Η ιστορία της οικογένειας Βερόπουλου είναι συνυφασμένη με την πορεία του ελληνικού λιανεμπορίου. Από τις πρώτες δεκαετίες λειτουργίας της αλυσίδας σούπερ μάρκετ «Βερόπουλος», που ιδρύθηκε από τον πατέρα και τον θείο του επιχειρηματία Νίκου Βερόπουλου, μέχρι τη μετεξέλιξή της σε έναν διεθνή όμιλο με δραστηριότητα στα Βαλκάνια, η πορεία αυτή αντικατοπτρίζει τη δυναμική και την προσαρμοστικότητα της ελληνικής επιχειρηματικότητας.
Η επιχείρηση ξεκίνησε από το χονδρεμπόριο και σταδιακά εισήλθε στο οργανωμένο λιανεμπόριο τροφίμων και ποτών, φέρνοντας νέα δεδομένα στην εμπειρία αγορών για τον Έλληνα καταναλωτή. Σταδιακά, τα σούπερ μάρκετ Βερόπουλος έγιναν σημείο αναφοράς, τόσο για την γκάμα προϊόντων όσο και για τη σχέση εμπιστοσύνης που ανέπτυξαν με τους προμηθευτές και τους πελάτες τους.
Η επέκταση στα Βαλκάνια
Ωστόσο, ο ίδιος ο Νίκος Βερόπουλος δεν έμεινε μόνο στην ελληνική αγορά. Είδε έγκαιρα τις ευκαιρίες που προσέφερε η αναδυόμενη οικονομία των Βαλκανίων και αποφάσισε να επεκταθεί εκτός συνόρων. «Στη Βόρεια Μακεδονία μπήκαμε το 1997 και στο Βελιγράδι το 2001. Ήμαστε οι πρώτοι ξένοι λιανέμποροι που ανοίξαμε καταστήματα στις δύο αυτές αγορές», ανέφερε σε συνέντευξή του στα Παραπολιτικά 90.1 και την εκπομπή «Αερολογίες» ο ίδιος. Η στρατηγική αυτή αποδείχθηκε καθοριστική: ο όμιλος Vero, όπως είναι πλέον γνωστός, κατέκτησε σημαντικό μερίδιο στις τοπικές αγορές, μεταφέροντας την τεχνογνωσία, την οργάνωση και τη φιλοσοφία ενός ελληνικού ομίλου που επένδυσε στη σταθερότητα και την ποιότητα.
Η επιλογή των χωρών δεν ήταν τυχαία. Ο Ν. Βερόπουλος εξηγεί ότι οι δύο αυτές αγορές, με τη μετάβασή τους από το πρώην σοσιαλιστικό σύστημα στην ελεύθερη οικονομία, προσέφεραν το κατάλληλο υπόβαθρο για επενδύσεις. «Επιλέξαμε να πάμε σε αυτές τις δύο χώρες γιατί διατηρούσαν το προφίλ που θεωρήσαμε κατάλληλο για να ανοίξουμε τα καταστήματα που ονειρευόμουν. Τα “ωραία καταστήματα” που βλέπαμε στην Ευρώπη και βάσει αυτών ήθελα και η δική μου επιχείρηση να εξελιχθεί αντίστοιχα», σημείωσε χαρακτηριστικά.
«Η ελληνική αγορά είχε πάντα καλούς λιανέμπορους»
Παράλληλα, δεν ξεχνά να αναγνωρίσει την ποιότητα του ελληνικού λιανεμπορίου. «Η ελληνική αγορά είχε πάντοτε καλούς λιανέμπορους τροφίμων, όπως οι Σκλαβενίτης, Βασιλόπουλος, Μαρινόπουλος και Βερόπουλος. Για τις μεγάλες πολυεθνικές αλυσίδες το ελληνικό τοπίο ήταν ιδιαίτερα απαιτητικό, με υψηλό επίπεδο επαγγελματισμού και ανταγωνισμού, με αποτέλεσμα συχνά να μην μπορούν να αντεπεξέλθουν στις συνθήκες της εγχώριας αγοράς».
Επιπλέον, ο όμιλος Βερόπουλου υπήρξε πρωτοπόρος στην ψηφιακή μετάβαση του λιανεμπορίου. «Ήμασταν οι πρώτοι που δημιουργήσαμε ηλεκτρονικό κατάστημα σούπερ μάρκετ στην Ελλάδα. Το πρώτο e-shop, όπου ο πελάτης μπορούσε να επιλέξει προϊόντα και να του αποσταλούν στο σπίτι, λειτούργησε πριν από περίπου 25 χρόνια», θυμάται ο ίδιος, δείχνοντας ότι η καινοτομία αποτελούσε διαχρονικό στοιχείο της επιχειρηματικής του φιλοσοφίας.
