Μπορεί η Δύση να επιβιώσει σε μια εποχή ακροσφαλούς πολιτικής;

Kαιρός να ξαναμάθουμε τις ψυχροπολεμικές τέχνες της διαχείρισης της κλιμάκωσης

Σι Τζινπίνγκ και Βλαντίμιρ Πούτιν © EPA/ALEXANDER KAZAKOV/SPUTNIK/KREMLIN/POOL

Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, η διαχείριση των κινδύνων για τους πολιτικούς και στρατιωτικούς ηγέτες δεν ήταν απλώς ζήτημα στρατηγικής, αλλά ζήτημα ζωής και θανάτου. Για να τους στηρίξουν, τα στρατεύματα της πρώτης γραμμής στην Ευρώπη και την Ασία είχαν την κρίσιμη αποστολή να παρακολουθούν διαρκώς τις εξελίξεις σε πραγματικό χρόνο, ώστε η Δύση να γνωρίζει ακριβώς πόσο —και πότε— έπρεπε να φοβάται τους αντιπάλους της.

Μονάδες του αμερικανικού στρατού στη Δυτική Γερμανία διατηρούσαν «πίνακες εξομάλυνσης», που είχαν σχεδιαστεί για να εντοπίζουν την παραμικρή αύξηση των επιπέδων απειλής. Τέτοιοι πίνακες μπορούσαν να καταγράφουν το σύνηθες μέγεθος των σοβιετικών περιπολιών στον συγκεκριμένο τομέα ή την ημέρα της εβδομάδας κατά την οποία ο εχθρός δοκίμαζε τις τοπικές αεροπορικές άμυνες. Οποιαδήποτε αλλαγή στη ρουτίνα αναφερόταν. Οι στρατηγοί του Ψυχρού Πολέμου υποστήριζαν ότι οι υπερδυνάμεις λειτουργούσαν μέσα από «επίπεδα κλιμάκωσης», καθένα από τα οποία σήμαινε ένα νέο στάδιο βίας και κινδύνου. Κάθε φορά που η μία πλευρά ανέβαινε ένα επίπεδο —ή, αντίθετα, επέλεγε να μην το κάνει— έστελνε ένα σαφές μήνυμα στον αντίπαλο. Μελετητές όπως ο Thomas Schelling ανέλυσαν πώς οι δυνάμεις μπορούσαν να αφήσουν μια κρίση να φτάσει στα άκρα, μέχρι ο ίδιος ο φόβος να αναγκάσει, τη μία ή και τις δύο, να κάνουν πίσω.

Ο ψυχρός πόλεμος ήταν τρομακτικός, αλλά η διαχείριση του κινδύνου σήμερα είναι αναμφισβήτητα πιο περίπλοκη. Τον Σεπτέμβριο, όταν ρωσικά μη επανδρωμένα αεροσκάφη πέταξαν στον εναέριο χώρο της Πολωνίας και της Ρουμανίας και ρωσικά μαχητικά παραβίασαν το έδαφος της Εσθονίας, η στρατιωτική απάντηση του ΝΑΤΟ ήταν ενιαία. Πολεμικά αεροσκάφη από διάφορες χώρες συνεργάστηκαν για να καταρρίψουν τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη και να απομακρύνουν τους εναέριους εισβολείς. Δυστυχώς, η πολιτική αντίδραση αποδείχθηκε πιο περίπλοκη. Στην Πολωνία, την Εσθονία και ορισμένες άλλες χώρες, οι ηγέτες κατηγορούν τη Ρωσία για σκόπιμες προκλήσεις, σχεδιασμένες να δοκιμάσουν τόσο την ενότητα του ΝΑΤΟ όσο και την ευρωπαϊκή αεράμυνα. Αντίθετα, αν τα δημόσια σχόλια αποτελούν οδηγό, ο πρόεδρος Donald Trump φαίνεται πιο πρόθυμος να δεχτεί τους ρωσικούς ισχυρισμούς ότι τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη και τα αεροπλάνα της εισήλθαν κατά λάθος στους ουρανούς του ΝΑΤΟ.

