Μία από τις σημαντικότερες πρωτοβουλίες του Αυστραλού πρωθυπουργού, Άντονι Αλμπανέζι, ήταν η αποκατάσταση των οικονομικών σχέσεων με την Κίνα. Πλέον, όμως, ο Αλμπανέζι βρίσκεται αντιμέτωπος με μια αμφιλεγόμενη πρόκληση: την ιδιοκτησία του κρίσιμου λιμανιού του Ντάργουιν, που ελέγχεται από κινεζική εταιρεία, όπως αναφέρουν οι Financial Times.
Προεκλογικά, ο πρωθυπουργός είχε εκφράσει ρητή αντίθεση στην απόφαση της Περιφερειακής Κυβέρνησης του Βόρειου Εδάφους, η οποία το 2015 παραχώρησε το λιμάνι μέσω μιας 99ετούς μίσθωσης στην κινεζική ναυτιλιακή εταιρεία Landbridge, έναντι 504 εκατομμυρίων αυστραλιανών δολαρίων (περίπου 333 εκατ. δολάρια ΗΠΑ). Ο Αλμπανέζι είχε τονίσει πως «σε έναν αβέβαιο κόσμο, η ιδέα να βρίσκεται το βασικό λιμάνι της βόρειας Αυστραλίας στα χέρια ξένων συμφερόντων δεν υπηρετεί το εθνικό συμφέρον της χώρας».
Η δέσμευση για επαναφορά της ιδιοκτησίας σε αυστραλιανά χέρια, που υποστηρίζεται και από το αντιπολιτευόμενο Φιλελεύθερο Κόμμα, αντικατοπτρίζει την αυξανόμενη ανησυχία γύρω από τη στρατιωτική ενίσχυση της Κίνας στον Ειρηνικό. Παράλληλα, η πρωτοβουλία ασκείται υπό την πίεση της Ουάσινγκτον, στενού συμμάχου της Αυστραλίας, με στόχο τον έλεγχο ενός στρατηγικής σημασίας λιμανιού, σε κοντινή απόσταση από τη ναυτική βάση των ΗΠΑ και κοντά στις αμφισβητούμενες θαλάσσιες ζώνες της Νότιας Κίνας.
Το λιμάνι του Ντάργουιν χρησιμοποιείται ενεργά από πολεμικά πλοία των ΗΠΑ και της Αυστραλίας. Ωστόσο, οι συζητήσεις για την επαναγορά προκάλεσαν αντιδράσεις από το Πεκίνο, ενώ τοπικοί αξιωματούχοι του Βόρειου Εδάφους άσκησαν κριτική. Ο τότε υπουργός Δικαιοσύνης, Τζον Έλφερινκ, τόνισε πως η παραχώρηση της μίσθωσης ήταν αναγκαία, καθώς η τοπική κυβέρνηση δεν διέθετε τα μέσα να χρηματοδοτήσει τις αναγκαίες επενδύσεις συντήρησης ενός λιμανιού που «σε αρκετά σημεία βυθιζόταν».
Εντάσεις στις διπλωματικές σχέσεις Αυστραλίας-Κίνας λόγω του λιμανιού του Ντάργουιν
Τον περασμένο μήνα ο Κινέζος πρωθυπουργός, Λι Τσιάνγκ, προέβη σε αιχμηρές δηλώσεις, τονίζοντας την ανάγκη για ένα δίκαιο, ανοιχτό και μη διακριτικό επιχειρηματικό περιβάλλον για τις κινεζικές εταιρείες στην Αυστραλία. Η τοποθέτηση αυτή προκάλεσε αναζωπύρωση των εντάσεων στις διπλωματικές σχέσεις των δύο χωρών, παρά την πρόσφατη εξαήμερη επίσκεψη του πρωθυπουργού Αλμπανέζι στην Κίνα, η οποία είχε δώσει ελπίδες βελτίωσης.
Ο πρέσβης της Κίνας στην Αυστραλία, Σιάο Τσιάν, υπερασπίστηκε τη Landbridge, υπογραμμίζοντας ότι η εταιρεία έχει επενδύσει σημαντικά στην αναβάθμιση του λιμανιού τα τελευταία δέκα χρόνια. Σε συνέντευξή του στην αυστραλιανή τηλεόραση ABC δήλωσε ότι «είναι ηθικά αμφίβολο να μισθώνεις το λιμάνι όταν ήταν ζημιογόνο και να προσπαθείς να το ξαναπάρεις όταν πλέον είναι κερδοφόρο»
Το 2015 η πώληση του λιμανιού είχε περάσει με περιορισμένες αντιδράσεις, καθώς η σχέση μεταξύ Αυστραλίας και Κίνας ήταν φιλική. Η Επιτροπή Εξωτερικών Επενδύσεων της Αυστραλίας ενέκρινε γρήγορα τη συμφωνία, την οποία ο τότε υπουργός, Τζον Έλφερινκ, περιέγραψε ως «αγώνα Φόρμουλα 1 που περνά τη γραμμή τερματισμού». Ωστόσο, οι γεωπολιτικές εντάσεις και η επιθετική πολιτική του Πεκίνου για τα εδαφικά του δικαιώματα στη Νότια Κίνα είχαν προκαλέσει ήδη ανησυχίες. Το 2015 ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ, Μπαράκ Ομπάμα, είχε εκφράσει δημόσια την ανησυχία του για την έλλειψη ενημέρωσης σχετικά με τη συμφωνία.
