ΔιαNEOσις: Προτάσεις για Συνταγματική Αναθεώρηση και το ζήτημα των Ανεξάρτητων Αρχών

Η ΔιαΝΕΟσις ανοίγει τον διάλογο για τη Συνταγματική Αναθεώρηση, καταθέτοντας προτάσεις για το ζήτημα των Ανεξάρτητων Αρχών

Η επικεφαλής Ερευνών του ανεξάρτητου, μη-κερδοσκοπικού ερευνητικού οργανισμού "ΔιαΝΕΟσις", Φαίη Μακαντάση @ Εurokinissi

Η ενδιαφέρουσα πολύμηνη μελέτη εντάσσεται στον ευρύτερο διάλογο που άνοιξε η διαΝΕΟσις για τη Συνταγματική Αναθεώρηση και επικεντρώνεται στον θεσμό των Ανεξάρτητων Αρχών, έναν από τους πλέον κρίσιμους και ταυτόχρονα αμφιλεγόμενους θεσμούς του ελληνικού συνταγματικού συστήματος.

Το κείμενο αποτυπώνει τις εισηγήσεις και τις παρεμβάσεις διακεκριμένων πανεπιστημιακών και θεσμικών παραγόντων, όπως παρουσιάστηκαν στο φετινό συνέδριο και τις σχετικές συζητήσεις.

Οι Ανεξάρτητες Αρχές εισήχθησαν στην ελληνική έννομη τάξη πριν από περίπου 35 χρόνια και αρχικά αντιμετωπίστηκαν με επιφυλάξεις ως προς τη συνταγματική τους νομιμοποίηση, καθώς φαινόταν να παρεκκλίνουν από την κλασική αρχή της διάκρισης των εξουσιών.

Η καμπή ήρθε με τη Συνταγματική Αναθεώρηση του 2001, η οποία κατοχύρωσε ρητά πέντε Αρχές: την Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης, την Αρχή Διασφάλισης Απορρήτου των Επικοινωνιών, το ΑΣΕΠ και τον Συνήγορο του Πολίτη. Η συνταγματοποίησή τους στόχευε στην ενίσχυση της δημοκρατικής νομιμοποίησης και στη θωράκιση κρίσιμων πεδίων από πολιτικές παρεμβάσεις.

Ωστόσο, όπως επισημαίνεται, η κατοχύρωση αυτή δεν εξάλειψε τα προβλήματα. Αντιθέτως, ανέδειξε νέα: δυσχέρειες στη στελέχωση, πολιτικές παρεμβάσεις μέσω της διαδικασίας επιλογής των μελών, αλλά και αδυναμία του πολιτικού συστήματος να αποδεχθεί ουσιαστικά την ύπαρξη ανεξάρτητων θεσμών. Η κρίση κορυφώθηκε με το αδιέξοδο στη συγκρότηση Αρχών, γεγονός που οδήγησε στη συνταγματική πρόβλεψη της αυτοδίκαιης παράτασης της θητείας των μελών τους το 2019.

Κίνδυνοι εξάρτησης από τις… ανεξάρτητες αρχές

Οι εισηγητές συμφωνούν ότι η λύση αυτή, αν και πρακτικά αναγκαία, δημιουργεί σοβαρούς κινδύνους εξάρτησης. Η απεριόριστη παράταση της θητείας ενδέχεται να καταστήσει τα μέλη των Αρχών όμηρους της πολιτικής αδράνειας, υπονομεύοντας τελικά την ανεξαρτησία που υποτίθεται ότι προστατεύεται. Γι’ αυτό προτείνεται η θέσπιση σαφών χρονικών ορίων και ασφαλιστικών δικλίδων.

Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στο ζήτημα της επιλογής των μελών των Ανεξάρτητων Αρχών. Η σημερινή διαδικασία μέσω της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής, ακόμη και με αυξημένη πλειοψηφία, θεωρείται ανεπαρκής και πολιτικά ευάλωτη. Προτείνεται ένα νέο, μικτό σύστημα επιλογής, βασισμένο σε επιτροπή εμπειρογνωμόνων με συμμετοχή θεσμικών παραγόντων, της Κοινωνίας των Πολιτών και ευρωπαϊκών φορέων, ώστε να περιοριστεί η άμεση κομματική επιρροή.

