυξη (R&D) και οι υπηρεσίες logistics. Παράλληλα, προάγει την τεχνολογική πρόοδο, ενθαρρύνει την καινοτομία και επιδρά θετικά στο εμπορικό ισοζύγιο μέσω της αύξησης των εξαγωγών.

Σε μακροοικονομικό επίπεδο, μια ισχυρή βιομηχανική βάση ενισχύει την ανθεκτικότητα, την παραγωγικότητα και την κοινωνική συνοχή. Οι χώρες με ανεπτυγμένο μεταποιητικό τομέα διαθέτουν καλύτερα θεμελιώδη μεγέθη, υψηλότερη παραγωγικότητα και δυνατότητα ταχύτερης ανάκαμψης. Επιπλέον, η μεταποίηση συμβάλλει στην κοινωνική συνοχή, προσφέροντας ποιοτικές θέσεις εργασίας με υψηλότερες αμοιβές και προοπτικές επαγγελματικής εξέλιξης.

Για την Ελλάδα, η ανάπτυξη της μεταποίησης είναι καθοριστική για τη μετάβαση σε ένα πιο βιώσιμο και εξωστρεφές παραγωγικό πρότυπο. Ο τομέας μπορεί να αποτελέσει το μοχλό μετασχηματισμού της οικονομίας από ένα πρότυπο ανάπτυξης που στηρίζεται κυρίως στην κατανάλωση και τις υπηρεσίες σε ένα πρότυπο που βασίζεται στην παραγωγή, την εξωστρέφεια και την καινοτομία.

Η ενίσχυση της μεταποίησης συνδέεται άμεσα με τη δυνατότητα της χώρας να ενταχθεί πιο ενεργά στις διεθνείς αλυσίδες αξίας, να αυξήσει τις εξαγωγές της, να υποκαταστήσει εισαγωγές, και να προσελκύσει ξένες επενδύσεις, προωθώντας ταυτόχρονα την τεχνολογική αναβάθμιση και την ενίσχυση της παραγωγικότητας. Ένας δυναμικός μεταποιητικός τομέας μπορεί να προσφέρει μακροπρόθεσμα σταθερότητα, ανταγωνιστικότητα και κοινωνική ευημερία, λειτουργώντας ως θεμέλιο για μια οικονομία πιο βιώσιμη και ανθεκτική απέναντι στις μελλοντικές προκλήσεις. Τα διεθνή παραδείγματα είναι πολλά και γνωστά.

Η τρέχουσα κατάσταση της ελληνικής μεταποίησης

Η μεταποίηση αποτελεί διαχρονικά έναν από τους βασικότερους πυλώνες της ελληνικής οικονομίας, επιδεικνύοντας αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα απέναντι στις αλλεπάλληλες κρίσεις των τελευταίων ετών. Συνδέεται στενά με την παραγωγή, την απασχόληση, τις εξαγωγές και τη συνολική αναπτυξιακή δυναμική της χώρας. Τα τελευταία χρόνια, παρά τις έντονες εξωτερικές αναταράξεις – όπως η πανδημία, η ενεργειακή κρίση και οι γεωπολιτικές ανακατατάξεις – ο κλάδος διατήρησε θετικές τάσεις στα βασικά οικονομικά του μεγέθη.

Τα πρόσφατα στοιχεία επιβεβαιώνουν τη θετική πορεία και τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας του μεταποιητικού τομέα. Η σημασία της μεταποίησης αποτυπώνεται όχι μόνο στην άμεση συμβολή της στο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ), αλλά και στην ευρύτερη επίδρασή της στην απασχόληση, στις εξαγωγές και στις επενδύσεις. Ειδικότερα, η Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία (ΑΠΑ) του τομέα ανήλθε στο 9,1% του ΑΕΠ το 2024 (από 7,8% το 2019), ενώ η συμμετοχή της μεταποίησης στη συνολική απασχόληση αυξήθηκε στο 8,1% το 2024 (από 7,6% το 2019), αντιπροσωπεύοντας περίπου 420.000 εργαζομένους. Επιπλέον, η παραγωγικότητα της εργασίας στη μεταποίηση αυξήθηκε κατά 26,5% την περίοδο 2019-24, έναντι αύξησης 16,3% στους υπόλοιπους κλάδους της οικονομίας. Τα δεδομένα αυτά καταδεικνύουν τη σταθερή αναβάθμιση της παραγωγικής βάσης της ελληνικής βιομηχανίας και τη συμβολή της στη συνολική βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας.

Αξίζει να σημειωθεί ότι το 2024 η ελληνική βιομηχανία σημείωσε μια από τις πιο θετικές επιδόσεις των τελευταίων ετών, συμβάλλοντας περισσότερο από κάθε άλλον κλάδο στην αύξηση της Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας.

