Όπως γράφεται συχνά σε ταινίες ή σειρές με ιστορικές αναφορές και πραγματικά περιστατικά, κάθε ομοιότητα με αυτά είναι συμπτωματική. Συνεπώς, μια αναφορά στις μεταρρυθμίσεις που έχει πολύ μεγάλη ανάγκη η χώρα δεν έχει να κάνει με τρέχουσες εξελίξεις, όπως π.χ. στα ΕΛΤΑ.
Εισαγωγικά: οι μεταρρυθμίσεις συχνά εμφανίζονται ως προνόμιο ενός και μόνο ηγέτη. Προφανώς και δεν είναι έτσι. Επίσης, συχνά μια μεταρρύθμιση συρρικνώνεται, πολιτικά και χρονικά σε μια ανακοίνωση τελικής απόφασης. Και αυτό είναι λάθος, τελικά στρέφεται κατά της όποιας εξαγγελλόμενης αλλαγής και ακυρώνει τις όποιες αγαθές προθέσεις.
Όσο αναγκαίες είναι οι τομές στην κρατική μηχανή, άλλο τόσο πολύπλοκες εμφανίζονται στην εφαρμογή τους. Πολύ περισσότερο σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, που πέρασε δεκαετίες κρατισμού, ευδαιμονίας και αλόγιστης σπατάλης, πληρώνοντας πανάκριβα το τίμημα, με μια δεκαετή κρίση, με κατάρρευση των εισοδημάτων, με μνημόνια, με άνθηση του λαϊκισμού και πολιτικές ανατροπές χωρίς προηγούμενο, μεταπολιτευτικά.
Στην περίοδο της τρόικας, πολλές από τις αναγκαίες αλλαγές επιβλήθηκαν «από τα πάνω». Κι αυτό γιατί, δεν υπήρξε σε καμία φάση διάθεση πολιτικής συναίνεσης για την εφαρμογή ακόμα και δυσάρεστων μέτρων. Κι αυτό επέτεινε το κλίμα άρνησης κάθε μεταρρύθμισης. Αλλά και οι κυβερνήσεις εκείνης της εποχής πλήρωσαν το τίμημα, καθώς εμφανίστηκαν να υποχρεώνονται να εφαρμόζουν μέτρα, χωρίς τη θέλησή τους, όπως έλεγαν. Την κρίσιμη αυτή φάση για τη χώρα, που κινδύνεψε να βρεθεί εκτός ευρώ, θα λέγαμε ότι υπήρξε μια φάση «αναγκαστικών μεταρρυθμίσεων». Κάποιες από αυτές έμειναν ως κληρονομιά στη συνέχεια, κάποιες όμως τις έφαγε το μαύρο σκοτάδι.
Η χώρα δοκιμάστηκε σκληρά από τα μνημόνια αλλά με την έξοδό της από αυτά, πρόβαλε επιτακτική η ανάγκη περαιτέρω αλλαγών στη χώρα, για να μην ξαναγυρίσουμε στα παλιά. Η κυβέρνηση της ΝΔ και ο Πρωθυπουργός κέρδισαν τις εκλογές το 2019-εν μέρει και το 2023-υποσχόμενοι ένα μεταρρυθμιστικό σοκ στην οικονομία, την εκπαίδευση, την Υγεία. Η λαίλαπα του κορονοϊού αλλά και η μεταναστευτική κρίση έθεσαν τη χώρα σε δοκιμασία έκτακτης ανάγκης και αναστολής των όποιων ρηξικελεύθων προγραμμάτων.
Σήμερα, η όποια συζήτηση για μεταρρυθμίσεις έχει βραχυκυκλωθεί σε μια δίνη πολιτικής αστάθειας, κοινωνικής δυσφορίας και διεθνούς ανασφάλειας. Οι «μεταρρυθμιστές» λες και δεν ταιριάζουν στα όσα εξελίσσονται στον τόπο μας. Πολλοί πολιτικοί παράγοντες αλλά και σημαντικό μέρος της κοινωνίας, μοιάζει να μην θέλει ανατροπές. Σαν να επιθυμούν μια επιστροφή στο χρυσό παρελθόν της στασιμότητας και της σπατάλης.