Στην ερώτηση αν η Ρωσία αμφισβητεί την κυριαρχία του ΝΑΤΟ, ένας δυτικός διπλωμάτης απαντά: «Είναι θολό». Η κυβέρνησή του αποδίδει τις πρόσφατες παραβιάσεις των συνόρων σε ένα μείγμα ρωσικής απερισκεψίας και ανικανότητας του τύπου «don’t give a fuck». Ένα πράγμα είναι σαφές, δηλώνει ο διπλωμάτης: Η Ρωσία έχει την ικανότητα να δίνει στη Δύση την εντύπωση ότι «η όρεξή της για κλιμάκωση είναι μεγαλύτερη από τη δική μας».

Η έλλειψη σαφήνειας αναφορικά με τις προθέσεις της Ρωσίας δεν εμπόδισε τις δυτικές κυβερνήσεις να σκληρύνουν την άμυνά τους. Ορισμένες επανεξετάζουν τους κανόνες εμπλοκής για την αντιμετώπιση των αεροπορικών επιδρομών και συζητούν πώς να απαντήσουν σε πολύ πιο διφορούμενες περιπτώσεις «γκρίζων ζωνών». Αυτές περιλαμβάνουν κυβερνοεισβολές και πράξεις δολιοφθοράς που κυμαίνονται από εμπρηστικές επιθέσεις σε συστήματα μεταφορών, καταστήματα και αποθήκες, μέχρι την κοπή υποβρυχίων καλωδίων από ρωσικά πλοία. Στις πρωτεύουσες σε όλη τη Δύση, σκληροτράχηλοι ανώτεροι αξιωματούχοι διδάσκουν στους νεότερους συναδέλφους τους ότι όταν μια χώρα πρέπει να αποτρέψει έναν αντίπαλο, η διατύπωση αξιόπιστων απειλών μπορεί να είναι η μόνη συνετή λύση. Για να το θέσουμε αλλιώς, η ιστορία του ψυχρού πολέμου διδάσκει ότι η κλιμάκωση δεν είναι πάντα σημάδι ότι κάτι πάει στραβά.

Ο Sir Lawrence Freedman, ιστορικός πολέμου στο King’s College του Λονδίνου, εξηγεί στις κυβερνήσεις ότι δεν πρέπει να εκφοβίζονται αδικαιολόγητα από τις πολεμικές ιαχές, ακόμα και τις πυρηνικές, του προέδρου Vladimir Putin και του στενού του κύκλου. Επειδή η εισβολή του κ. Putin στην Ουκρανία το 2022 ήταν ένα ριψοκίνδυνο στοίχημα, οι δυτικές κυβερνήσεις τείνουν να υποθέτουν ότι ο Ρώσος ηγέτης έχει μεγάλη ανοχή στο ρίσκο, λέει ο Sir Lawrence. Ωστόσο, όταν ο κ. Putin επιτέθηκε στην Ουκρανία: «Δεν ήξερε ότι αναλάμβανε τόσο μεγάλο ρίσκο», σημειώνει, ενώ από τα λεγόμενά του κανείς συμπεραίνει ότι ο ηγέτης της Ρωσίας δεν δείχνει κανένα σημάδι ότι θέλει πόλεμο με το ΝΑΤΟ.

Στην εποχή του υβριδικού πολέμου, το μεγάλο ζητούμενο είναι να βρεθούν αξιόπιστοι τρόποι αποτροπής των εχθρών χωρίς να καταπατάται, όπως κάνει η Ρωσία, το διεθνές δίκαιο. Αντίθετα, η κλιμάκωση του Ψυχρού Πολέμου ανάμεσα στις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Σοβιετική Ένωση στηριζόταν σε ένα σύνολο ευρέως αποδεκτών κωδίκων πολέμου. Και οι δύο πλευρές συμφωνούσαν, για παράδειγμα, ότι οι ένοπλες επιθέσεις στην ηπειρωτική πατρίδα ενός αντιπάλου ήταν πολύ πιο προκλητικές από τις επιδρομές σε μια απομακρυσμένη νησιωτική περιοχή. Ωστόσο, όταν η Ρωσία του κ. Putin ενεργεί σαν κακοποιό κράτος, η Δύση δύσκολα μπορεί να απαντήσει με αντίποινα «οφθαλμόν αντί οφθαλμού»: Τα μέλη του ΝΑΤΟ δεν πρόκειται να κάψουν εμπορικά κέντρα στη Μόσχα.

