Μια πρόγευση για το τι μπορεί να συμβεί με τα λιμάνια που ελέγχουν οι Κινέζοι στην Ευρώπη, όπως ο Πειραιάς (που ελέγχεται από την κινεζική Cosco), δίνουν οι πιέσεις των ΗΠΑ για έξοδο του Πεκίνου από λιμάνια του Παναμά και οι υποσχέσεις πολιτικών κομμάτων στην Αυστραλία για επαναγορά του στρατηγικού λιμένα Ντάργουιν που είχε περάσει το 2015 σε κινεζικά συμφέροντα.
Το πρώτο μέτωπο άνοιξε αμέσως μετά την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ. Ο Τραμπ δεν είχε κρύψει τις ανησυχίες των ΗΠΑ για την παρουσία των Κινέζων σε δύο λιμάνια της διώρυγας του Παναμά. Λίγες εβδομάδες μετά την επιστροφή του Τραμπ στο Λευκό Οίκο ανακοινώθηκε συμφωνία της BlackRock, σε συνεργασία με την εταιρεία Terminal Investment Ltd. (TiL) και την Global Infrastructure Partners (GIP) με την CK Hutchison που εδρεύει στο Χονγκ Κονγκ, για την εξαγορά του 80% των εταιρειών διαχείρισης δύο στρατηγικών λιμένων στον Παναμά: του λιμανιού του Μπαλμπόα στον Ειρηνικό και του λιμανιού του Κριστόμπαλ στον Ατλαντικό με τη συνολική αξία της συμφωνίας να φτάνει τα 22,8 δισ. δολάρια.
Η Κίνα, μέσω των κρατικών της φορέων, έχει εκφράσει ανησυχίες για τον αντίκτυπο της συμφωνίας στην ανταγωνιστικότητα και τον έλεγχο των λιμανιών, ενώ οι ΗΠΑ, με τον Ντόναλντ Τραμπ, επαίνεσαν τη συμφωνία ως βήμα ενίσχυσης του ελέγχου στον Παναμά. Από την άλλη πλευρά, η κυβέρνηση του Παναμά έχει εκφράσει τις αμφιβολίες της, επικαλούμενη οικονομικές εκκρεμότητες από την CK Hutchison, καθυστερώντας την ολοκλήρωση της συμφωνίας. Το γεγονός αυτό αναδεικνύει τη στρατηγική σημασία των λιμανιών στον Παναμά και τις γεωπολιτικές εντάσεις που συνοδεύουν την παγκόσμια ναυτιλία και τις υποδομές της.
Οι εκλογές στην Αυστραλία αυτό το Σαββατοκύριακο έφεραν στο προσκήνιο τις ανησυχίες για την ασφάλεια σχετικά με την κινεζική ιδιοκτησία του πιο στρατηγικού λιμανιού της χώρας, με τις δύο μελλοντικές νέες κυβερνήσεις να υπόσχονται να χρησιμοποιήσουν σπάνια χρησιμοποιούμενες εξουσίες ανάκτησης για να το επιστρέψουν στα χέρια της Αυστραλίας, σύμφωνα με πληροφορίες του FDI Intelligence.
Το λιμάνι του Ντάργουιν, το οποίο το 2015 μισθώθηκε στην ελεγχόμενη από το Πεκίνο Landbridge για 99 χρόνια έναντι 506 εκατ. δολαρίων Αυστραλίας (320 εκατ. δολάρια), είναι το τελευταίο παράδειγμα ανησυχιών για την εθνική ασφάλεια που φέρνουν τις άμεσες ξένες επενδύσεις (ΑΞΕ) στο επίκεντρο των εκλογών. Ακολουθεί τους υποψηφίους των αμερικανικών προεδρικών εκλογών που διεκδικούσαν ψήφους πέρυσι για την προτεινόμενη εξαγορά της US Steel από τη Nippon Steel.