Το 2023 η κυβέρνηση Αλμπανέζι επανεξέτασε τη μίσθωση του λιμανιού από τη Landbridge, χωρίς ωστόσο να ακυρώσει ή να τροποποιήσει τη συμφωνία, σε μια προσπάθεια αποκατάστασης των εμπορικών σχέσεων με το Πεκίνο.
Αυξάνονται οι ανησυχίες για την ιδιοκτησία του λιμανιού του Ντάργουιν, αλλά και οι διεθνείς πιέσεις
Παρά τις προσπάθειες της κυβέρνησης Αλμπανέζι να διαχειριστεί με προσοχή το ζήτημα της ιδιοκτησίας του λιμανιού του Ντάργουιν, οι ανησυχίες για την Landbridge και τις σχέσεις της με το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα και τον Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό εντείνονται. Η εταιρεία ελέγχεται από τον δισεκατομμυριούχο Γιε Τσενγκ, ο οποίος υπηρέτησε ως μέλος της Εθνικής Επιτροπής του Πολιτικού Συμβουλίου του Κινεζικού Λαού από το 2013 έως το 2018. Το 2021 το Εργατικό Κόμμα είχε καταγγείλει ότι η μίσθωση του λιμανιού αποτελεί «μακροπρόθεσμο κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια της Αυστραλίας», επισημαίνοντας μάλιστα ότι το υπουργείο Άμυνας ενημερώθηκε μόλις λίγες ώρες πριν από την υπογραφή της συμφωνίας.
Η Ραελίν Λόκχορστ από το πρόγραμμα εθνικής ασφάλειας του Australian Strategic Policy Institute αναφέρθηκε σε πρόσφατες κινεζικές ναυτικές ασκήσεις 150 ναυτικά μίλια ανατολικά του Σίδνεϊ, τον Φεβρουάριο, που αναζωπύρωσαν τις ανησυχίες για το λιμάνι. Τον επόμενο μήνα το πυρηνοκίνητο υποβρύχιο USS Minnesota διέσχισε το λιμάνι του Ντάργουιν, γεγονός που υπογραμμίζει τον στρατηγικό ρόλο του.
Η Λόκχορστ τόνισε τη δυσκολία της Αυστραλίας να ισορροπήσει ανάμεσα στις ανταγωνιστικές απαιτήσεις Κίνας και ΗΠΑ εν μέσω αυξανόμενων γεωπολιτικών εντάσεων. Υπενθύμισε παράλληλα την περίπτωση της μεταβίβασης κινεζικών λιμανιών στην Παναμά σε ευρωπαϊκά και αμερικανικά συμφέροντα, υπό την πίεση της κυβέρνησης Τραμπ, εξαιτίας φόβων για κινεζική επιρροή σε κρίσιμα σημεία ελέγχου.
Αύξηση κερδών για τη Landbridge, αλλά και προκλήσεις στην επαναγορά του λιμανιού
Τα κέρδη της Landbridge προ φόρων, τόκων, αποσβέσεων και απομειώσεων (EBITDA) αυξήθηκαν σημαντικά κατά 46% πέρυσι, φτάνοντας τα 34 εκατομμύρια αυστραλιανά δολάρια, από 23 εκατομμύρια το 2023, χάρη στην αυξημένη δραστηριότητα του λιμανιού. Παρ’ όλα αυτά, η εταιρεία κατέγραψε προ φόρων ζημία ύψους 34 εκατομμυρίων αυστραλιανών δολαρίων, η οποία αποδίδεται σε δάνεια μεταξύ εταιρειών. Παρά τις πιέσεις για επαναγορά, η Landbridge έχει δηλώσει ότι δεν σκοπεύει να πουλήσει το λιμάνι.
Ο Τέρι Ο’ Κόνορ, μη εκτελεστικό μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Landbridge στην Αυστραλία, δήλωσε πως «όλα λειτουργούν κανονικά στο λιμάνι του Ντάργουιν» και ότι η εταιρεία αναμένει τις οδηγίες της κυβέρνησης σχετικά με τη θέση της. Ωστόσο, η Landbridge απέφυγε να απαντήσει σε ερωτήσεις που αφορούν τις φερόμενες σχέσεις της με τον κινεζικό στρατό και το Κομμουνιστικό Κόμμα.
Κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στην Κίνα, ο πρωθυπουργός Άντονι Αλμπανέζι τόνισε πως η κυβέρνησή του έχει «ξεκάθαρη» θέση για το λιμάνι, χωρίς όμως να διευκρινίσει πώς σκοπεύει να διασφαλίσει την επαναφορά της αυστραλιανής ιδιοκτησίας από τη Landbridge.
Ο Τζον Έλφερινκ, πρώην υπουργός Δικαιοσύνης του Βόρειου Εδάφους, επισήμανε πως η κινεζική εταιρεία βρίσκεται σε ισχυρή διαπραγματευτική θέση, χαρακτηρίζοντας λάθος την απόφαση να γίνει το θέμα αυτό προεκλογική υπόσχεση. «Γιατί να μπεις σε παρτίδα πόκερ και να πετάξεις τα χαρτιά σου ανοιχτά στο τραπέζι, ενώ παράλληλα στοιχηματίζεις;», σχολίασε.
Ο Παναμάς ως γεωπολιτικό πεδίο μάχης: Ο ρόλος των στρατηγικών λιμανιών και η πίεση των ΗΠΑ στην Κίνα
Η περίπτωση του Παναμά αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα του πώς οι γεωπολιτικές εντάσεις επηρεάζουν τον έλεγχο στρατηγικών υποδομών. Κατά τη διάρκεια της προεδρίας του Ντόναλντ Τραμπ, οι Ηνωμένες Πολιτείες άσκησαν έντονη πίεση σε κινεζικές εταιρείες που είχαν αποκτήσει τον έλεγχο σημαντικών λιμανιών στη χώρα της Κεντρικής Αμερικής. Η ανησυχία για την αυξανόμενη επιρροή της Κίνας σε ζωτικά σημεία ελέγχου ώθησε τον Παναμά να μεταβιβάσει την ιδιοκτησία και τη διαχείριση αυτών των λιμανιών σε ευρωπαϊκά και αμερικανικά συμφέροντα.
Αυτή η κίνηση εντάσσεται σε μια ευρύτερη στρατηγική των ΗΠΑ να περιορίσουν την επέκταση της Κίνας σε κρίσιμες υποδομές και να διατηρήσουν την ισορροπία ισχύος στην περιοχή. Η εξαγορά από αμερικανικά συμφέροντα, όπως η επενδυτική εταιρεία BlackRock, που ελέγχει πλέον περίπου το 10,4% της παγκόσμιας διακίνησης εμπορευματοκιβωτίων μέσω λιμένων, δείχνει πώς η ναυτιλία και το εμπόριο μπορεί να γίνουν εργαλεία γεωπολιτικής πίεσης.
Σύμφωνα με αναλύσεις, η πολιτικοποίηση των λιμένων αυτών ενδέχεται να οδηγήσει σε επιλεκτικούς περιορισμούς ή επιβολή ειδικών τελών σε κινεζικά πλοία, αυξάνοντας το κόστος των logistics και θέτοντας σε κίνδυνο τη σταθερότητα της εφοδιαστικής αλυσίδας. Επιπλέον, η κίνηση αυτή υπονομεύει τα πλεονεκτήματα που έχουν αποκτήσει οι κινεζικές εταιρείες στη διεθνή ανάπτυξη λιμενικών υποδομών, απειλώντας την πρωτοβουλία «Μια Ζώνη, Ένας Δρόμος» και τη θέση του Χονγκ Κονγκ ως ναυτιλιακού κέντρου.
Αυτές οι εξελίξεις λειτουργούν ως προειδοποίηση και για άλλες χώρες, όπως η Αυστραλία, όπου η ιδιοκτησία στρατηγικών λιμανιών από κινεζικές εταιρείες έχει προκαλέσει ανησυχίες εθνικής ασφάλειας. Στην περίπτωση του λιμανιού του Ντάργουιν, η εταιρεία Landbridge, με κινεζική διασύνδεση, είχε αποκτήσει τη διαχείριση, γεγονός που ώθησε την κυβέρνηση να εξετάσει νέες συμφωνίες για τον έλεγχο του λιμανιού.
Σύμφωνα με δημοσιεύματα της εφημερίδας The Australian, η αμερικανική Cerberus και η Toll Group της Japan Post εξετάζουν από κοινού την εξαγορά του λιμανιού του Ντάργουιν. Και οι δύο πλευρές αρνήθηκαν να σχολιάσουν. Παράλληλα, ο πρωθυπουργός Άντονι Αλμπανέζε έχει δηλώσει ότι συζητά με μεγάλα αυστραλιανά ταμεία συντάξεων για το μέλλον του λιμανιού, τονίζοντας την ανάγκη να διασφαλιστεί ο έλεγχος σε αυτό το κρίσιμο στρατηγικό σημείο. Η εμπειρία του Παναμά καταδεικνύει πώς οι κρίσιμοι κόμβοι της παγκόσμιας ναυτιλίας και του εμπορίου μετατρέπονται σε πεδία γεωπολιτικής αντιπαράθεσης, όπου οικονομικά συμφέροντα συναντούν τις εθνικές στρατηγικές προτεραιότητες.