Το χαλί για τιμαριθμοποίηση στρώνει η ΤτΕ

Στην έκθεσή της, η ΤτΕ προειδοποιεί ότι η φορολογική διάβρωση υπονομεύει τη δικαιοσύνη και τη βιωσιμότητα της φορολογικής πολιτικής

Γιάννης Στουρνάρας © Eurokinissi / Φρόσω Κανελλίδου

Τη συζήτηση για την τιμαριθμική προσαρμογή της φορολογικής κλίμακας ανοίγει η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ) μέσα από την ετήσια έκθεσή της, εστιάζοντας στο φαινόμενο της φορολογικής διάβρωσης, δηλαδή στην αθόρυβη αύξηση της επιβάρυνσης των φορολογουμένων λόγω πληθωρισμού, χωρίς αντίστοιχη ενίσχυση της αγοραστικής τους δύναμης.

Στην έκθεσή της, η ΤτΕ προειδοποιεί ότι η φορολογική διάβρωση υπονομεύει τη δικαιοσύνη και τη βιωσιμότητα της φορολογικής πολιτικής, καθώς οδηγεί σε αυξημένη φορολογία χωρίς ουσιαστική βελτίωση της φοροδοτικής ικανότητας, πλήττοντας κυρίως τα μεσαία και χαμηλά εισοδήματα. Η στρέβλωση γίνεται ιδιαίτερα εμφανής όταν οι αμοιβές αυξάνονται ονομαστικά, λόγω πληθωρισμού ή συλλογικών διαπραγματεύσεων, χωρίς να ακολουθούν ανάλογες διορθώσεις στα φορολογικά όρια.

Στην ειδική μελέτη για την περίοδο 2019–2023, η Τράπεζα της Ελλάδος διαπιστώνει ότι η αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης δεν ήταν αποτέλεσμα αλλαγής νομοθεσίας, αλλά της μη προσαρμογής των φορολογικών κλιμακίων στον πληθωρισμό. Χαρακτηριστικά, η ελαστικότητα του φόρου εισοδήματος – δηλαδή το πόσο αυξάνονται τα έσοδα για κάθε 1% αύξηση εισοδήματος – ενισχύθηκε από 1,8 το 2019 σε 2,0 το 2023.

Σύμφωνα με την έκθεση, το 70% της φορολογικής διάβρωσης το 2023 προήλθε από τη μετακίνηση φορολογουμένων σε υψηλότερα φορολογικά κλιμάκια, έναντι μόλις 20% το 2019. Η μετατόπιση αυτή αφορά κυρίως εργαζόμενους που, αν και παραμένουν στο ίδιο επίπεδο αγοραστικής δύναμης, εμφανίζονται εισοδηματικά «πλουσιότεροι» και φορολογούνται αυστηρότερα.

Παρά τις φορολογικές παρεμβάσεις της περιόδου (μειώσεις συντελεστών, νέα κλίμακα, αλλαγές στις εισφορές), η έκθεση καταγράφει ότι η απουσία θεσμοθετημένου μηχανισμού τιμαριθμοποίησης κρατά ψηλά το φορολογικό βάρος. Αν και τα έσοδα από τον φόρο εισοδήματος παρέμειναν στο 5,9% του ΑΕΠ και ο μέσος συντελεστής μειώθηκε οριακά στο 8,7%, η επιβάρυνση για τα μεσαία στρώματα παραμένει αισθητή.

Η Τράπεζα της Ελλάδος δεν προτείνει ρητά την καθιέρωση μόνιμου μηχανισμού τιμαριθμικής αναπροσαρμογής, αλλά καλεί σε ενσωμάτωση της ποσοτικοποίησης της διάβρωσης στον μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό σχεδιασμό. Η καταγραφή και ανάλυση των επιδράσεων, όπως σημειώνεται, θα βελτιώσει την ακρίβεια των εκτιμήσεων για τα έσοδα και θα στηρίξει πιο στοχευμένες και κοινωνικά δίκαιες παρεμβάσεις.

Η έκθεση καταλήγει ότι η ενίσχυση της προοδευτικότητας του φορολογικού συστήματος μπορεί να λειτουργήσει ως ανάχωμα στη φορολογική διάβρωση, οδηγώντας σε δικαιότερη κατανομή των βαρών και ενίσχυση της συμμόρφωσης. Παράλληλα, αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο για «ευέλικτες» μορφές τιμαριθμοποίησης, προσαρμοσμένες στις εισοδηματικές ομάδες που πλήττονται περισσότερο.

Η παρέμβαση της ΤτΕ αποκτά ξεχωριστή πολιτική σημασία καθώς πραγματοποιείται σε μια χρονική στιγμή κατά την οποία στο υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών έχουν ήδη ξεκινήσει να επεξεργάζονται το «πακέτο» με τις παρεμβάσεις που θα ανακοινώσει ο πρωθυπουργός στην ΔΕΘ. Σύμφωνα με πληροφορίες, στο οικονομικό επιτελείο εξετάζεται σοβαρά το ενδεχόμενο θέσπισης αυτόματης τιμαριθμοποίησης των φορολογικών κλιμακίων, ώστε να περιοριστούν οι στρεβλώσεις από την πληθωριστική πίεση ειδικά για εισοδήματα μεταξύ 20.000 και 40.000 ευρώ, που κινδυνεύουν να υπερφορολογηθούν εάν μετακινηθούν σε ανώτερο συντελεστή λόγω αυξήσεων αποδοχών.

Τα τελευταία χρόνια, ο πληθωρισμός και η μη προσαρμογή των φορολογικών ορίων οδήγησαν σε μείωση του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος για χιλιάδες εργαζομένους, καθώς οι ονομαστικές αυξήσεις διογκώνουν το τελικό ποσό του φόρου. Για παράδειγμα, με δεδομένο ότι ο δείκτης τιμών καταναλωτή «έτρεχε» με 2,7% το 2024 και ο στόχος για το 2025 είναι 2,1%, θα μπορούσε, με βάση τις προβλέψεις, το αφορολόγητο των 10.000 ευρώ να αυξηθεί στα 10.200 ευρώ με αντίστοιχη αύξηση και στα υπόλοιπα κλιμάκια.