Σύμφωνα με το FDI Intelligence, λίγα εικοσιτετράωρα πριν οι Αυστραλοί προσέλθουν στις κάλπες, τόσο οι ηγέτες των Εργατικών όσο και οι ηγέτες των Φιλελευθέρων έχουν δεσμευτεί να βρουν έναν εγκεκριμένο εμπορικό αγοραστή του λιμανιού – το οποίο βρίσκεται στη βόρεια ακτή και έχει ναυτική παρουσία στις ΗΠΑ – ή να χρησιμοποιήσουν κυβερνητικές εξουσίες για να το αποκτήσουν για λόγους εθνικής ασφάλειας.
Κατά την τελευταία δεκαετία, η ιδιοκτησία του λιμανιού από την Landbridge έχει υποβληθεί σε τουλάχιστον τρεις κυβερνητικές αναθεωρήσεις – και από τα δύο μεγάλα κόμματα – και κάθε φορά της έχει δοθεί καθαρό πιστοποιητικό υγείας. Ωστόσο, ενόψει των επερχόμενων εκλογών, «τόσο οι Εργατικοί όσο και οι Φιλελεύθεροι τοποθετούνται γύρω από αυτή τη συζήτηση από πολιτική άποψη», δήλωσε αναλυτής αμυντικών θεμάτων που μίλησε υπό τον όρο της ανωνυμίας.
Πρόσφατες δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι πάνω από το 70% των Αυστραλών αναμένουν ότι η Κίνα θα αποτελέσει στρατιωτική απειλή για τη χώρα μέσα στις επόμενες δύο δεκαετίες.
Ο Terry O’Connor, μη εκτελεστικός διευθυντής της Landbridge στην Αυστραλία, ανέφερε σε δήλωσή του ότι η εταιρεία είναι «απογοητευμένη που μας χρησιμοποιούν ως πολιτικό ποδοσφαιράκι στην τρέχουσα προεκλογική εκστρατεία».
Οι σχέσεις ΗΠΑ-Αυστραλία
Όπως αναφέρουν πηγές του FDI Intelligence , η στρατηγική αξία του λιμένα Ντάργουιν υπερβαίνει τα εθνικά συμφέροντα της Αυστραλίας. Ομάδες 2.500 Αμερικανών πεζοναυτών περνούν από το λιμάνι του Ντάργουιν από το 2012 για εκπαίδευση, με το Πολεμικό Ναυτικό των ΗΠΑ να το θεωρεί ως μια πιθανή επιχειρησιακή βάση υπό το φως των εντάσεων στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας. Η κυβέρνηση των ΗΠΑ τα τελευταία χρόνια έχει επενδύσει για να υποστηρίξει τη στρατιωτική της παρουσία στην περιοχή, κατασκευάζοντας μια εγκατάσταση αποθήκευσης καυσίμων ύψους 270 εκατ. δολαρίων για την υποστήριξη των αμυντικών της επιχειρήσεων στην περιοχή.
Τον Μάρτιο, το USS Minnesota έγινε το πρώτο αμερικανικό πυρηνικό υποβρύχιο που ελλιμενίστηκε στο λιμάνι του Ντάργουιν στο πλαίσιο της εταιρικής σχέσης ασφαλείας AUKUS των χωρών με το Ηνωμένο Βασίλειο.
«Το 2015 ήταν μια πολύ διαφορετική εποχή γεωπολιτικά», λέει η Raelene Lockhorst, αναπληρώτρια διευθύντρια στο think-tank Australian Strategic Policy Institute, ενώ συμπλήρωσε πως από το 2015, οι ανησυχίες για την ασφάλεια έχουν εμφανιστεί πού και πού … αλλά όλα είναι εντάξει.
«Η Βόρεια Αυστραλία είναι στρατηγικής σημασίας για τις ΗΠΑ», λέει η κ. Lockhorst, ενώ πρόσθεσε πως σε επιχειρησιακό επίπεδο δεν είναι ευχαριστημένοι με τη χρήση ενός λιμανιού που ελέγχεται από τους Κινέζους.
Κυβερνητικής σημασίας οι πωλήσεις
Όπως προκύπτει από το FDI Intelligence, ο πρωθυπουργός των Εργατικών Anthony Albanese αλλά και ο υπουργός των Φιλελευθέρων Peter Dutton, δήλωσαν ότι θα αναζητήσουν έναν εμπορικό αγοραστή για το λιμάνι, προτού στραφούν στις εξουσίες της κυβέρνησης για υποχρεωτική εξαγορά.