Παρόλα αυτά, η ανάγκη για αλλαγές πρωτίστως στην κρατική μηχανή και τις δομές εξουσίας παραμένει αδήριτη. Πολύ περισσότερο, θα έλεγε κάποιος, που μια τέτοια συζήτηση κρίνεται αναγκαία καθώς βαδίζουμε σε διαδικασία Συνταγματικής Αναθεώρησης αλλά, επίσης, καθώς πλησιάζουμε στις εκλογές του 2027, όπου θα κριθούν πολλά για το αύριο του τόπου.
Βεβαίως και σε αυτές τις δύσκολες συνθήκες ορισμένες από τις μεταρρυθμίσεις θα μπορούσαν να ευτυχήσουν. Ποια θα μπορούσε να είναι η συνταγή της επιτυχίας;
Κατ’ αρχάς μια μεταρρύθμιση δεν μπορεί να προωθείται «ξεκούδουνη», χωρίς δηλαδή να εντάσσεται σε ένα γενικότερο σχέδιο αλλαγών, με έναν εύλογο χρονικό ορίζοντα υλοποίησης. Η επεξεργασία των δεδομένων είναι μια προϋπόθεση για την επιτυχή έκβαση του εγχειρήματος, ειδικά όταν πρόκειται, για παράδειγμα, για μια επιχείρηση που «μπαίνει μέσα» και το μάρμαρο το πληρώνουν οι φορολογούμενοι. Υπό άλλες συνθήκες το κράτος θα έπρεπε να διαθέτει στελέχη που να επεξεργάζονται έναν οδικό χάρτη υλοποίησης του εγχειρήματος. Ωστόσο είτε αυτοί δεν υπάρχουν είτε παρακάμπτονται, με αποτέλεσμα το κενό να το καλύπτουν συμβουλευτικές εταιρείες, με επεξεργασίες όχι πάντα πετυχημένες… Ας υποθέσουμε όμως ότι η πρόταση είναι μελετημένη. Εδώ συνήθως παρακάμπτονται τρία προβλήματα. Πρώτον, το πολιτικό. Μια μεταρρύθμιση, ειδικά όταν έχει αγκάθια και δυσάρεστες πλευρές, χρειάζεται την πολιτική στήριξη του συνόλου της κυβέρνησης αλλά και της παράταξης που κυβερνά. Αν δεν υπάρχει αυτή, τότε ξαφνικά η πιο μαχητική αντιπολίτευση εμφανίζεται… εντός της παράταξης. Δεύτερον, απαιτείται μια επικοινωνιακή στήριξη της πρωτοβουλίας, πριν αυτή εκδηλωθεί δημόσια. Μια ενημέρωση «εντός των τειχών» αλλά και μια καμπάνια όχι μόνο γι’ αυτούς που ωφελούνται αλλά κυρίως γι’ αυτούς που θίγονται. Τρίτον, σε σχέση με το δεύτερο, υπάρχουν αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα που υποδέχονται την όποια μεταρρύθμιση. Οι αντιτιθέμενοι μπορεί να είναι εκφραστές συντεχνιακών συμφερόντων. Μπορεί όμως να είναι κοινωνικές ομάδες ευπαθείς, πιεσμένες εισοδηματικά, παραγκωνισμένες στην περιφέρεια. Σε κάθε περίπτωση, για ένα τέτοιο παζλ χρειάζεται όχι μόνο μια εμπεριστατωμένη μελέτη αλλά και την τέχνη να πείσεις την ευρύτερη κοινή γνώμη για την αναγκαιότητα του τάδε ή του δείνα μέτρου.
Το μεταρρυθμιστικό αφήγημα στις μέρες μας περνάει δύσκολες ώρες. Η κυβέρνηση συνεχίζει να διακηρύσσει την ανάγκη αλλαγών αλλά είναι όλο και πιο περίπλοκο να προχωρήσει σε τολμηρά βήματα- και αυτό όχι μόνο των έξωθεν αντιδράσεων αλλά και της εσωκομματικής αναταραχής ή απροθυμίας να «σπάσουν αυγά»-για να θυμηθούμε μια άλλη ξεχασμένη περίοδο μεταρρυθμιστικών διακηρύξεων. Στον αντίποδα, πλην μιας προσπάθειας μέρους του ΠΑΣΟΚ, το αφήγημα αυτό δεν αποτελεί προγραμματική διακήρυξη πρώτης γραμμής. Πολλοί εμφορούνται από την αρχή «ξέρουμε τι δεν θέλουμε αλλά δεν ξέρουμε τι θέλουμε»…