Χαμηλοί μισθοί και παραγωγικότητα φρενάρουν την οικονομία

Σημαντικό ρόλο στους χαμηλούς μισθούς, που βυθίζουν την ελληνική οικονομία, διαδραματίζει η χαμηλή παραγωγικότητα

Οι σημαίες της ΕΕ και της Ελλάδας με φόντο την Ακρόπολη © Eurokinissi

Αν και οι αυξήσεις του κατώτατου αλλά και του μέσου μισθού στην Ελλάδα ήταν σημαντικές τα τελευταία δύο χρόνια, εντούτοις πολύ μικρή βελτίωση είδαν τα νοικοκυριά και οι εργαζόμενοι. Και αυτό συμβαίνει επειδή ο πληθωρισμός αλλά και οι «κρυφές» μειώσεις εισοδήματος, όπως και το αυξημένο κόστος ζωής σε συγκεκριμένες κατηγορίες αγαθών, εξανεμίζουν τις όποιες αυξήσεις.

Σημαντικό, επίσης, ρόλο στους χαμηλούς μισθούς, που βυθίζουν την ελληνική οικονομία, διαδραματίζει η χαμηλή παραγωγικότητα. Όπως ανέφερε πρόσφατα ο πρόεδρος του ΣΕΒ, Σπύρος Θεοδωρόπουλος, δεν είναι τα προϊόντα ακριβά, αλλά οι μισθοί. «Στην πραγματικότητα», όπως είπε χαρακτηριστικά o πρόεδρος του ΣΕΒ, «δεν είναι ότι είναι ακριβά τα προϊόντα, αλλά ότι είναι ακριβοί οι μισθοί. Και για ν’ αυξηθούν οι μισθοί πρέπει να βελτιωθεί η παραγωγικότητα».

Με άλλα λόγια, οι θέσεις εργασίας που έχουμε στην Ελλάδα δημιουργούν χαμηλής αξίας αγαθά και υπηρεσίες, οι οποίες δεν επιτρέπουν μεγάλες αυξήσεις στις αμοιβές. Δεν συμβαίνει το ίδιο σε οικονομίες υψηλής παραγωγικότητας. Εκεί κατά κανόνα οι αυξήσεις μισθών οδηγούν σε αύξηση της αγοραστικής δύναμης, του εθνικού και κατά συνέπεια του οικογενειακού εισοδήματος, χωρίς αύξηση του πληθωρισμού.

Αυτό συνέβη κατά κόρον στις 10 νέες χώρες της διεύρυνσης της Ε.Ε., οι οποίες από το 2004, που εντάχθηκαν στην Ε.Ε., σήμερα ξεπερνούν σημαντικά την Ελλάδα σε κατά κεφαλήν εισόδημα, σε αγοραστική δύναμη, αλλά και ρυθμούς ανάπτυξης. Η Ρουμανία, για παράδειγμα, από το 2013, που το κατά κεφαλήν ΑΕΠ βρισκόταν στο 54% του μέσου όρου της Ε.Ε., το 2024 βρέθηκε στο 80%. Η χώρα μας, από το 71% που ήταν το 2013, πέρυσι βρέθηκε στο 69%. Αντίστοιχα ισχύουν για την Πολωνία, την Εσθονία, την Μάλτα και άλλες χώρες.

Αλλά και σε ονομαστικές τιμές το μέσο εισόδημα στη χώρα μας βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις. Με βάση τον ΟΟΣΑ, σύμφωνα με δημοσίευμα του Euronews, στην Ελλάδα η μέση μηνιαία αμοιβή το 2023 ήταν στα 1.418 ευρώ και αντιστοιχούσε σε λιγότερο από 50% του μέσου εισοδήματος της Ε.Ε.

Σύμφωνα με το Κέντρο Προγραμματισμού & Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) στην Ελλάδα το 2023 κάθε εργαζόμενος προσέθετε σε κάθε ώρα εργασίας περίπου 20 ευρώ αξίας, όταν ο μέσος όρος στην Ε.Ε.-27 ήταν 40 ευρώ και στην Ευρωζώνη ξεπερνούσε τα 45 ευρώ. Έχουμε επομένως τη μισή παραγωγικότητα της Ε.Ε. και περίπου το 45% της Ευρωζώνης.

Σύμφωνα με τη Eurostat, η πραγματική παραγωγικότητα στην Ελλάδα το 2025 (α’ τρίμηνο) έχει αυξηθεί σημαντικά σε σχέση με το 2020 κατά 9,0%. Ωστόσο, υπολείπεται εκείνης που είχε η χώρα το 2015 (-2,2%) και φυσικά υπολείπεται σε σχέση με το 2010 (-16,4%). Σημειώνεται ότι η υποχώρηση της παραγωγικότητας που καταγράφεται κατά την περίοδο 2010-2025 στη χώρα μας είναι η μεγαλύτερη της Ε.Ε. Και φυσικά έχει σημασία να δει κάποιος τη βάση εκκίνησης της παραγωγικότητας, γιατί και το Λουξεμβούργο καταγράφει μείωση της παραγωγικότητας, αλλά εκεί κάθε εργαζόμενος παράγει 50 ευρώ αξίας ανά ώρα.

