Περίπου 26.000 επιπλέον εργαζόμενοι θα χρειαστούν στον κατασκευαστικό κλάδο την επόμενη διετία, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του ΙΟΒΕ. Ο τομέας αντιμετωπίζει ήδη έντονη έλλειψη εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού, κυρίως λόγω των μεγάλων έργων που βρίσκονται σε εξέλιξη. Η ανάγκη αυτή αναμένεται να ενταθεί περαιτέρω, εξαιτίας ενός νέου κύματος έργων συνολικού ύψους σχεδόν 10 δισ. ευρώ, το οποίο προβλέπεται να βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη την περίοδο 2027-2030. Το κύμα αυτό θα λειτουργήσει ως «γέφυρα» για τη διατήρηση της εγχώριας κατασκευαστικής δραστηριότητας σε υψηλά επίπεδα.
Το μέλλον ωστόσο γίνεται ιδιαίτερα αμφίβολο αν ληφθεί υπόψη ότι η Ελλάδα καταγράφει το χαμηλότερο ποσοστό συμμετοχής νέων στο εργατικό δυναμικό των κατασκευών μεταξύ των χωρών της ΕΕ27 — στοιχείο που απειλεί να υπονομεύσει σοβαρά την υλοποίηση των σύνθετων έργων που βρίσκονται ήδη σε εξέλιξη ή προγραμματίζονται για το άμεσο μέλλον. Την ώρα που οι χρηματοδοτικές ανάγκες των κατασκευαστικών επιχειρήσεων διογκώνονται, υπό το βάρος καθυστερήσεων στις πληρωμές και της περιορισμένης ρευστότητας.
Πέρα όμως από τις πιεστικές ανάγκες σε προσωπικό και χρηματοδότηση, ο κλάδος καλείται να ανταποκριθεί σε ένα ευρύτερο φάσμα προκλήσεων. Αυτές περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, την προοπτική του κλάδου μετά την ολοκλήρωση του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας το 2026, το θεσμικό πλαίσιο που διέπει το σύστημα παραγωγής δημοσίων έργων και τον εθνικό σχεδιασμό για τις υποδομές, την αναγκαία ενσωμάτωση τεχνολογιών και την ψηφιοποίηση των διαδικασιών, προκειμένου να ενισχυθεί η παραγωγικότητα, την προσαρμογή στις συνθήκες της κλιματικής αλλαγής, καθώς και την υιοθέτηση των αρχών ESG από τις κατασκευαστικές επιχειρήσεις.
Η έλλειψη εργατικού δυναμικού ωστόσο εξακολουθεί να αποτελεί τον βασικότερο παράγοντα ανησυχίας για τις εγχώριες κατασκευαστικές επιχειρήσεις, σύμφωνα με την τελευταία έρευνα του ΙΟΒΕ. Το φαινόμενο παρουσιάζει έντονη άνοδο από το 2022 και μετά, ενώ, παρότι καταγράφεται μια ήπια τάση υποχώρησης κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2024, παραμένει το υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημα για τον κλάδο. Από πλευράς προσφοράς εργασίας, οι κενές θέσεις στον κατασκευαστικό κλάδο ήταν εξαιρετικά περιορισμένες κατά τη δεκαετία του 2010, δεδομένης της στασιμότητας στη δημιουργία νέων θέσεων. Το 2024, ωστόσο, τα κενά απασχόλησης ανέρχονται σε μέσο όρο στο 3% των συνολικών θέσεων εργασίας στον κλάδο, με το υψηλότερο ποσοστό να καταγράφεται στο πρώτο τρίμηνο του έτους. Στην ΕΕ, από το 2023 και μετά παρατηρείται μια ήπια πτωτική πορεία στον δείκτη των κενών θέσεων εργασίας στις κατασκευές, ο οποίος το 2024 διαμορφώθηκε κατά μέσο όρο στο 3,1%.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η συρρίκνωση της εγχώριας κατασκευαστικής δραστηριότητας τα προηγούμενα χρόνια συνέβαλε στην ένταση του φαινομένου του λεγόμενου «braindrain» — της φυγής, δηλαδή, ατόμων υψηλής κατάρτισης στο εξωτερικό για λόγους εργασίας ή σπουδών. Η εξέλιξη αυτή, στη σημερινή συγκυρία, επιτείνει τις ελλείψεις προσωπικού στον κλάδο των κατασκευών στην Ελλάδα.
Την ίδια στιγμή, το έλλειμμα εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού —τόσο τεχνιτών όσο και μηχανικών— αποτελεί πρόβλημα και για άλλες χώρες, δημιουργώντας ένα ιδιαίτερα ανταγωνιστικό διεθνές περιβάλλον για την προσέλκυση εργαζομένων. Σε αυτό το πλαίσιο, η δυνατότητα προσφοράς υψηλότερων αμοιβών στο εξωτερικό δυσχεραίνει περαιτέρω την προσπάθεια συγκράτησης και ενίσχυσης του εργατικού δυναμικού στην Ελλάδα.
Παράλληλα, εν μέσω δημογραφικής γήρανσης και οξύτατων ελλείψεων προσωπικού, παραμένει ιδιαίτερα ανησυχητική η συνεχιζόμενη μείωση της συμμετοχής των νέων στο εργατικό δυναμικό του κλάδου. Ειδικότερα, το 2023 οι νέοι ηλικίας 15-24 ετών αντιστοιχούσαν μόλις στο 3,3% των εργαζομένων στον κλάδο των Κατασκευών στην Ελλάδα, έναντι 9,5% το 2008. Το ποσοστό αυτό υπολείπεται αισθητά του αντίστοιχου ευρωπαϊκού μέσου όρου (7,9% στην ΕΕ-27), καθώς και της συμμετοχής των νέων στο σύνολο των οικονομικών δραστηριοτήτων στη χώρα (4,6%).
Η Ελλάδα κατατάσσεται, μάλιστα, στην τελευταία θέση μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ-27 ως προς τη συμμετοχή των νέων στον κατασκευαστικό κλάδο. Η καθοδική αυτή πορεία σχετίζεται εν μέρει με την καθυστέρηση ένταξης των νέων στην αγορά εργασίας — για παράδειγμα λόγω παρατεταμένης φοίτησης — και έχει ως αποτέλεσμα την περιορισμένη μεταβίβαση γνώσεων και δεξιοτήτων. Πρόκειται για μια εξέλιξη που υπονομεύει τόσο τη σημερινή όσο και τη μελλοντική ανταγωνιστικότητα του κλάδου των κατασκευών.