Τα τελευταία χρόνια η επενδυτική δραστηριότητα στη βιομηχανία έχει ενισχυθεί σημαντικά, συμβάλλοντας στην αναβάθμιση της παραγωγικής βάσης. Την περίοδο 2018-24 πραγματοποιήθηκαν σωρευτικά επενδύσεις άνω των 36 δισεκ. ευρώ, εκ των οποίων πάνω από το ήμισυ κατευθύνθηκε στη μεταποίηση, ενώ το μερίδιο της βιομηχανίας στις συνολικές επενδύσεις αυξήθηκε στο 18,8% το 2024, από μονοψήφια ποσοστά πριν από την κρίση. Ιδιαίτερη άνοδο σημείωσαν οι επενδύσεις σε έρευνα και ανάπτυξη (R&D) στον τομέα της μεταποίησης, που αντιστοιχούσαν στο 14,6% των συνολικών επενδύσεων R&D το 2024 (έναντι 11,8% το 2017), ενισχύοντας τη διάχυση της καινοτομίας και τη μετάβαση σε παραγωγή υψηλότερης προστιθέμενης αξίας.

Παράλληλα, οι βιομηχανικές εξαγωγές ενισχύθηκαν αισθητά την περίοδο 2017-24, αυξάνοντας και το μερίδιό τους στις συνολικές εξαγωγές αγαθών και διευρύνοντας τον εξαγωγικό προσανατολισμό της μεταποίησης. Ειδικότερα, οι βιομηχανικές εξαγωγές αυξήθηκαν από περίπου 28 δισεκ. ευρώ το 2017 σε περίπου 49 δισεκ. ευρώ το 2024, με το μερίδιό τους στις συνολικές εξαγωγές να φθάνει το 71% (από 67%).

Αδυναμίες, προκλήσεις και ευκαιρίες

Παρά τη σημαντική πρόοδο των τελευταίων ετών, η ελληνική μεταποίηση εξακολουθεί να υστερεί έναντι του ευρωπαϊκού μέσου όρου, γεγονός που αναδεικνύει την ανάγκη για ένα πιο στοχευμένο και συνεκτικό στρατηγικό πλαίσιο. Η Ελλάδα καταλαμβάνει ακόμη χαμηλές θέσεις τόσο ως προς το μερίδιο της μεταποίησης στο ΑΕΠ όσο και ως προς την παραγωγικότητα, με αποτέλεσμα το παραγωγικό χάσμα με την Ευρώπη να παραμένει μεγάλο. Η γεφύρωση αυτού του χάσματος προϋποθέτει μια ισχυρότερη διασύνδεση της μεταποίησης με τους υπόλοιπους τομείς της οικονομίας. Είναι όμως και ευκαιρία, εφ’ όσον υλοποιείται αυτή η γεφύρωση, για υψηλότερους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης στην πορεία.

Η ελληνική μεταποίηση αντιμετωπίζει σήμερα ένα πλέγμα σύνθετων προκλήσεων, αλλά και σημαντικών ευκαιριών που απορρέουν από τις διεθνείς εξελίξεις, τις τεχνολογικές αλλαγές και τις ευρωπαϊκές πολιτικές. Οι βασικοί άξονες αυτών των προκλήσεων σχετίζονται με την πράσινη μετάβαση, την ενεργειακή εξάρτηση, τη στρατηγική αυτονομία, τον ψηφιακό μετασχηματισμό και την πρόσβαση στη χρηματοδότηση.

Η πράσινη μετάβαση αποτελεί ταυτόχρονα πρόκληση και ευκαιρία για τη βιομηχανία, καθώς προϋποθέτει τον εκσυγχρονισμό των παραγωγικών δομών και την προσαρμογή σε ένα νέο ενεργειακό και τεχνολογικό περιβάλλον. Η δέσμευση της Ευρώπης για κλιματική ουδετερότητα έως το 2050 απαιτεί ριζικές μεταβολές στα παραγωγικά πρότυπα. Οι ελληνικές επιχειρήσεις οφείλουν να επενδύσουν σε καθαρές τεχνολογίες, ενεργειακή αποδοτικότητα και κυκλική οικονομία, προκειμένου να παραμείνουν ανταγωνιστικές. Η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία προσφέρει σημαντικά χρηματοδοτικά εργαλεία, αλλά η αξιοποίησή τους προϋποθέτει σταθερό κανονιστικό πλαίσιο, θεσμικές μεταρρυθμίσεις και επενδυτική κινητοποίηση.

Η ενεργειακή εξάρτηση και το υψηλό κόστος ενέργειας παραμένουν σοβαρά εμπόδια για την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής βιομηχανίας. Η ενεργειακή κρίση ανέδειξε τη μεγάλη εξάρτηση της ελληνικής οικονομίας από τις εισαγωγές ορυκτών καυσίμων.

