Η επιστροφή στα μετρητά και η πληγή του μαύρου χρήματος

Στην Ελλάδα καλά κρατεί η παράδοση υποταγής στον πειρασμό της παραοικονομίας. Η αγορά κατοικίας με μετρητά και οι ελεύθεροι επαγγελματίες.

Έλεγχοι μαύρο χρήμα © 123rf.com

Έχουν γίνει προσπάθειες περιορισμού της φοροδιαφυγής και του μαύρου χρήματος; Αναμφισβήτητα, ναι. Όμως η παραοικονομία στην Ελλάδα αντιστέκεται σθεναρά. Σύμφωνα με τελευταία στοιχεία του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ), η παραοικονομία αγγίζει τα 45 δισ. ευρώ, δηλαδή το 18% του ΑΕΠ -ο ευρωπαϊκός μέσος όρος, για σύγκριση, είναι στο 13%. Κι αυτό παρά τα σημαντικά βήματα ελέγχου που έγιναν τα τελευταία χρόνια.

Ταυτόχρονα, καταγράφονται δύο ακόμη τάσεις. Η μία έχει να κάνει με την ανθεκτικότητα των συναλλαγών με μετρητά. Το ΚΕΠΕ εκτιμά ότι πάνω από 4 στα 10 ευρώ γίνονται με ρευστό. Η άλλη τάση σχετίζεται με το πλαστικό χρήμα. Ενώ ο αριθμός καρτών αυξάνει, οι συναλλαγές με αυτές μειώνεται. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα εκτιμά πως στη χώρα μας το 37% των συναλλαγών γίνεται με κάρτες και το 54% με μετρητά.

Ταυτόχρονα, στην αγορά κατοικίας τα μετρητά επίσης έχουν σημαντικό μερίδιο στις συναλλαγές. Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, το 64,5% της αξίας της μεταβιβαζόμενης κατοικίας γίνεται με τραπεζικά δάνεια, αλλά ένα διόλου ευκαταφρόνητο 35,5% του συνολικού ποσού καταβλήθηκε με μετρητά…

Την ίδια ώρα, οι μισοί ελεύθεροι επαγγελματίες δήλωσαν για το 2024 μηνιαίο εισόδημα 304 ευρώ. Οι άλλοι μισοί απέφυγαν τον σκόπελο του τεκμαρτού, με μέσο όρο εισοδήματος περί τα 14.500 ευρώ. Ακόμα κι έτσι όμως, οι μισθωτοί εμφανίζονται πιο…προνομιούχοι, καθώς το μέσο δηλωθέν εισόδημα είναι 17.668 ευρώ. Πώς γίνονται τα μαγικά αυτά; Έχει να κάνει με το ερώτημα, αν πολλοί ελεύθεροι επαγγελματίες επιλέγουν τη φοροδιαφυγή και τη συναλλαγή με μετρητά και γιατί;

Ο πειρασμός της παραοικονομίας και οι αιτίες για το μαύρο χρήμα

Η αλήθεια είναι πως οι κακές συνήθειες δύσκολα κόβονται και στη χώρα μας καλά κρατεί η παράδοση υποταγής στον πειρασμό της παραοικονομίας-αν και μόλις πριν από λίγα χρόνια η παραοικονομία εκτιμιόταν στο 30% του ΑΕΠ. Όμως το ερώτημα είναι άλλο. Παρά τα μέτρα που λαμβάνονται, παρά την αύξηση των φορολογικών εσόδων, γιατί οι αντιστάσεις το τελευταίο διάστημα μάλλον ενισχύονται;

Ας δούμε κάποιες από τις αιτίες. Παρά τη μείωση φόρων που έχουν γίνει -και το φορολογικό πακέτο ελάφρυνσης που ψηφίστηκε πρόσφατα στη Βουλή-, η κοινή γνώμη θεωρεί ότι η φορολογία παραμένει υψηλή και, κυρίως, η φορολογική νομοθεσία εξαιρετικά περίπλοκη, που μεταβάλλεται συνεχώς. Η απουσία δίκαιου και σταθερού φορολογικού συστήματος παραμένει μέχρι σήμερα μια ανοιχτή πληγή, που ωθεί πολλούς στις γκρίζες συναλλαγές.

