Στην περίπτωση που το χρηματιστήριο της Αμερικής καταρρεύσει, θα πρόκειται για μια από τις πιο προβλεπόμενες οικονομικές καταρρεύσεις στην ιστορία. Όλοι, από τους επικεφαλής των τραπεζών μέχρι το ΔΝΤ, έχουν προειδοποιήσει για τις στρατοσφαιρικές αποτιμήσεις των αμερικανικών εταιρειών τεχνολογίας. Οι κεντρικοί τραπεζίτες προετοιμάζονται για οικονομικά προβλήματα. Οι επενδυτές που έγιναν γνωστοί ποντάροντας κατά των ενυπόθηκων ομολόγων μειωμένης εξασφάλισης το 2007-09 έχουν επανεμφανιστεί για άλλο ένα «μεγάλο σορτάρισμα». Σε κάθε σημάδι κλυδωνισμού, όπως η πρόσφατη ελαφρά εβδομαδιαία πτώση του δείκτη τεχνολογικών μετοχών Nasdaq, οι εικασίες ότι η αγορά βρίσκεται στο χείλος του γκρεμού αυξάνονται.
Δεν αποτελεί έκπληξη. Ο κυκλικά προσαρμοσμένος δείκτης τιμών-κερδών του S&P 500, που παρακολουθεί, μεταξύ άλλων, την απόδοση, των «υπέροχων επτά» τεχνολογικών γιγάντων, έφτασε σε επίπεδα που την τελευταία φορά είχαν παρατηρηθεί κατά τη διάρκεια της έκρηξης των dotcom. Οι επενδυτές στοιχηματίζουν ότι οι τεράστιες δαπάνες για την Τεχνητή Νοημοσύνη θα αποδώσουν. Ωστόσο, οι αριθμοί είναι τρομακτικοί. Όπως εκτιμά η τράπεζα JPMorgan Chase, για να πετύχουν οι εταιρείες απόδοση 10% στις επενδύσεις Τεχνητής Νοημοσύνης που προβλέπονται έως το 2030, θα χρειαστούν συλλογικά 650 δισ. δολάρια από ετήσια έσοδα Τεχνητής Νοημοσύνης, που ισοδυναμούν με πάνω από 400 δολάρια ετησίως από κάθε χρήστη iPhone. Η ιστορία δείχνει ότι τέτοιες υψηλές προσδοκίες συχνά διαψεύδονται, στην αρχή, από τις νέες τεχνολογίες, ακόμα και αν αυτές προχωρήσουν ώστε να αλλάξουν τον κόσμο.
Ωστόσο, παρ’ ότι ένα κραχ στις αγορές δεν θα εξέπληττε σχεδόν κανέναν, ελάχιστοι έχουν πραγματικά αναλογιστεί τις συνέπειές του. Αυτό οφείλεται εν μέρει στο ότι, προς το παρόν, οι πιθανότητες μια μεγάλη χρηματιστηριακή πτώση να εξελιχθεί σε ευρεία χρηματοπιστωτική κρίση παραμένουν χαμηλές. Σε αντίθεση με τα τέλη της δεκαετίας του 2000 -όταν η υπερβολική μόχλευση και η πολύπλοκη χρηματοοικονομική μηχανική διογκώσαν μια φούσκα που στηρίχθηκε σε επισφαλή στεγαστικά δάνεια- η σημερινή «ευφορία της ΤΝ» έχει χρηματοδοτηθεί κυρίως με ίδια κεφάλαια και όχι με χρέος. Ταυτόχρονα, η πραγματική οικονομία έχει αποδείξει τα τελευταία χρόνια ότι διαθέτει αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα: από την ενεργειακή κρίση που ταλάνισε την Ευρώπη μέχρι τους αμερικανικούς δασμούς, κατάφερε να αντέξει αλλεπάλληλα σοκ χωρίς να εκτροχιαστεί. Οι υφέσεις, πλέον, τείνουν να γίνονται όλο και πιο σπάνιες.