Η ενίσχυση της στρατηγικής αυτονομίας της ΕΕ και κατ’ επέκταση της Ελλάδος συνδέεται με την ικανότητα πρόσβασης σε κρίσιμες πρώτες ύλες και τεχνολογίες. Παρότι η χώρα διαθέτει σημαντικά αποθέματα ορυκτών, τα ρυθμιστικά εμπόδια και οι καθυστερήσεις στις διαδικασίες αδειοδότησης εμποδίζουν την αξιοποίησή τους. Η αναθεώρηση του θεσμικού πλαισίου και η χάραξη μιας εθνικής στρατηγικής για τις πρώτες ύλες μπορούν να ενισχύσουν την αυτάρκεια και να δημιουργήσουν νέες αλυσίδες αξίας, εντάσσοντας τη χώρα πιο ενεργά στη νέα βιομηχανική πολιτική της ΕΕ.

Παράλληλα, ο ψηφιακός μετασχηματισμός αλλάζει ριζικά τον τρόπο λειτουργίας της βιομηχανίας. Τεχνολογίες όπως η ρομποτική, η τεχνητή νοημοσύνη και το Διαδίκτυο των Πραγμάτων αυξάνουν την παραγωγικότητα και την ευελιξία, αλλά απαιτούν ψηφιακή ωριμότητα και εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό. Η Ελλάδα υστερεί σε ψηφιακές δεξιότητες, καθώς μόνο 14,5% των μεταποιητικών επιχειρήσεων προσφέρουν σχετική εκπαίδευση στο προσωπικό τους.

Τέλος, η σχετικά περιορισμένη πρόσβαση σε χρηματοδότηση αποτελεί βασικό εμπόδιο για την αύξηση της επενδυτικής δραστηριότητας στη μεταποίηση. Η καλύτερη αξιοποίηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων, η ενίσχυση του ρόλου της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας και η δημιουργία εξειδικευμένων χρηματοδοτικών εργαλείων για τη μεταποίηση μπορούν να λειτουργήσουν καταλυτικά για νέες παραγωγικές επενδύσεις.

Κατευθύνσεις και προτάσεις πολιτικής

Η αντιμετώπιση των παραπάνω προκλήσεων που προαναφέρθηκαν μπορεί να στηριχτεί σε τέσσερις βασικούς άξονες:

Πρώτον: επιτάχυνση της πράσινης και ενεργειακής μετάβασης. Η θέσπιση κινήτρων για επενδύσεις σε ΑΠΕ, η ενίσχυση των μηχανισμών αποθήκευσης ενέργειας και η προώθηση της ενεργειακής αποδοτικότητας μπορούν να μειώσουν το κόστος και να βελτιώσουν τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων.

Δεύτερον: ενίσχυση του ψηφιακού μετασχηματισμού. Απαιτείται ένα ολοκληρωμένο σχέδιο ψηφιακής αναβάθμισης της βιομηχανίας, με παροχή κινήτρων για τεχνολογικές επενδύσεις, στήριξη της έρευνας και ανάπτυξης, καθώς και εκπαίδευση του ανθρώπινου δυναμικού σε νέες δεξιότητες. Η στενότερη συνεργασία μεταξύ πανεπιστημίων, ερευνητικών κέντρων και επιχειρήσεων είναι κρίσιμη για τη μεταφορά γνώσης και τεχνολογίας.

Τρίτον: βελτίωση του θεσμικού και χρηματοδοτικού περιβάλλοντος. Η μείωση της γραφειοκρατίας, η επιτάχυνση των αδειοδοτήσεων, η σταθερότητα του φορολογικού πλαισίου και η ευκολότερη πρόσβαση σε στοχευμένα χρηματοδοτικά εργαλεία είναι βασικές προϋποθέσεις για τη διεύρυνση της παραγωγικής βάσης. Η αποτελεσματική αξιοποίηση των ευρωπαϊκών πόρων – ειδικά την περίοδο μετά την ολοκλήρωση των χρηματοδοτήσεων του Ταμείου Ανάκαμψης – η ενίσχυση της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας και η δημιουργία εξειδικευμένων προγραμμάτων χρηματοδότησης για τη βιομηχανία μπορούν να κινητοποιήσουν σημαντικού ύψους επενδυτικά κεφάλαια.

Τέταρτον: ενίσχυση της εξωστρέφειας και της διεθνοποίησης. Η στήριξη των εξαγωγικών επιχειρήσεων, η ανάπτυξη διεθνών συνεργασιών και η προώθηση της συμμετοχής σε ευρωπαϊκές αλυσίδες αξίας είναι καθοριστικές για τη βιώσιμη ανάπτυξη του τομέα. Παράλληλα, η ενδυνάμωση των περιφερειακών βιομηχανικών οικοσυστημάτων μπορεί να προωθήσει την ισόρροπη ανάπτυξη και την αποκέντρωση της παραγωγής.