Πίσω από την εικόνα σταθερότητας της ελληνικής οικονομίας, ο «ελέφαντας που κρύβεται στο δωμάτιο» γίνεται ολοένα και πιο ορατός. Το συνταξιοδοτικό σύστημα, που διογκώνεται, και το δημόσιο χρέος, που θα αρχίσει να «βαραίνει» ξανά μετά το 2030, αποτελούν τη μεγαλύτερη απειλή για τη δημοσιονομική ισορροπία, που σήμερα στηρίζεται στην ανάπτυξη και στα ευρωπαϊκά κονδύλια.
Στο μέτωπο του ασφαλιστικού, οι αριθμοί είναι αποκαλυπτικοί. Οι αιτήσεις για νέες συντάξεις αναμένεται να ξεπεράσουν τις 220.000 μέχρι το τέλος του έτους, αριθμός-ρεκόρ, καθώς η γενιά των baby boomers θεμελιώνει μαζικά δικαίωμα συνταξιοδότησης. Παράλληλα, η αναβολή των αλλαγών στα όρια ηλικίας για το 2030 δίνει προσωρινή «ανάσα», αλλά δεν αναιρεί το πρόβλημα, απλώς το μεταθέτει για αργότερα. Η εξέλιξη αυτή δημιουργεί πρόσθετη πίεση σε ένα σύστημα που ήδη καλείται να διαχειριστεί αυξανόμενες δαπάνες.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Προϋπολογισμού, οι δαπάνες για συντάξεις από 33,6 δισ. ευρώ το 2024 προβλέπεται να αυξηθούν σε 34,7 δισ. ευρώ το 2025 και να ξεπεράσουν το φράγμα των 35 δισ. ευρώ το 2026. Η αύξηση αυτή αντανακλά όχι μόνο τον μεγαλύτερο αριθμό συνταξιούχων, αλλά και την προσαρμογή των συντάξεων στο επίπεδο του πληθωρισμού και της ανάπτυξης. Η τάση αυτή, σε συνδυασμό με τη δημογραφική γήρανση, δημιουργεί ολοένα και μεγαλύτερη πίεση στα δημόσια οικονομικά και καθιστά αναγκαία τη λήψη μέτρων για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος.
Από την άλλη πλευρά, το δημόσιο χρέος παραμένει το μεγαλύτερο διαρθρωτικό βάρος της οικονομίας. Από το 2034 στο κάδρο των υποχρεώσεων μπαίνουν και οι οφειλές ύψους 61,9 δισ. ευρώ προς τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM), οι οποίες θα πρέπει να εξοφληθούν έως το 2060. Αυτός είναι και ο λόγος που η κυβέρνηση επιταχύνει τις πρόωρες αποπληρωμές μνημονιακών δανείων, με στόχο να περιορίσει το συνολικό βάρος του χρέους, το οποίο σήμερα ανέρχεται σε 362,8 δισ. ευρώ ή στο 145,4% του ΑΕΠ, επιδιώκοντας να μειωθεί στα 359 δισ. ευρώ το 2026, δηλαδή περίπου στο 137,6 % του ΑΕΠ.
Η Τράπεζα της Ελλάδος στην τελευταία της έκθεση επισημαίνει ότι η αξιοποίηση του υψηλού ταμειακού αποθέματος, που σήμερα ανέρχεται στο 15% του ΑΕΠ, μπορεί να επιτρέψει την ταχύτερη αποκλιμάκωση του χρέους χωρίς να διακυβεύεται η πρόσβαση στις αγορές. Παράλληλα, η πρόωρη αποπληρωμή των διμερών δανείων του πρώτου μνημονίου (GLF) έως το 2031, δέκα χρόνια νωρίτερα από την προβλεπόμενη λήξη τους, ενισχύει τη δημοσιονομική αξιοπιστία και στέλνει μήνυμα σταθερότητας προς τις αγορές και τους θεσμούς.
Ωστόσο, τα θετικά αυτά δεδομένα έχουν χρονικό ορίζοντα. Από τον Αύγουστο του 2026 λήγει το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (NGEU), γεγονός που θα στερήσει από την ελληνική οικονομία έναν από τους βασικότερους κινητήρες ανάπτυξης των τελευταίων ετών. Η Τράπεζα της Ελλάδος προβλέπει ότι οι επενδύσεις θα αυξηθούν με ρυθμό περίπου 7,5 % την περίοδο 2025-2026, όμως από το 2027 και μετά ο ρυθμός αυτός θα υποχωρήσει σημαντικά, καθώς οι δημόσιες επενδύσεις θα καταγράψουν αρνητική μεταβολή. Η εξασθένηση αυτή θα επηρεάσει άμεσα τους ρυθμούς ανάπτυξης, οι οποίοι σήμερα αποτελούν τον κύριο σύμμαχο της δημοσιονομικής σταθερότητας και της αποκλιμάκωσης του χρέους.
Υπό αυτήν την εξέλιξη, η ΤτΕ τονίζει ότι το ευνοϊκό παράθυρο που διαμορφώνεται τώρα, με το χαμηλό κόστος δανεισμού και τις υψηλές επιδόσεις στην οικονομία, δεν είναι μόνιμο. Για να διατηρηθεί η επενδυτική βαθμίδα και να εξασφαλιστεί η καθοδική τροχιά του χρέους, απαιτούνται αδιάλειπτη δημοσιονομική πειθαρχία και αποτελεσματική απορρόφηση των ευρωπαϊκών πόρων μέχρι το τέλος του προγράμματος.