Το λεγόμενο «μαξιλάρι ρευστότητας» των περίπου 44,9 δισ. ευρώ που διαθέτει σήμερα το Ελληνικό Δημόσιο δεν δημιουργήθηκε από τη μια μέρα στην άλλη. Είναι το αποτέλεσμα μιας δεκαετίας δημοσιονομικών επιλογών, δανεισμού και προνοητικής διαχείρισης μετά την κρίση χρέους. Η δημιουργία του ξεκίνησε ουσιαστικά στο τέλος των μνημονίων, το 2018, όταν η χώρα ολοκλήρωσε το πρόγραμμα στήριξης του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM). Τότε, με συνεννόηση της κυβέρνησης και των ευρωπαϊκών θεσμών, αποφασίστηκε να σχηματιστεί ένα ταμειακό απόθεμα ασφαλείας που θα εξασφάλιζε την ομαλή έξοδο στις αγορές και θα λειτουργούσε ως «ασπίδα» σε ενδεχόμενες αναταράξεις.
Από το συνολικό ποσό, τα 15,697 δισ. ευρώ προήλθαν από το τελευταίο δάνειο του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM), τα οποία δόθηκαν αποκλειστικά για τον σκοπό αυτό. Τα χρήματα αυτά κατατέθηκαν στον Ενιαίο Λογαριασμό Θησαυροφυλακίου στην Τράπεζα της Ελλάδος και παραμένουν δεσμευμένα, διαθέσιμα μόνο για την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους. Από αυτά έχουν απομείνει περίπου 10,697 δισ. ευρώ μετά τις πρόωρες αποπληρωμές δανείων, καθώς με την άδεια του ESM χρησιμοποιήθηκαν κεφάλαια και από αυτή τη «δεξαμενή» ρευστότητας.
Υπενθυμίζεται ότι τον Δεκέμβριο του 2024 διαγράφηκαν υποχρεώσεις ύψους 7,935 δισ. ευρώ, τον Δεκέμβριο του 2023 πληρώθηκαν 5,29 δισ. ευρώ, ενώ τον Δεκέμβριο του 2022 είχαν αποπληρωθεί 2,645 δισ. ευρώ. Φέτος, τον Δεκέμβριο του 2025, η στάθμη του «σκληρού» μαξιλαριού αναμένεται να μειωθεί στα 5,77 δισ. ευρώ, λόγω της νέας πρόωρης αποπληρωμής δανείων από το πρώτο μνημόνιο, ύψους 5,290 δισ. ευρώ, που λήγουν μεταξύ 2033 και 2041. Στο τέλος του 2026, το συγκεκριμένο μαξιλάρι παύει να υφίσταται.
Επιπλέον, το ελληνικό Δημόσιο διαθέτει 1,145 δισ. ευρώ από ειδικά δικαιώματα ανάληψης (SDR) που παρέχει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, καθώς και κεφάλαια που αντλήθηκαν από τα ευρωπαϊκά ταμεία. Το 2025, η χώρα έλαβε 3,1 δισ. ευρώ, δάνεια και επιχορηγήσεις, από το Ταμείο Ανάκαμψης, τα οποία ενσωματώθηκαν στο ταμειακό απόθεμα, προσφέροντας πρόσθετη ασφάλεια στις δημόσιες χρηματοδοτικές ανάγκες. Έτσι, τα πραγματικά διαθέσιμα του Δημοσίου, μαζί με αυτά που διατηρεί διαχρονικά ο κρατικός προϋπολογισμός, ανέρχονται σε 24 δισ. ευρώ.
Σημαντικό τμήμα του «μαξιλαριού», περίπου 20,9 δισ. ευρώ, προέρχεται από τα ταμειακά διαθέσιμα των φορέων της γενικής κυβέρνησης, όπως ασφαλιστικά ταμεία, νοσοκομεία και οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης. Αυτά τα κεφάλαια τοποθετούνται μέσω συμφωνιών επαναγοράς (repos) – βραχυπρόθεσμων δανείων του κράτους από τους ίδιους τους φορείς, με ανταπόδοση τόκων. Η πρακτική αυτή, αν και αυξάνει προσωρινά τη ρευστότητα του Δημοσίου, απαιτεί συνεχή διαχείριση, καθώς αυξάνει το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους. Σύμφωνα με αρμόδιες πηγές, από τα 20,4 δισ. ευρώ των φορέων, περίπου 14,5 δισ. ευρώ βρίσκονται «παρκαρισμένα» στον λογαριασμό της Τράπεζας της Ελλάδος και δεν έχουν ακόμη μετατραπεί σε repos, ενώ 6,4 δισ. ευρώ παραμένουν εκτός ΤτΕ.
Η σταδιακή αύξηση του αποθέματος οφείλεται επίσης στη δημοσιονομική προσαρμογή των τελευταίων ετών και στα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα που καταγράφηκαν από το 2017 και μετά. Αυτά έδωσαν τη δυνατότητα στην κυβέρνηση να καλύπτει τις ανάγκες εξυπηρέτησης του χρέους (τόκοι) χωρίς συνεχή δανεισμό, διατηρώντας τα έσοδα του προϋπολογισμού σε επίπεδο που επέτρεψε την ενίσχυση του ταμειακού αποθέματος. Καθοριστικό ρόλο στην αύξηση των φορολογικών εσόδων είχε, βέβαια, και η ακρίβεια, ενώ οι χαμηλές αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων και η βελτιωμένη εικόνα της χώρας στις αγορές ενίσχυσαν περαιτέρω την εμπιστοσύνη των επενδυτών.
Έτσι, φτάσαμε σήμερα σε ένα «μαξιλάρι» ύψους περίπου 44,943 δισ. ευρώ, το οποίο λειτουργεί ως ισχυρή γραμμή άμυνας της οικονομίας απέναντι σε κρίσεις, αλλά και ως εργαλείο στρατηγικής ευελιξίας του ΟΔΔΗΧ. Η ύπαρξή του ενισχύει την πιστοληπτική αξιοπιστία της χώρας και προσφέρει σταθερότητα στις αγορές, αν και δεν είναι χωρίς κόστος, καθώς τα δάνεια που το σχημάτισαν παραμένουν μέρος του υφιστάμενου δημόσιου χρέους.