Πληθώρα Αρχών, συχνά χωρίς σαφή κριτήρια

Ένα ακόμη βασικό ζήτημα αφορά τη διάκριση μεταξύ συνταγματικά κατοχυρωμένων και νομοθετικά προβλεπόμενων Ανεξάρτητων Αρχών. Επισημαίνεται ότι, παρότι το Σύνταγμα κατοχυρώνει ρητά μόνο πέντε Αρχές, στην πράξη έχει δημιουργηθεί πληθώρα άλλων (όπως η ΑΑΔΕ, η Επιτροπή Ανταγωνισμού, η ΕΕΤΤ), συχνά χωρίς σαφή κριτήρια.

Αυτό έχει οδηγήσει σε θεσμική ασάφεια, κατακερματισμό αρμοδιοτήτων και σύγχυση ως προς τη λογοδοσία τους. Προτείνεται, επομένως, μεγαλύτερη φειδώ στη δημιουργία νέων Αρχών, ενιαίο κανονιστικό πλαίσιο και σαφής οριοθέτηση των αρμοδιοτήτων τους.

Σχέση με Ευρωπαϊκό Δίκαιο

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ανάλυση της σχέσης των Ανεξάρτητων Αρχών με το ενωσιακό δίκαιο. Σε πολλούς τομείς, όπως ο ανταγωνισμός και η προστασία δεδομένων, η ανεξαρτησία δεν αποτελεί εθνική επιλογή αλλά ευρωπαϊκή υποχρέωση.

Το ενωσιακό δίκαιο απαιτεί θεσμική, λειτουργική και οικονομική ανεξαρτησία, γεγονός που περιορίζει τα περιθώρια εθνικών παρεμβάσεων και πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη σε κάθε μελλοντική αναθεώρηση.

Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται και στις ρυθμιστικές αρμοδιότητες των Ανεξάρτητων Αρχών. Τονίζεται ότι η υπερβολική νομοθετική ρύθμιση ακυρώνει στην πράξη τον ρόλο τους, ενώ αντίθετα η ουσιαστική ρυθμιστική αρμοδιότητα ενισχύει τη θεσμική τους λειτουργία. Προτείνεται μάλιστα η ρητή συνταγματική αναγνώριση του ρόλου των ρυθμιστικών αρχών, ιδίως σε τομείς οικονομικής πολιτικής και ανταγωνισμού.

Κουλτούρα συναίνεσης

Στη συζήτηση της Στρογγυλής Τράπεζας αναδείχθηκε έντονα η ανάγκη ενίσχυσης της θεσμικής κουλτούρας. Όπως τονίστηκε, το βασικό πρόβλημα δεν είναι τόσο οι συνταγματικές διατάξεις όσο η απουσία κουλτούρας συναινέσεων και σεβασμού των θεσμικών αντιβάρων.

Οι Ανεξάρτητες Αρχές δεν μπορούν να λειτουργήσουν αποτελεσματικά σε ένα πολιτικό περιβάλλον που τις αντιμετωπίζει είτε ως εμπόδιο είτε ως μηχανισμό εξυπηρέτησης συμφερόντων.

Συνολικά, η μελέτη καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι Ανεξάρτητες Αρχές αποτελούν αναγκαίο στοιχείο μιας σύγχρονης δημοκρατίας, ιδίως σε μια εποχή τεχνολογικής πολυπλοκότητας και κρίσης εμπιστοσύνης στους θεσμούς.

Η πρόκληση δεν είναι η κατάργηση ή ο πολλαπλασιασμός τους, αλλά η ουσιαστική ενίσχυση της ανεξαρτησίας, της λογοδοσίας και της αποτελεσματικότητάς τους, μέσα από θεσμική ωριμότητα και πολιτική αυτοσυγκράτηση.

Mπορείτε να διαβάσετε ολόκληρη την μελέτη της ΔιαΝΕΟσις εδώ.