Η σύρραξη Ισραήλ-Ιράν και τα ρήγματα στο εσωτερικό μέτωπο

Τίποτα δεν μοιάζει όπως χτες και η ανάγκη επανασχεδιασμού ή αναθεώρησης κρίσιμων επιλογών στην εξωτερική μας πολιτική προβάλλει αδήριτη

Μέγαρο Μαξίμου © Eurokinissi / Τατιάνα Μπόλαρη

Οι πύραυλοι που συγκλόνισαν το Ιράν και το Ισραήλ, συντάραξαν συθέμελα και τις γεωπολιτικές ισορροπίες-αμέσου ενδιαφέροντος για την Ελλάδα-στη Μεσόγειο. Το παζλ στη Μέση Ανατολή αναδιατάσσεται, χωρίς ακόμα να γνωρίζουμε πού θα κάτσει η σκόνη. Συμμαχίες, δεδομένες ως τώρα, επανεξετάζονται, προτεραιότητες αναδιατάσσονται.

Για την Ελλάδα, τίποτα δεν μοιάζει όπως χτες και η ανάγκη επανασχεδιασμού ή και αναθεώρησης κρίσιμων επιλογών στην εξωτερική μας πολιτική προβάλλει αδήριτη. Ωστόσο, αυτό όχι μόνο συνοδεύεται από ευρύτερες συναινέσεις στην εγχώρια πολιτική σκηνή, αντίθετα προκαλεί νέες τριβές και αντιδράσεις.

Η επομένη της εύθραυστης εκεχειρίας Ισραήλ-Ιράν, με το Παλαιστινιακό να παραμένει ανοιχτή πληγή, βρίσκει τη χώρα μας αντιμέτωπη με νέες προκλήσεις. Ξεχωρίζουν τρεις από αυτές. Η μία έχει να κάνει με τη συμμετοχή μας στο αμυντικό πρόγραμμα-μαμούθ ReARM Europe, που προέκυψε από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία αλλά και τις αλλοπρόσαλλες στρατηγικές επιλογές Τραμπ σε ό,τι αφορά στην Ευρώπη.

Η άλλη πρόκληση είναι η απόφαση που ελήφθη στο ΝΑΤΟ για την αύξηση των αμυντικών δαπανών των χωρών-μελών στο 5%. Αν και η Ελλάδα ήδη δαπανά το 3% για αμυντικές δαπάνες-έχοντας απέναντι την Τουρκία- μια αύξηση κατά 2% είναι μια σοβαρή επιβάρυνση ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά στην ανεύρεση πόρων, με δεδομένες τις βαριές μας υποχρεώσεις λόγω μνημονίων αλλά και την οριστική απόφαση μη παράτασης για τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης.

Υπάρχει όμως και μια τρίτη παράμετρος, που προκαλεί συναγερμό στην Αθήνα. Από τη μια η αρνητική εξέλιξη με τη Μονή στο Σινά, που προκαλεί τριβές με την Αίγυπτο, δεδομένη μέχρι πρόσφατα σύμμαχο στο πλευρό μας. Ταυτόχρονα, άλλος ένας «δεδομένος», ο στρατηγός Χαφτάρ στη Λιβύη αμφισβητεί αίφνης τα κυριαρχικά μας δικαιώματα νοτίως της Κρήτης ενώ την ίδια ώρα, ένα αυξανόμενο κύμα παράνομων μεταναστών από τη Λιβύη γιγαντώνεται…  Η συμμαχία με το Ισραήλ παραμένει, αλλά με ανοιχτές πληγές.  Η Τουρκία-που ψάχνεται και αυτή μετά τις ανατροπές στη γειτονιά της-αναζητά πρόσβαση στο ReARM Europe, με παράκαμψη των δικών μας αντιρρήσεων.

Συνήθως σε περιόδους διεθνών κρίσεων και απειλών στη γειτονιά μας, καταγράφεται μια τάση συσπείρωσης στην κυβέρνηση. Αυτό σε ένα βαθμό ισχύει. Στην δημοσκόπηση της Interview, που διεξήχθη στην κορύφωση της κρίσης στη Μ. Ανατολή, to 31,7% δηλώνει ότι εμπιστεύεται τον Κυρ. Μητσοτάκη  για τη διακυβέρνηση της χώρας (27,4% κανένας, 10% Νίκος Ανδρουλάκης).  Παράλληλα, όμως,  τα ανοιχτά μέτωπα είναι πολλά και αυτό αφήνει χώρο για έντονες αμφισβητήσεις των κυβερνητικών επιλογών από τα κόμματα της αντιπολίτευσης- και όχι μόνο.  Δημιουργείται συνεπώς μια αντίρροπη τάση που κάθε άλλο παρά συντείνει στη δημιουργία κλίματος συναίνεσης απέναντι σε «εθνικούς κινδύνους».

