Σε οριακό σημείο η κτηνοτροφία, έρχονται νέες αυξήσεις σε φέτα και πρόβειο γιαούρτι

Η ευλογιά των αιγοπροβάτων αδειάζει τις κτηνοτροφικές μονάδες, μηδενίζει τις αποδόσεις για τους παραγωγούς και φέρνει ανατιμήσεις στη φέτα

Φέτα © EUROKINISSI/ΣΤΕΛΙΟΣ ΜΙΣΙΝΑΣ

Η αιγοπροβατοτροφία στη Θεσσαλία, καθώς και σε αρκετές ακόμα περιοχές της χώρας, βρίσκεται αντιμέτωπη με μία από τις πιο σύνθετες κρίσεις των τελευταίων ετών. Από τη μία πλευρά, επιστημονικό άρθρο καταγράφει αποδόσεις κεφαλαίου που αγγίζουν το μηδέν, αποκαλύπτοντας έναν κλάδο που -παρά την οικονομική και κοινωνική του σημασία- δεν καταφέρνει να φέρει οικονομικό αντιστάθμισμα για τους παραγωγούς, παρά τις επενδύσεις που απαιτεί.

Από την άλλη, η εξάπλωση της ευλογιάς στα αιγοπρόβατα έχει προκαλέσει αναταραχή στην αγορά γαλακτοκομικών, δημιουργώντας ελλείψεις σε πρόβειο γάλα και οδηγώντας σε ανατιμήσεις που ήδη ξεκίνησαν να γίνονται αισθητές στην αγορά της φέτας και του πρόβειου γιαουρτιού. Ο συνδυασμός αυτών των παραγόντων φέρνει τον κλάδο σε σημείο καμπής και δημιουργεί ανησυχία για το μέλλον μιας από τις πιο εξαγωγικές ελληνικές παραγωγές. Η κατάσταση που δημιούργησε η ευλογιά των αιγοπροβάτων φαίνεται να αλλάζει το περιβάλλον για όσους κτηνοτρόφους δεν πληγούν από τη ζωονόσο. Κι αυτό γιατί η μέση τιμή παραγωγού στο πρόβειο γάλα αναμένεται ότι θα αγγίξει φέτος τα 1,60 ευρώ. Γεγονός που, σε συνδυασμό με την πτώση τιμών στις ζωοτροφές, αναμένεται ότι θα βελτιώσει την εικόνα και τις αποδόσεις αρκετών κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων, όπως έλεγαν άνθρωποι με γνώση του θέματος στο powergame.gr.

Σύμφωνα, πάντως, με το άρθρο που δημοσιεύτηκε στην Hellenic Veterinary Medical Society, η απόδοση κεφαλαίου στις εκμεταλλεύσεις της Λάρισας παραμένει εξαιρετικά χαμηλή. Τα στοιχεία που προέρχονται από 162 αγροκτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις είναι ενδεικτικά. Συγκεκριμένα, στις μικρομεσαίες μονάδες το ποσοστό απόδοσης φθάνει μόλις το 0,05%, ενώ ακόμη και στις μεγαλύτερες, που διαθέτουν υψηλότερο επίπεδο οργάνωσης και μεγαλύτερη παραγωγική βάση, η απόδοση δεν υπερβαίνει το 0,14%. Τα στοιχεία καταδεικνύουν έναν κλάδο που λειτουργεί περισσότερο για την επιβίωση των παραγωγών, παρά ως δραστηριότητα με πραγματική προοπτική κερδοφορίας. Το άρθρο υπογράφουν οι ερευνητές Ιωάννης Καϊμακάμης, Βασίλης Ντότας, Δημήτρης Γκουρδούβελης, Λάμπρος Χατζηζήσης και Μαρία Κοΐδου. Οι ερευνητές εξηγούν ότι:

  1. η γήρανση του κτηνοτροφικού πληθυσμού,
  2. η περιορισμένη εκπαίδευση,
  3. η εξάρτηση από χειρωνακτική εργασία και
  4. η διστακτική υιοθέτηση τεχνολογικών εργαλείων, αποτελούν σταθερά εμπόδια στην ενίσχυση της παραγωγικότητας.

Με βάση τα παραπάνω, τίθεται το ερώτημα αν ένας κλάδος με τόσο μικρή απόδοση μπορεί να παραμείνει βιώσιμος στο μέλλον.

