Η ελληνική οικονομία, με βάση τα ακραία σενάρια που αποτυπώνονται στον προϋπολογισμό του 2026, εμφανίζεται να βαδίζει πάνω σε ένα τεντωμένο σχοινί. Από τη μία πλευρά υπάρχουν οι αισιόδοξες προβλέψεις για την ανάπτυξη, τις επενδύσεις και τα κρατικά έσοδα, από την άλλη όμως «παραμονεύουν» εξωτερικοί και εσωτερικοί κίνδυνοι που μπορούν να ανατρέψουν τα σχέδια.
Το ειδικό κεφάλαιο του προϋπολογισμού που αναλύει τα ρίσκα δίνει μια εικόνα για το πώς η Ελλάδα μπορεί να επηρεαστεί από τις διεθνείς εξελίξεις, τις συναλλαγματικές διακυμάνσεις, τα επιτόκια και τις τιμές ενέργειας.
Σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση, η μεγαλύτερη απειλή για το ελληνικό οικονομικό περιβάλλον προέρχεται από τις διεθνείς εμπορικές σχέσεις. Αν και η συμφωνία ΕΕ–ΗΠΑ για τους δασμούς έχει μειώσει τον κίνδυνο, παραμένουν ωστόσο ανοιχτά ζητήματα με τις εμπορικές διαπραγματεύσεις ΗΠΑ–Κίνας και τις αλλαγές στην ισοτιμία ευρώ/δολαρίου. Αυτές οι εξελίξεις μπορεί να επηρεάσουν τις ελληνικές εξαγωγές, αν και οι πωλήσεις μας προς τις ΗΠΑ είναι σχετικά μικρές.
Παράλληλα, οι γεωπολιτικές εξελίξεις σε Ουκρανία και Μέση Ανατολή μπορούν να αυξήσουν τις τιμές της ενέργειας εντείνοντας έτσι την αβεβαιότητα ενώ η διακύμανση του πληθωρισμού και οι αποφάσεις νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ αποτελούν πρόσθετους παράγοντες που μπορούν να επηρεάσουν την ιδιωτική κατανάλωση και τις επενδύσεις.
Η ανάλυση ευαισθησίας στον προϋπολογισμού του 2026 βασίζεται σε τρία υποθετικά σενάρια, τα οποία προσομοιώθηκαν με το Oxford Economic Model, για να εκτιμηθούν οι αποκλίσεις από το βασικό σχέδιο.
Συγκεκριμένα:
1. Ανατίμηση του ευρώ κατά 10% έναντι του δολαρίου
Το σενάριο της ανατίμησης κατά 10% του ευρώ έναντι του δολαρίου οδηγεί σε μείωση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 0,3% σε σχέση με το βασικό σενάριο, ήτοι σε πραγματικό ρυθμό μεγέθυνσης ίσο με 2,0%, ως αποτέλεσμα της αρνητικής του επίδρασης στο εμπορικό ισοζύγιο, η οποία προκύπτει τόσο μέσω χαμηλότερων εξαγωγών όσο και μέσω υψηλότερων εισαγωγών. Η απόκλιση από το βασικό σενάριο είναι μεγαλύτερη για το ονομαστικό ΑΕΠ, το οποίο είναι κατά 1,1% μικρότερο σε σχέση με το βασικό σενάριο, λόγω της ισχυρής αντιπληθωριστικής επίδρασης της ανατίμησης του νομίσματος.
Στο σενάριο αυτό η μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας οδηγεί σε επιβάρυνση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών κατά περίπου 0,5 ποσοστιαίες μονάδες, ενώ η αρνητική απόκλιση του ονομαστικού ΑΕΠ συνεπάγεται επιβάρυνση του δημοσιονομικού ισοζυγίου κατά 0,3 ποσοστιαίες μονάδες λόγω της αρνητικής επίδρασης στο σκέλος των εσόδων. Το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης αυξάνεται κατά 1,8 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το βασικό σενάριο, ως αποτέλεσμα του χαμηλότερου δημοσιονομικού ισοζυγίου και κυρίως της χαμηλότερης αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ.
2. Αύξηση του βασικού επιτοκίου της ΕΚΤ κατά 100 μονάδες βάσης
Το σενάριο της αύξησης του βασικού επιτοκίου της ΕΚΤ κατά 100 μονάδες βάσης ασκεί πολύ μικρή επίδραση στα μεγέθη του εξωτερικού τομέα, με το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών να αποκλίνει ελάχιστα σε σχέση με το βασικό σενάριο. Ωστόσο, οδηγεί σε χαμηλότερο πραγματικό ΑΕΠ κατά 0,2% κυρίως μέσω της αρνητικής επίδρασης στην ιδιωτική κατανάλωση, σε αντίθεση με το πρώτο σενάριο όπου η κατανάλωση είναι υψηλότερη λόγω της μείωσης των τιμών των εισαγωγών.
Η επίδραση στο επίπεδο των τιμών είναι αντιπληθωριστική, αλλά σε μικρότερο βαθμό σε σχέση με το πρώτο σενάριο, με αποτέλεσμα να περιορίζεται η αρνητική απόκλιση σε όρους του ονομαστικού ΑΕΠ.
Ως αποτέλεσμα, το δημοσιονομικό ισοζύγιο είναι χαμηλότερο κατά 0,2% σε σχέση με το βασικό σενάριο, ενώ μικρότερη είναι η αρνητική επίδραση στο πρωτογενές δημοσιονομικό αποτέλεσμα, καθώς προκύπτει και μία μικρή αύξηση στις δαπάνες για τόκους. Το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης αυξάνεται σε σχέση με το βασικό σενάριο, αλλά σε μικρότερο βαθμό σε σχέση με το σενάριο της ανατίμησης του νομίσματος, με την αύξηση να περιορίζεται στις 0,8 ποσοστιαίες μονάδες.
3. Αύξηση της διεθνούς τιμής του πετρελαίου κατά 40 δολάρια ανά βαρέλι
Στο τρίτο υποθετικό σενάριο η τιμή του πετρελαίου διαμορφώνεται σε επίπεδα άνω των 100 δολαρίων ανά βαρέλι, οδηγώντας σε μία σημαντική μείωση της ιδιωτικής κατανάλωσης (κατά 0,7% σε σχέση με το βασικό σενάριο) καθώς και σε μία μείωση των επενδύσεων (κατά 0,9% σε σχέση με το βασικό σενάριο).
Σε πραγματικούς όρους οι εισαγωγές μειώνονται, καθ’ όσον η αρνητική επίδραση της αύξησης της τιμής του πετρελαίου στην εγχώρια ζήτηση υπερισχύει της επίδρασης στην αξία των εισαγωγών. Σε ονομαστικούς όρους οι εισαγωγές αυξάνονται κατά 7,4% περίπου σε σχέση με το βασικό σενάριο, αλλά η αύξηση των εξαγωγών είναι αντίστοιχα υψηλή, με αποτέλεσμα το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών να επιδεινώνεται μόνο κατά 0,2 ποσοστιαίες μονάδες.
Ταυτόχρονα, η μεγάλη αύξηση της τιμής του πετρελαίου οδηγεί σε ισχυρότατες πληθωριστικές πιέσεις, με τον δείκτη τιμών καταναλωτή να αυξάνεται κατά 4,7% έναντι 2,2% στο βασικό σενάριο. Ως αποτέλεσμα, αν και η αρνητική επίδραση στο πραγματικό ΑΕΠ είναι μεγαλύτερη σε σχέση με τα δύο πρώτα σενάρια, το ονομαστικό ΑΕΠ αυξάνεται ταχύτερα σε σχέση με το βασικό σενάριο λόγω του πληθωρισμού.
Η ονομαστική μεγέθυνση οδηγεί σε μικρή βελτίωση του δημοσιονομικού ισοζυγίου, καθώς τα δημόσια έσοδα αυξάνονται κατά 1,4% έναντι της αύξησης κατά 1,0% των δημόσιων δαπανών, ενώ συνεπάγεται και χαμηλότερο χρέος της Γενικής Κυβέρνησης κατά 1,4 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το βασικό σενάριο. Επισημαίνεται ότι ο προϋπολογισμός συντάχθηκε με πρόβλεψη για μέση τιμή πετρελαίου Brent στα 62,4 δολάρια το βαρέλι, χαμηλότερη από τα 68,9 δολάρια φέτος.