Η πιθανή συμμετοχή της Τουρκίας στο πρόγραμμα ReARM Europe ήδη έχει προκαλέσει ισχυρές αντιδράσεις. Η κλιμάκωσή τους θα είναι και συνάρτηση των αντιδράσεων της ελληνικής κυβέρνησης στη συμμετοχή αυτή. Ήδη πάντως η αντιπολίτευση στηλιτεύει την «ανοχή» της Αθήνας στη θέληση των Ευρωπαίων εταίρων να ενσωματώσουν την Τουρκία στον αμυντικό τους σχεδιασμό. Τα πιο ισχυρά βέλη τα δέχεται ο Πρωθυπουργός εκ δεξιών όχι μόνο από την Ελληνική Λύση, τη Νίκη ή τη Φωνή Λογικής αλλά και από τους δύο πρώην πρωθυπουργούς, τον Αντώνη Σαμαρά και τον Κώστα Καραμανλή, όπως καταδείχτηκε από την πρόσφατη κοινή τους εμφάνιση στο Πολεμικό Μουσείο. Αλλά  και άλλες εξελίξεις, όπως η καθυστέρηση στην κοινοποίηση του θαλάσσιου χωροταξικού σχεδιασμού  στο Αιγαίο και η «απάντηση» της Τουρκίας με το δικό της χάρτη, προκάλεσαν την δριμεία κριτική από το ΠΑΣΟΚ. Ο ίδιος ο Νίκος Ανδρουλάκης επιμένει πως δεν χωράει η σημερινή Τουρκία στο ReARM Europe.

Ταυτόχρονα, οι αρνητικές εξελίξεις τόσο σε ό,τι αφορά στη Μονή Σινά όσο και την ψυχρολουσία  με τον Χαφτάρ, δίνουν λαβή στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης-αλλά και τα κόμματα της Αριστεράς- να αμφισβητήσουν τους κυβερνητικούς χειρισμούς.  Ο κοινός παρονομαστής αυτής της κριτικής είναι πως είτε η κυβέρνηση επαναπαύθηκε στις έωλες πεποιθήσεις της ότι  οι  συνεργασίες με τον Πρόεδρο Σίσι ή τον στρατηγό Χαφτάρ είναι καλά «δεμένες» είτε πως η πίεση που ασκείται σε διμερές και διεθνές επίπεδο είναι ανεπαρκής.

Χάσμα απόψεων όμως υπάρχει και για τις επιπτώσεις από το στόχο για αύξηση των εγχώριων αμυντικών δαπανών στο 5% του ΑΕΠ.  Ανησυχίες εκφράζει η αντιπολίτευση-τα κόμματα της Αριστεράς αλλά και η Πλεύση Ελευθερίας με πιο κατηγορηματικό τρόπο-για τις επιπτώσεις με περικοπές των ευρωπαϊκών και εγχώριων κοινωνικών προγραμμάτων προς όφελος των αμυντικών δαπανών.  Την περασμένη Τρίτη η Άννα Διαμαντοπούλου στις Βρυξέλλες, μετά τη συνάντηση με την Επίτροπο για την Απασχόληση, δήλωνε: «Να υπερασπίσουμε τα σύνορά μας αλλά πάνω απ’ όλα και τους ανθρώπους μας. Γιατί υπάρχει εξωτερικός εχθρός  αλλά υπάρχει και εσωτερικός εχθρός που είναι η φτώχεια». Πάνω σε αυτό το δίλημμα, η κυβέρνηση οφείλει να απαντήσει πώς θα συνδυάσει την χορήγηση 25 δις ευρώ για τα επόμενα 12 χρόνια, με την αποφυγή περικοπής θεμελιωδών κοινωνικών προγραμμάτων.

Συμπερασματικά, η κρίση στη Μέση Ανατολή καθιστά δύσκολες τις κυβερνητικές επιλογές και  επιτείνει αντί να αμβλύνει τα ρήγματα στο εσωτερικό πολιτικό μέτωπο.