Νέα έξαρση παρουσιάζει το τελευταίο δεκαπενθήμερο η ευλογιά των αιγοπροβάτων, γεγονός το οποίο οφείλεται σε ελλιπή μέτρα ασφάλειας κατά το χρονικό διάστημα που προηγήθηκε. Σύμφωνα με στοιχεία που επικαλείται ο Γιάννης Καϊμακάμης, γεωπόνος και διδάκτωρ Γεωπονίας, από 1 έως και 13 Ιουνίου του 2025 έχουν δηλωθεί 56 νέες ή επικαιροποιημένες εστίες στη χώρα. Η έλλειψη σχεδίου δράσης, αλλά και η αδυναμία διαχωρισμού των μολυσμένων από τα εμβολιασμένα ζώα, θα μπορούσαν να έχουν πολλαπλές επιπτώσεις το επόμενο χρονικό διάστημα, που μία εκ των βασικότερων θα ήταν ο πιθανός εμπορικός αποκλεισμός της χώρας μας από τις διεθνείς αγορές.
Προσθέτει, πάντως, ότι η εικόνα είναι σοβαρή, αλλά παραμένει διαχειρίσιμη και δεν δικαιολογεί τη μετάβαση σε σενάρια που όχι μόνο δεν είναι τεχνικά ώριμα, αλλά δεν στηρίζονται από καμία νομική τεκμηρίωση.
Ο ίδιος αναφέρει ότι η Ελλάδα θα έπρεπε να έχει καταθέσει σχέδιο έκτακτης ανάγκης στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, δεδομένου ότι πρόκειται για ζωονόσο που κατατάσσεται στην κατηγορία Α’, γεγονός που την καθιστά υποχρεωτικά δηλούμενη. «Με βάση τη νομοθεσία δεν μπορούμε να κινηθούμε αυτήν τη στιγμή, πραγματοποιώντας μαζικό εμβολιασμό, ενώ η όποια συζήτηση για εμβολιασμό είναι ατεκμηρίωτη θεσμικά, νομικά, αλλά και εμπορικά. Στην τελευταία περίπτωση, μάλιστα, υπάρχει μεγάλος κίνδυνος για τη χώρα μας. Ωστόσο, εάν είχε γίνει η κατάλληλη προεργασία σε ό,τι αφορά τη διαχείριση της ευλογιάς, θα μπορούσαμε να ανοίξουμε μία πόρτα για εμβολιασμό, η οποία ωστόσο ενέχει σημαντικό ρίσκο. Το να συζητάμε αυτήν τη στιγμή για εμβολιασμό δεν είναι ό,τι καλύτερο», ξεκαθαρίζει.
Διευκρινίζεται ότι, σύμφωνα με την ευρωπαϊκή νομοθεσία και τον Κανονισμό 2016/429, προβλέπεται ρητά ότι η εφαρμογή των εμβολιασμών σε νοσήματα κατηγορίας Α’, όπως η ευλογιά, προϋποθέτει εγκεκριμένο σχέδιο έκτακτης ανάγκης, το οποίο η Ελλάδα δεν διαθέτει.
Σε Θεσσαλία και Έβρο τα περισσότερα κρούσματα ευλογιάς σε αιγοπρόβατα
Το πρόβλημα αυτήν τη στιγμή εντοπίζεται στη Θεσσαλία και στον Έβρο, όπου το πρόβλημα της ασθένειας δεν είχε επιλυθεί αποτελεσματικά μετά τα κρούσματα που είχαν παρουσιαστεί στη διάρκεια του 2024. «Στη Θεσσαλία εντοπίστηκαν κρούσματα στον Πυργετό και θεωρώ ότι έχει γίνει μεγάλη διασπορά. Τα ζώα αφέθηκαν ελεύθερα στην ύπαιθρο, έπιναν νερό από κοινόχρηστες ποτίστρες, γεγονός που μας κάνει να πιστεύουμε ότι θα υπάρξει ζήτημα», συνεχίζει.
Επισημαίνει, ωστόσο, ότι η επίπτωση προς το παρόν είναι αμελητέα. Προσθέτει, όμως, ότι η νέα έξαρση αποτελεί καμπανάκι και η χώρα μας οφείλει να κινηθεί με ταχύτερο βηματισμό σε ζητήματα διαχείρισης ζωονόσων, προκειμένου να δημιουργηθούν τα σχέδια που απαιτούνται. «Χρειάζονται πλάνα δράσης για τις ζωονόσους και έως τώρα κάτι τέτοιο δεν έχει συμβεί από πλευράς του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων. Κατόπιν, εφόσον υλοποιηθεί ο σχεδιασμός, θα πρέπει να κατατεθούν τα σχέδια δράσης στην Κοινότητα και να λάβουν έγκριση. Άλλες χώρες έχουν ήδη κινηθεί προς αυτήν την κατεύθυνση», τονίζει.
Ανέφικτος ο διαχωρισμός μεταξύ μολυσμένων και εμβολιασμένων ζώων
«Επίσης, εάν προχωρήσουμε σε εμβολιασμό, αυτήν την ώρα δεν είναι εφικτός ο διαχωρισμός των ζώων που έχουν εμβολιαστεί και των ζώων που έχουν φυσικώς μολυνθεί, μέσω εργαστηριακού διαχωρισμού αντισωμάτων. Αυτό είναι το πιο βασικό σημείο που πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν μας. Η ευλογιά αυτήν τη στιγμή δεν συγκαταλέγεται στις ασθένειες που εφαρμόζεται η προσέγγιση (μέθοδος DIVA) βάσει της οποίας διαχωρίζονται τα εμβολιασμένα από τα φυσικώς μολυσμένα ζώα. Εάν έπρεπε να κάνουμε κάτι, θα μπορούσαμε να χτίσουμε το πρωτόκολλο για να πάμε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και να καταθέσουμε το σχέδιό μας μέσα από μία ολοκληρωμένη και συγκροτημένη προσπάθεια», αναφέρει ακόμη ο κύριος Καϊμακάμης.
Προσθέτει, μάλιστα, ότι η απουσία του προαναφερόμενου διαχωρισμού καθιστά προβληματική την επιτήρηση της ζωονόσου, παρεμποδίζει την επιστροφή των περιοχών σε ελεύθερο καθεστώς βοσκής και μπορεί να οδηγήσει σε μακροχρόνιο αποκλεισμό της χώρας από αγορές. Σύμφωνα με τον κ. Καϊμακάμη, χωρίς την προσέγγιση DIVA o εμβολιασμός μπορεί να προκαλέσει σύγχυση ως προς την επιδημιολογική εικόνα και να ανοίξει ο δρόμος σε μία εν δυνάμει ενδημική κατάσταση, που θα βλάψει ανεπανόρθωτα τη δομή, την αξιοπιστία και την προοπτική της ελληνικής κτηνοτροφίας.
«Είναι απαραίτητη η συνεργασία των υπουργείων Υγείας και Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, προκειμένου να συσταθεί ένα ώριμο σχέδιο. Στη συνέχεια η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει την ευθύνη να το εγκρίνει, πριν γίνει ο οποιοσδήποτε σχεδιασμός. Ωστόσο, δεν είναι απλό να δημιουργηθεί ένα τέτοιο σχέδιο, καθ’ ότι πρόκειται για κάτι αρκετά σύνθετο», καταλήγει.