Βέβαια, η ασυμμετρία δεν χρειάζεται να είναι ρωσικό μονοπώλιο. Μετά την εισβολή στην Ουκρανία, ορισμένοι σύμμαχοι κατηγόρησαν τον πρόεδρο Joe Biden ότι, με τις πρώτες νύξεις για πυρηνική κλιμάκωση από τη Ρωσία, υποχώρησε προληπτικά. Ένας πρώην αξιωματούχος της κυβέρνησης Biden επιμένει ότι το αφεντικό του όντως τιμώρησε και απέτρεψε τη Ρωσία με ασύμμετρες πράξεις κλιμάκωσης. Τον Οκτώβριο του 2022 οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες ανέφεραν την πιθανότητα  η Ρωσία να το παίξει «κορώνα – γράμματα για το αν θα χρησιμοποιήσει πυρηνικά όπλα στην περίπτωση που οι δυνάμεις της αντιμετώπιζαν μια μεγάλη ήττα στην Ουκρανία. Σε απάντηση, ο πρόεδρος Biden και οι συνεργάτες του άφησαν να εννοηθεί —έστω και χωρίς να το δηλώσουν ανοιχτά— πως, αν η Ρωσία προχωρούσε σε χρήση πυρηνικών, οι αμερικανικές συμβατικές δυνάμεις δεν θα έμεναν απαθείς. Το 2024, όταν η Μόσχα κατέφυγε σε βορειοκορεατικά στρατεύματα για να ενισχύσει τον πόλεμό της στην Ουκρανία, η Ουάσιγκτον απάντησε επιτρέποντας στο Κίεβο να εκτοξεύσει πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς ATACMS βαθιά μέσα στο ρωσικό έδαφος.

Εν τω μεταξύ, η Κίνα δοκιμάζει τους Αμερικανούς συμμάχους στην Ασία, κυρίως την Ιαπωνία και τις Φιλιππίνες, με επιδείξεις στρατιωτικής ισχύος. Κάθε χρόνο ο Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός οργανώνει όλο και μεγαλύτερες ασκήσεις για να εξασκηθεί στην περικύκλωση της Ταϊβάν. Οι ένοπλες δυνάμεις της Κίνας ενδιαφέρονται για τις δυτικές προσεγγίσεις στη διαχείριση της κλιμάκωσης, λέει ο Tong Zhao, ειδικός σε θέματα πυρηνικής στρατηγικής στο Carnegie Endowment for International Peace, ένα κέντρο μελετών με έδρα την Ουάσιγκτον. Στα κινεζικά, οι ηγέτες μιλούν για την κατάκτηση του «zhanzheng kongzhi» ή «ελέγχου του πολέμου». Ωστόσο, ο κ. Zhao κάνει λόγο για «υπερβολικούς» φόβους ότι η Κίνα θα χρησιμοποιήσει τη ρωσική επιθετικότητα στην Ευρώπη ως κάλυψη για καιροσκοπικές επιθέσεις στην Ασία. Εάν η Κίνα κάνει μια κίνηση στην Ταϊβάν ή στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας, θα το κάνει με δική της πρωτοβουλία, λέει, προσθέτοντας ότι η Κίνα δεν επηρεάζεται «σε μεγάλο βαθμό από το τι κάνει η Ρωσία».

Η Κίνα δεν είναι απλώς ισχυρότερη από τη Ρωσία, αλλά και πιο υπομονετική και πειθαρχημένη. Ο Schelling χαρακτήρισε κάποτε τη στρατηγική, σε εποχές ακροσφαλούς πολιτικής, ως «την τέχνη του εξαναγκασμού, του εκφοβισμού και της αποτροπής». Παρότι ειπώθηκαν πριν από δεκαετίες, τα λόγια του αντικατοπτρίζουν με εντυπωσιακή ακρίβεια τη σύγχρονη στάση της Κίνας απέναντι στην οικονομική και εθνική της ασφάλεια. Η διαχείριση των κινδύνων γίνεται ολοένα πιο περίπλοκη. Η αποφυγή τους δεν αποτελεί πλέον επιλογή.

© 2025 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved. Άρθρο από τον Economist, το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από την www.powergame.gr. Το πρωτότυπο άρθρο, στα αγγλικά, βρίσκεται στο www.economist.com.