«Τα κέρδη είναι δείκτης υγείας»
Στη συζήτηση για τα περιθώρια κέρδους των σούπερ μάρκετ και την κουβέντα που έχει ανοίξει για το θέμα τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, ο Νίκος Βερόπουλος απάντησε με σαφήνεια: «Η ύπαρξη κερδοφορίας στις αλυσίδες σούπερ μάρκετ αποτελεί σημάδι υγείας για τις επιχειρήσεις, τους εργαζόμενους, τους καταναλωτές και τους προμηθευτές. Αλυσίδες με προβληματική κερδοφορία είναι επικίνδυνες. Το λέω γιατί έχω περάσει από αυτό το στάδιο και ξέρω τι σημαίνει να έχει κανείς προβληματική κερδοφορία».
Κατά τον ίδιο, η δαιμονοποίηση των κερδών δεν έχει θέση σε μία σύγχρονη οικονομία. «Τα κέρδη των σούπερ μάρκετ παρουσιάζονται ως ανήθικα. Από πού κι ως πού τα κέρδη μιας αλυσίδας είναι ανήθικα και μιας βιομηχανίας ηθικά; Το να βάζουν ταμπέλες κάποιοι που δεν έχουν γνώση το καταλαβαίνω, αλλά το να γίνεται αυτό από υπουργούς που θέλουν να επιδεικνύουν σοβαρότητα, δεν μπορώ να το κατανοήσω».
Ο κύριος Βερόπουλος υπενθύμισε ότι η επιχειρηματικότητα δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς κέρδος, καθώς αυτό αποτελεί το καύσιμο που επιτρέπει τις επενδύσεις, τη δημιουργία θέσεων εργασίας και την εξασφάλιση βιώσιμων τιμών για τον καταναλωτή. Σε αυτό το πλαίσιο, θεωρεί ότι η δημόσια συζήτηση γύρω από τα «υπερκέρδη» συχνά εκτρέπεται σε λαϊκισμό, στερούμενη ουσίας και στοιχείων.
«Η Ελλάδα πρέπει να είναι μια σοβαρή χώρα χωρίς λαϊκισμό»
Με αυστηρό ύφος, ο επιχειρηματίας ασκεί κριτική στην πολιτική ρητορική που συχνά συνοδεύει τη δημόσια αντιπαράθεση για τις τιμές και τα κέρδη στο λιανεμπόριο. «Οι υπουργοί σοβαρών χωρών -όπως θέλουμε να πιστεύουμε ότι είναι η Ελλάδα- θα πρέπει να αναλύουν τα δεδομένα σε σοβαρή βάση και όχι με βάση δηλώσεις. Δυστυχώς, αυτό που υπερισχύει είναι ο λαϊκισμός. Ο λαϊκισμός είναι εύκολος· το να κολλάει κάποιος ετικέτες για να γίνει αρεστός έως την επόμενη εκλογική αναμέτρηση, δεν μπορεί να είναι ο μοναδικός κανόνας για σοβαρά κράτη. Για κράτη-οπερέτες στα Βαλκάνια ίσως το δικαιολογώ, αλλά όχι για χώρες που θέλουν να λέγονται “σοβαρές”».
Ο ίδιος θεωρεί ότι η Ελλάδα έχει όλα τα χαρακτηριστικά για να ανήκει στις «σοβαρές» χώρες της Ευρώπης. Διαθέτει, όπως λέει, ικανούς επιχειρηματίες, οι οποίοι αποτελούν φυσικά πρόσωπα που παίρνουν προσωπικά τις αποφάσεις και φέρουν ευθύνη για την πορεία των επιχειρήσεών τους. «Στην Ευρώπη, οι περισσότερες αλυσίδες είναι πολυεθνικοί και πολυμετοχικοί όμιλοι, εισηγμένοι σε χρηματιστήρια. Δεν υπάρχουν οι επιχειρηματίες που προσδίδουν τη δική τους στρατηγική και στυλ. Όταν ένας ιδιοκτήτης συνεργάζεται στενά με την ομάδα στελεχών του, τότε η στρατηγική αποκτά χαρακτήρα, και αυτό καθορίζει την ευημερία της επιχείρησης και κατ’ επέκταση των καταναλωτών».
Η φιλοσοφία του Νίκου Βερόπουλου συνοψίζεται στη φράση ότι «τα κέρδη φέρνουν υγεία». Για τον ίδιο, η κερδοφορία δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά ένδειξη ορθής λειτουργίας, αποδοτικότητας και σταθερότητας. Στις αγορές των Βαλκανίων, όπου ο όμιλός του δραστηριοποιείται εδώ και πάνω από δύο δεκαετίες, η στρατηγική αυτή απέδωσε, με τα καταστήματα Vero να αποτελούν υπόδειγμα κερδοφορίας και οργάνωσης.
Σε μια εποχή που η συζήτηση για την ακρίβεια και τα περιθώρια κέρδους κυριαρχεί, ο Νίκος Βερόπουλος υπενθυμίζει ότι μια υγιής αγορά δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς υγιείς επιχειρήσεις. Και ότι, για να είναι μια χώρα «σοβαρή», όπως λέει, χρειάζεται λιγότερο λαϊκισμό και περισσότερη κατανόηση του πώς λειτουργεί πραγματικά η οικονομία.