Ποια είναι η εικόνα ανά είδος κτηνοτροφικής εκμετάλλευσης

Η τυπολογία των εκμεταλλεύσεων στη Λάρισα αποτυπώνεται σε τρεις βασικές κατηγορίες. Συγκεκριμένα:

  1. Οι «διευρυμένου τύπου» μονάδες, που αποτελούν το 38% του δείγματος, συνδυάζουν την κτηνοτροφία με άλλες οικονομικές δραστηριότητες και λειτουργούν με μεσαίο -από πλευράς πληθυσμού- ζωικό κεφάλαιο, αξιοποιώντας συχνά κοινόχρηστους βοσκότοπους. Το καθαρό κέρδος ανά θηλυκό ζώο σε αυτήν την κατηγορία δεν ξεπερνά τα 10,92 ευρώ.
  2. Οι μεγάλες εκμεταλλεύσεις, που αντιστοιχούν μόλις στο 1,85% του συνόλου, διαθέτουν πάνω από 1.000 ζώα, υψηλή γαλακτοπαραγωγή και καλλιεργούν σε μεγάλη κλίμακα ζωοτροφές. Ωστόσο, και εδώ το καθαρό κέρδος φτάνει τα 20,61 ευρώ ανά ζώο, χωρίς η επένδυση κεφαλαίου να αποδίδει ουσιαστικά.
  3. Οι εξειδικευμένες κτηνοτροφικές μονάδες, που αντιπροσωπεύουν το 59,88% των εκμεταλλεύσεων, αποτελούν τον κορμό του κλάδου και βασίζουν σχεδόν αποκλειστικά το εισόδημά τους στην αιγοπροβατοτροφία. Παρά την αφοσίωση και την εντατική εργασία, το κέρδος των 20,97 ευρώ ανά ζώο αφήνει μικρά περιθώρια πραγματικής ανάπτυξης.

Το χτύπημα της ευλογιάς των αιγοπροβάτων

Την ίδια στιγμή, ο κλάδος βρίσκεται στη δίνη μιας κρίσης, που δεν σχετίζεται μόνο με τα οικονομικά δεδομένα, αλλά και με τη δημόσια υγεία των κοπαδιών. Η εξάπλωση της ευλογιάς στα αιγοπρόβατα, που πλήττει τη χώρα εδώ και περίπου 1,5 χρόνο, έχει οδηγήσει στη θανάτωση περίπου 400.000 ζώων, εκ των οποίων τα μισά ήταν γαλακτοπαραγωγής.

Η απώλεια αυτού του ζωικού κεφαλαίου συνεπάγεται ότι περίπου 70.000 τόνοι πρόβειου γάλακτος λείπουν πλέον από το παραγωγικό σύστημα. Η έλλειψη αυτή έχει αρχίσει να γίνεται εμφανής στην αγορά, προκαλώντας αλυσιδωτές επιπτώσεις σε επίπεδο παραγωγής, εξαγωγών και τιμών.

Η μείωση της πρώτης ύλης αναμένεται να οδηγήσει σε υποχώρηση της παραγωγής φέτας κατά περίπου 20.000 τόνους, με τη χώρα να βρίσκεται αντιμέτωπη με σημαντικό κενό, δεδομένου ότι η Ελλάδα εξάγει ετησίως περίπου 90.000 τόνους φέτας, ενώ 40.000 τόνοι διατίθενται στην εγχώρια αγορά. Με τη φετινή παραγωγή να εμφανίζεται μειωμένη, στελέχη της εφοδιαστικής αλυσίδας προεξοφλούν αυξήσεις τιμών τόσο στη χονδρική όσο και τη λιανική.

Η μέση τιμή παραγωγού για το πρόβειο γάλα εκτιμάται ότι θα κινηθεί κοντά στα 1,60 ευρώ το κιλό, επίπεδο ικανοποιητικό για τους παραγωγούς, ιδίως καθώς το κόστος των ζωοτροφών παραμένει χαμηλότερο σε σχέση με την προηγούμενη διετία. Ωστόσο, η αύξηση του κόστους της πρώτης ύλης αναμένεται να περάσει σταδιακά στα τελικά προϊόντα.

Προ των πυλών ανατιμήσεις

Παράγοντες της αγοράς εκτιμούν ότι η τιμή χονδρικής της φέτας θα αυξηθεί κατά περίπου 0,50 ευρώ το κιλό, γεγονός που μεταφράζεται σε ανατίμηση έως και 1 ευρώ στο ράφι των σούπερ μάρκετ από τις αρχές του 2026. Η τάση αυτή αναμένεται να ενταθεί όσο οι βιομηχανίες αναπροσαρμόζουν τα συμβόλαια με τους παραγωγούς και αναζητούν ποσότητες γάλακτος σ’ ένα περιβάλλον περιορισμένης προσφοράς.

Η εικόνα που διαμορφώνεται είναι εκείνη ενός κλάδου που, παρά τον καίριο ρόλο του στην αγροδιατροφή και την εξαγωγική δύναμη της χώρας, βρίσκεται αντιμέτωπος με πολλαπλές πιέσεις. Η χαμηλή απόδοση κεφαλαίου, η ζωονόσος που συρρικνώνει την παραγωγική βάση, η γήρανση της παραγωγικής βάσης, καθώς και η περιορισμένη υιοθέτηση τεχνολογίας, συνθέτουν ένα περιβάλλον που απαιτεί άμεσες παρεμβάσεις.