Παρ’ όλα αυτά, θα ήταν αφελές να πιστεύουμε ότι οι επιπτώσεις των μεγάλων χρηματιστηριακών απωλειών θα σταματούσαν στα πορτοφόλια των επενδυτών. Όσο περισσότερο διαρκεί η έκρηξη των επενδύσεων τόσο πιο αδιαφανής γίνεται η χρηματοδότησή τους. Κι ακόμα και χωρίς οικονομικό Αρμαγεδδώνα, μια δραματική πτώση του χρηματιστηρίου θα μπορούσε τελικά να ρίξει μια μέχρι τώρα ανθεκτική παγκόσμια οικονομία σε ύφεση.
Η ρίζα της ευπάθειας είναι ο Αμερικανός καταναλωτής. Οι μετοχές αντιπροσωπεύουν το 21% του πλούτου των νοικοκυριών της χώρας – περίπου το ένα τέταρτο του ποσού που ήταν και στο αποκορύφωμα της έκρηξης των dotcom. Τα περιουσιακά στοιχεία που σχετίζονται με την ΤΝ είναι υπεύθυνα για σχεδόν το μισό της αύξησης του πλούτου των Αμερικανών κατά το τελευταίο έτος. Καθώς τα νοικοκυριά έχουν γίνει πλουσιότερα, έχουν βολευτεί στο να αποταμιεύουν λιγότερο απ’ ό,τι πριν από την πανδημία (αν και όχι τόσο λίγο όσο κατά τη διάρκεια της έκρηξης των subprime).
Ένα κραχ θα μπορούσε να αντιστρέψει αυτές τις τάσεις. Υπολογίζουμε ότι μια πτώση των μετοχών συγκρίσιμη με τη χρεοκοπία των dotcom θα μείωνε την καθαρή αξία των αμερικανικών νοικοκυριών κατά 8%. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να προκαλέσει μεγάλη υποχώρηση των καταναλωτικών δαπανών. Σύμφωνα με έναν εμπειρικό κανόνα, η υποχώρηση θα ανερχόταν στο 1,6% του ΑΕΠ – αρκετή για να ωθήσει την Αμερική, όπου η αγορά εργασίας ήδη υποφέρει, σε ύφεση. Η επίπτωση στους καταναλωτές θα επισκιάσει αυτό που είναι πιθανό να προκληθεί από τυχόν στέγνωμα των επενδύσεων ΤΝ, μεγάλο μέρος των οποίων αφορά τσιπ που εισάγονται από την Ταϊβάν.
Το σοκ, και η ασθενέστερη αμερικανική ζήτηση, θα μεταφερόταν στην Ευρώπη με τη χαμηλή ανάπτυξη και στην αποπληθωριστική Κίνα, επιτείνοντας το πλήγμα στους εξαγωγείς από τους δασμούς του προέδρου Donald Trump. Κι επειδή οι ξένοι έχουν έκθεση σε αμερικανικές μετοχές αξίας 18 τρισ. δολαρίων, θα υπήρχε μια μίνι επίδραση στον πλούτο σε παγκόσμιο επίπεδο.
Τα καλά νέα είναι ότι μια παγκόσμια ύφεση με τις ρίζες της στις αγορές μετοχών δεν χρειάζεται να είναι βαθιά. Αυτή, για παράδειγμα, που ακολούθησε το κραχ των dotcom ήταν ρηχή και αποφεύχθηκε από πολλές μεγάλες οικονομίες. Είναι σημαντικό ότι η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ έχει αρκετά περιθώρια να μειώσει τα επιτόκια για να ενισχύσει τη ζήτηση, ενώ ορισμένες χώρες θα ανταποκρίνονταν με δημοσιονομικά κίνητρα. Ωστόσο, μια ύφεση θα εξέθετε τα τρωτά σημεία του σημερινού οικονομικού και γεωπολιτικού τοπίου, αποδυναμώνοντας περαιτέρω την ηγεμονία της Αμερικής, υπονομεύοντας τους κρατικούς προϋπολογισμούς και επιδεινώνοντας τα προστατευτικά ένστικτα.