Ένας συνδυασμός κουλτούρας ανοχής αλλά και αναγκαστικών επιλογών ωθεί σε «πάρε-δώσε» χωρίς απόδειξη. Είναι δύσκολο κάποιος να βρει στην αγορά έναν υδραυλικό ή έναν ηλεκτρολόγο για το σπίτι του. Όταν το πετύχει, η πληρωμή γίνεται με μετρητά, χωρίς απόδειξη. Είναι ο κανόνας, εάν θέλει να του ξανάρθει για επιδιόρθωση βλάβης… Αλλά φυσικά υπάρχει και η μεγάλη εικόνα: η ανοχή έχει να κάνει και με την κρίση εμπιστοσύνης στην ικανότητα του κράτους να ανταποδίδει τα φορολογικά έσοδα σε κρίσιμους κοινωνικούς τομείς, όπως η Υγεία και η Παιδεία.

Μαύρο χρήμα: Διπλά αρνητικό αποτέλεσμα

Το σύμπτωμα δεν είναι νέο, αλλά κατά γενική ομολογία αναζωπυρώνεται στις καθημερινές συναλλαγές. Το αποτέλεσμα είναι διπλά αρνητικό: και συναλλαγές με μαύρο χρήμα γίνονται και οι ανεκπλήρωτες υποχρεώσεις προς την Εφορία αυξάνονται. Ενδεικτικά, τον περασμένο Ιούλιο, τα συσσωρευμένα ληξιπρόθεσμα χρέη διαμορφώθηκαν στα 111,829 δισ. ευρώ, αυξημένα κατά 4,558 δισ. ευρώ σε σχέση με τον Ιούλιο του 2024. Να είναι άραγε αύξηση της τάσης για φοροδιαφυγή, μήπως πραγματικό οικονομικό στρίμωγμα ή ένας συνδυασμός των δύο, που προκαλεί ένα ιδιότυπο ρεύμα του τύπου «δεν πληρώνω»;

Όλα αυτά την ώρα που ένας στους τρεις απασχολούμενους στη χώρα μας είναι ελεύθερος επαγγελματίας. Πολλές, μικρές επιχειρήσεις δίνουν πλέον με δυσκολίες τη μάχη για την αναζήτηση κέρδους. Πλήρώνουν υψηλά ενοίκια, ακριβούς λογαριασμούς και επιλέγουν να αποφύγουν τους φόρους. Εκτιμάται ότι το 40% των συναλλαγών στα μαγαζιά γίνεται με μετρητά, κάτι που ευνοεί το ξέπλυμα χρήματος σε μικρή κλίμακα.

Τι μπορεί να γίνει

Στο ερώτημα τι μπορεί να γίνει, δεν αντιστοιχεί μονοσήμαντη απάντηση. Σίγουρα, οι ελεγκτικοί μηχανισμοί πρέπει να ενισχυθούν και να ψηφιοποιηθούν. Προφανώς, υπάρχει δρόμος ακόμη να αποκτήσουμε ένα σταθερό και δίκαιο φορολογικό σύστημα, παρά τις όποιες βελτιώσεις. Υπάρχει ένα μεγάλο ερώτημα αν τελικά προσφέρουν υπηρεσίες τα τεκμήρια και οι προκαταβολές φόρου -ιδιαίτερα άδικο μέτρο το θεωρούν πολλοί.

Όμως, το πιο δύσκολο στοίχημα είναι πώς θα ανακτηθεί η εμπιστοσύνη των πολιτών απέναντι στο κράτος. Κι εδώ τα πράγματα είναι σοβαρά. Σημαντικό μέρος των απασχολουμένων αντιμετωπίζει οικονομικά ζόρια. Τα νοικοκυριά είναι επιβαρυμένα με αυξημένα κόστη. Ένας θυμός και μια απογοήτευση καταγράφονται από τις έρευνες της κοινής γνώμης. Μια γενικευμένη κρίση εμπιστοσύνης στους θεσμούς.

Είναι χρέος της Πολιτείας να αναλάβει πρωτοβουλίες για την υπέρβαση του χάσματος. Είναι δική της ευθύνη να πείσει ότι η φοροδιαφυγή είναι πρόβλημα για όλες και όλους, δίνοντας παράλληλα απτά δείγματα γραφής για ανταπόδοση σε κοινωνικούς τομείς και επενδύσεις. Παραμένει συνεπώς αδήριτη η ανάγκη ενός «ολιστικού προγράμματος» -φράση που είναι της μόδας εσχάτως. Ενός συνδυασμού μέτρων και πρωτοβουλιών για να μη χαθεί ό,τι κατακτήθηκε τα τελευταία χρόνια στην αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής.