ΚΕΠΕ: Nέα έκδοση για τις ΜμΕ και τη μεταποίηση στην ελληνική οικονομία

Το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών εξέδωσε νέα μελέτη για τη μεταποίηση και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις

Μικρομεσαία επιχείρηση © 1235rf.com

«Ανάπτυξη οικονομετρικών υποδειγμάτων για τη συνεισφορά των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και της μεταποίησης στα βασικά μακροοικονομικά μεγέθη της ελληνικής οικονομίας» είναι ο τίτλος της νέας έκδοσης του ΚΕΠΕ (Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών) που εκδόθηκε υπό την επιστημονική επιμέλεια του επίκουρου καθηγητή του Παντείου Πανεπιστημίου Κώστα Πασσά.

Η μελέτη έχει βασιστεί σε ομότιτλο έργο, το οποίο ανέλαβε να υλοποιήσει το Κέντρο Προγραμματισμού και Ερευνών για λογαριασμό της Γενικής Γραμματείας Βιομηχανίας του υπουργείου Ανάπτυξης, στο πλαίσιο της Συγχρηματοδοτούμενης Πράξης «Προσαρμογή του Εθνικού Παρατηρητηρίου για τις ΜμΕ στις ανάγκες της νέας Αναπτυξιακής/Βιομηχανικής Πολιτικής 2020-2030 και της πολιτικής για τις ΜμΕ – Ανάπτυξη υπηρεσιών και εργαλείων παρακολούθησης και πληροφόρησης» του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ανταγωνιστικότητα-Επιχειρηματικότητα-Καινοτομία» (ΕΠΑνΕΚ) του ΕΣΠΑ 2014-2020.

Επιδόσεις και μακροοικονομικό περιβάλλον

Ο συλλογικός τόμος περιλαμβάνει τρεις διακριτές συμβολές. Στην πρώτη ενότητα διερευνούνται οι διασυνδέσεις που καταγράφονται μεταξύ παραγωγικής επίδοσης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και του μακροοικονομικού περιβάλλοντος. Κάνοντας χρήση οικονομετρικών μεθόδων καταλήγουν σε δύο κύρια συμπεράσματα. Πρώτον, ότι η ανεργία επηρεάζει αρνητικά την παραγωγικότητα της εργασίας, με τις πολύ μικρές επιχειρήσεις να επηρεάζονται εντονότερα. Δεύτερον, ότι η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας στις μεγάλες επιχειρήσεις δεν έχει σημαντική επιρροή στην άμβλυνση της οικονομικής ανισότητας.

Στη δεύτερη ενότητα διαμορφώνεται ένα μακροοικονομικό υπόδειγμα το οποίο βασίζεται στο Area Wide Model των Fagan, Henry and Mestre (2001, 2005). Το κύριο εμπειρικό αποτέλεσμα αυτού του υποδείγματος φανερώνει ότι η μακροχρόνια ισορροπία του μακροοικονομικού συστήματος της ελληνικής οικονομίας εξαρτάται καθοριστικά από τα αποτελέσματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και στο δημοσιονομικό ισοζύγιο.

Ειδικότερα, η ανάλυση που παρουσιάζει δείχνει ότι, λόγω των δομικών χαρακτηριστικών της ελληνικής οικονομίας, και συγκεκριμένα της μεγάλης εξάρτησης από τις εισαγωγές κεφαλαιουχικών αγαθών, οι φάσεις ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας οδηγούν σε χειροτέρευση του εμπορικού ελλείμματος και συνεπώς και του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών.

Διασυνδέσεις του μεταποιητικού τομέα

Στη τρίτη ενότητα μελετώνται οι διακλαδικές διασυνδέσεις του μεταποιητικού τομέα με τους υπόλοιπους τομείς. Ειδικότερα, κάνοντας χρήση της ανάλυσης εισροών- εκροών, και συγκεκριμένα μιας διευρυμένης εκδοχής της μεθόδου των Dietzenbacher και van der Linden, διερευνούν τον βαθμό ενσωμάτωσης της μεταποίησης εντός του ιστού της ελληνικής οικονομίας.

Τα κυριότερα συμπεράσματα που εξάγουν είναι τα ακόλουθα: Πρώτον, ο τομέας της μεταποίησης εμφανίζει δυσανάλογα χαμηλές πωλήσεις εισροών προς τους υπόλοιπους κλάδους, με το μεγαλύτερο μέρος των πωλήσεων εισροών της μεταποίησης να κατευθύνεται προς τις υπηρεσίες. Δεύτερον, ο τομέας της μεταποίησης εμφανίζει υψηλές αγορές εισροών από τους άλλους κλάδους. Ως αποτέλεσμα μια μεταβολή των τιμών επιδρά σχετικά περισσότερο στον τομέα της μεταποίησης, με τις μεταβολές των προϊόντων του πρωτογενή τομέα να έχουν μεγαλύτερη επίδραση από τις μεταβολές των τιμών των προϊόντων του δευτερογενή τομέα.

Προκύπτει επίσης ότι η ελληνική οικονομία συγκριτικά δεν αγοράζει προϊόντα του εγχώριου μεταποιητικού τομέα, ενώ αντίθετα ο τομέας της μεταποίησης έχει μεγαλύτερη σημασία για την ελληνική οικονομία ως αγοραστής εισροών.