Ο δεύτερος παράγοντας που εξανεμίζει αυξήσεις και εισοδήματα είναι ο πληθωρισμός. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι από το 2023 έως και το 2025 ο κατώτατος μισθός αυξήθηκε περίπου 13% (+6,41% το 2024 και +6% το 2025), με τις μηνιαίες μεικτές αποδοχές να ανέρχονται από 756 ευρώ που ήταν το 2023, σε 880 ευρώ το 2025.

Η πραγματική αύξηση, ωστόσο, που έφτασε στους δικαιούχους του κατώτατου μισθού ήταν μόλις 43ευρώ(+ 6%). Οι καθαρές αμοιβές, δηλαδή οι μεικτές αμοιβές μείον τις εισφορές και τον πληθωρισμό, ανήλθαν από 663 ευρώ που ήταν το 2023 σε 706,8 ευρώ το 2025.

Από την άλλη πλευρά, ο μέσος μισθός, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, όχι μόνον δεν αυξήθηκε, αλλά φαίνεται να σημείωσε και οριακή υποχώρηση το 2024 έναντι του 2023. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει ο διακυβερνητικός οργανισμός, το 2024 υπήρξε ονομαστική αύξηση μισθού κατά 4,7% (OECD: Taxing Wages 2025, 30.04.2025), αλλά η πραγματική μεταβολή ήταν οριακά αρνητική (-0,9%).

Ο πληθωρισμός και η αύξηση της φορολογίας εξανέμισαν την οποιαδήποτε ονομαστική αύξηση που σημειώθηκε ονομαστικά μεταξύ 2023 και 2024. Το μέσο μεικτό εισόδημα του απασχολούμενου στην Ελλάδα το 2024 ήταν 25.198 ευρώ, από 24.059 ευρώ που ήταν το 2023. Ωστόσο, ο πληθωρισμός (+3,0%) και η αύξηση της φορολογίας λόγω διεύρυνσης του ονομαστικού εισοδήματος (+2,6%) εξανέμισαν ολοσχερώς αυτήν την ονομαστική αύξηση κατά 1.139 ευρώ.

Η Ελλάδα ήταν μία από τις δέκα χώρες του ΟΟΣΑ που οι εργαζόμενοί της είδαν πέρυσι πραγματικές μειώσεις εισοδήματος. Οι άλλες χώρες ήταν η Ιταλία (-4,8%), το Μεξικό (-4,0%), η Εσθονία (-2,2%), η Τσεχία (-1,1%), η Γαλλία (-1,0%), η Κορέα (-0,9%), το Βέλγιο (-0,7%), η Αυστραλία (-0,6%) και η Ισπανία (-0,3%). Αντίθετα, στις 28 χώρες υπόλοιπες χώρες του ΟΟΣΑ σημειώθηκε αύξηση του πραγματικού εισοδήματος. Η μεγαλύτερη αύξηση πραγματικού εισοδήματος σημειώθηκε στην Πορτογαλία (+12,7%) και ακολούθησαν η Τουρκία (+11,6%), το Ην. Βασίλειο (+10,2%) και η Ουγγαρία (+8,9%).

Η μεγάλη απώλεια πραγματικού εισοδήματος αναμφίβολα συντελέστηκε στην οικονομική κρίση 2010-2019. Μάλιστα, το 2019 το μέσο ετήσιο πραγματικό εισόδημα σε όρους αγοραστικής δύναμης στην Ελλάδα έφτασε ν ’αντιστοιχεί στο 66% του μέσου ευρωπαϊκού. Έκτοτε ανήλθε στο 70%, αλλά παραμένει στην 26η θέση μεταξύ 27 χωρών μελών της Ε.Ε. Μόνον η Βουλγαρία έχει χαμηλότερο μέσο ετήσιο εισόδημα από την Ελλάδα.

Σημειώνεται ότι το 2022, με βάση το μέσο ετήσιο εισόδημα η Ελλάδα ήταν στην 25η θέση της Ε.Ε., αλλά το 2023,σύμφωνα με τη Eurostat, μας ξεπέρασε η Λετονία και βρεθήκαμε στην 26η.

Ο τρίτος παράγοντας που εξανεμίζει τα εισοδήματα στην Ελλάδα είναι φυσικά η ακρίβεια και ειδικά η ακρίβεια σε αγαθά και υπηρεσίες ευρείας ζήτησης, όπως είναι τα τρόφιμα, η στέγαση, τα καύσιμα κ.λπ. Πρόκειται για αγαθά και υπηρεσίες που είναι απαραίτητα για τα χαμηλά εισοδήματα και τα οποία δαπανούν μεγάλο μέρος του ετήσιου/μηνιαίου εισοδήματός τους για να τα καλύψουν.

Έτσι, είναι πολύ διαφορετικό σε μια χώρα πολύ χαμηλών εισοδημάτων, όπως είναι η Ελλάδα, να αυξάνει το κόστος στέγασης, απ’ ό,τι όταν αυξάνει το κόστος άλλων υπηρεσιών, που είναι λιγότερο ζωτικές για τη διαβίωση, όπως π.χ. είναι τα ταξίδια και τα αεροπορικά εισιτήρια.