Χωρίς την άνθηση της Τεχνητής Νοημοσύνης, η αμερικανική οικονομία θα έμοιαζε όπως την άνοιξη: θα απειλούνταν από δασμούς, ταλαιπωρημένους θεσμούς και όλο και πιο εύθραυστη πολιτική (όταν δημοσιεύσαμε αυτό το κείμενο, η μεγαλύτερη διακοπή λειτουργίας της αμερικανικής κυβέρνησης όλων των εποχών μόλις έφτανε στο τέλος της). Σε μια ύφεση η Αμερική παίζει συνήθως το ρόλο του καταφυγίου. Βέβαια, υπό αυτές τις συνθήκες -και με την Αμερική να έχει υποστεί τη χειρότερη υποβάθμιση της ανάπτυξης- το ότι θα στραφεί κάποιος προς το δολάριο, το οποίο έχει υποχωρήσει κατά 8% φέτος, δεν είναι βέβαιο. Αν και ένα ασθενέστερο δολάριο θα ήταν ευλογία για τον υπόλοιπο κόσμο, για τον οποίο ένα ακριβότερο δολάριο σφίγγει τις χρηματοπιστωτικές συνθήκες, θα ενίσχυε την ιδέα ότι ο αμερικανικός εξαιρετισμός δεν είναι αυτό που ήταν. Ο κίνδυνος για το δολάριο θα ήταν ιδιαίτερα μεγάλος, δεδομένου ότι το 2026 θα μπορούσε να φέρει πολύ μεγαλύτερη πολιτική επιρροή στην Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ, όπως εξηγεί το ετήσιο ένθετό μας, «Ο Κόσμος το 2026».
Μια ύφεση θα έθετε επίσης τις υπερχρεωμένες κυβερνήσεις παντού σε μια αυστηρή δημοσιονομική δοκιμασία. Οι κεντρικές τράπεζες θα μείωναν τα επιτόκια, διευκολύνοντας το κόστος εξυπηρέτησης του τεράστιου χρέους του πλούσιου κόσμου, το οποίο ανέρχεται στο 110% του ΑΕΠ του. Όμως τα ελλείμματα θα διευρύνονταν, καθώς οι δαπάνες κοινωνικής πρόνοιας θα αυξάνονταν και τα φορολογικά έσοδα θα μειώνονταν. Στις πιο ευάλωτες οικονομίες, οι δημοσιονομικοί φόβοι θα μπορούσαν να προκαλέσουν την καθήλωση ή ακόμα και την άνοδο των αποδόσεων των μακροπρόθεσμων ομολόγων, καθώς οι κεντρικές τράπεζες θα μείωναν τα βραχυπρόθεσμα επιτόκια – μια δυναμική που έχει κατά καιρούς εμφανιστεί τα τελευταία δύο χρόνια. Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι οι αγορές παρέχουν στη Γαλλία ή τη Βρετανία, ας πούμε, πολλά περιθώρια για οποιαδήποτε δημοσιονομικά κίνητρα.
Η τελική και ίσως πιο καθοριστική επίπτωση θα εμφανιζόταν στο παγκόσμιο εμπόριο. Αν οι Αμερικανοί περιόριζαν τις δαπάνες τους, το εμπορικό έλλειμμα θα μειωνόταν σχεδόν με βεβαιότητα – ένα αποτέλεσμα που θα ικανοποιούσε τον κ. Trump. Ταυτόχρονα, μια αγορά σε δυσχερή κατάσταση θα καθιστούσε τον Λευκό Οίκο λιγότερο επιθετικό στο μέτωπο του εμπορίου. Ωστόσο, το άλλο μεγάλο σημείο τριβής στο παγκόσμιο εμπόριο -το αυξανόμενο κινεζικό πλεόνασμα στα βιομηχανικά προϊόντα- θα επιδεινωνόταν περαιτέρω. Ήδη σήμερα, Ευρωπαίοι και Ασιάτες παραγωγοί δυσκολεύονται να ανταγωνιστούν τον καταιγισμό κινεζικών προϊόντων, ο οποίος εντείνεται όσο η Κίνα εξάγει λιγότερα στην Αμερική. Μια επιβράδυνση της αμερικανικής οικονομίας θα διογκώσει ακόμη περισσότερο αυτό το πλεόνασμα, τροφοδοτώντας νέα κύματα προστατευτισμού και πολιτικών πιέσεων. Ο κόσμος μπορεί να προεξοφλεί ένα ενδεχόμενο κραχ στην αμερικανική χρηματιστηριακή αγορά. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι είναι προετοιμασμένος για τις συνέπειές του.
© 2025 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved. Άρθρο από τον Economist, το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από το www.powergame.gr. Το πρωτότυπο άρθρο, στα αγγλικά, βρίσκεται στο www.economist.com.