Ο κ. Albanese δήλωσε στο ραδιόφωνο ότι βρίσκεται σε συζητήσεις με τα ταμεία συνταξιοδότησης, των οποίων τα συλλογικά περιουσιακά στοιχεία υπό διαχείριση ύψους 3,9 εκατ. δολαρίων Αυστραλίας καθιστούν ένα από τα μεγαλύτερα συνταξιοδοτικά συστήματα στον κόσμο.
Το Australian Retirement Trust και το Cbus δήλωσαν στο fDi ότι δεν έχουν προσεγγιστεί για το λιμάνι, αν και στο παρελθόν υπήρξαν προσπάθειες για ιδιωτική εξαγορά, με τη Landbridge να απορρίπτει προσφορές. Επιπλέον, η υπόθεση του λιμανιού του Παναμά δείχνει ότι το Πεκίνο δύσκολα θα υποχωρήσει χωρίς αντίσταση.
Αν δεν υπάρξει εφικτή λύση με εμπορικούς όρους, η κυβέρνηση της Αυστραλίας ίσως χρειαστεί να επιβάλει οποιαδήποτε μεταβίβαση της κυριότητας για λόγους εθνικής ασφάλειας με αποτέλεσμα την ύπαρξη δύο κύριων επιλογών.
Μία από αυτές είναι οι «εξουσίες έσχατης προσφυγής» του υπουργού Οικονομικών βάσει του νόμου περί ξένων εξαγορών και εξαγορών. Ωστόσο, η πιο πιθανή επιλογή είναι ο νόμος για την ασφάλεια κρίσιμων υποδομών, ο οποίος παρέχει στον υπουργό Εσωτερικών εξουσίες έκτακτης ανάγκης για τη διαχείριση των κινδύνων που αφορούν κρίσιμες υποδομές. Θα πρόκειται για ένα ντεμπούτο εθνικής ασφάλειας στην Αυστραλία.
Η παγκόσμια παρουσία της Κίνας στα λιμάνια
Η Κίνα έχει εδραιώσει μία από τις πιο εκτεταμένες και στρατηγικά σημαντικές παρουσίες στον τομέα των λιμανιών σε παγκόσμιο επίπεδο. Η επιρροή της επεκτείνεται μέσω κρατικών και ημικρατικών εταιρειών, κυρίως της COSCO Shipping Ports και της China Merchants Port, οι οποίες διαχειρίζονται ή ελέγχουν περισσότερα από 100 λιμάνια σε περίπου 60 χώρες. Αυτά τα λιμάνια βρίσκονται σε στρατηγικά σημεία και επηρεάζουν καίρια τις παγκόσμιες εμπορικές διαδρομές.
Πιο συγκεκριμένα, η Κίνα ελέγχει ή έχει σημαντικές συμμετοχές σε κρίσιμα λιμάνια, όπως το λιμάνι του Πειραιά στο οποίο η COSCO απέκτησε το 51% του λιμανιού του Πειραιά το 2008 και το 2016 εξαγόρασε το 16% ακόμα, κάνοντάς το ένα από τα μεγαλύτερα λιμάνια στην Ευρώπη. Ακόμη, η Κίνα διαχειρίζεται το λιμάνι του Hambantota μέσω μιας 99χρονης μίσθωσης, έχοντας στρατηγική παρουσία στον Ινδικό Ωκεανό, ενώ έχει σημαντικές επενδύσεις σε λιμάνια της Ινδίας, όπως το Kandla, που βρίσκεται κοντά στις εμπορικές διαδρομές προς τη Μέση Ανατολή και τη Δυτική Ασία.
Σημαντική παρουσία έχει και στην Αφρική, με την China Merchants Port να διαχειρίζεται το λιμάνι στο Djibouti, που είναι κρίσιμο για τη σύνδεση της Αφρικής με την Ασία και την Ευρώπη ενώ κατέχει και στρατηγικές επενδύσεις σε λιμάνια του Καμερούν, της Νιγηρίας και άλλων περιοχών, με στόχο την ενίσχυση της εμπορικής της επιρροής.