Αν η Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως ισχυρίζεται ο Donald Trump, δημιουργήθηκε «για να πηδήξει τις Ηνωμένες Πολιτείες», κανείς δεν το είπε στις εταιρείες της. Το 2023 το απόθεμα των άμεσων ξένων επενδύσεων στην Αμερική που κατέχουν οι επιχειρήσεις της Ε.Ε. έφτασε πάνω από 2 τρισ. δολάρια, αντιπροσωπεύοντας σχεδόν τα δύο πέμπτα του συνόλου της χώρας, από το ένα τρίτο μια δεκαετία πριν. Αυτό το απόθεμα είναι πολύ περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη πηγή. Οι ευρωπαϊκές εταιρείες απασχολούν περίπου 3,5 εκατ. άτομα στην Αμερική, περισσότερα από όσα απασχολούν οι αμερικανικές στην Ευρώπη. Η ένωση αυτοκινητοβιομηχανιών της Γερμανίας αναφέρει ότι τα μέλη της απασχολούν 140.000 εργαζόμενους σε 2.000 εργοστάσια στην Αμερική, οι οποίοι παράγουν 900.000 οχήματα ετησίως.
Παρ’ όλα αυτά, οι ευρωπαϊκές εταιρείες έχουν βρεθεί στο στόχαστρο του Αμερικανού προέδρου, ο οποίος ενοχλείται από το γεγονός ότι η χώρα του εισάγει περισσότερα αγαθά από την Ε.Ε. απ’ όσα εξάγει (και αγνοεί το γεγονός ότι για τις υπηρεσίες ισχύει ακριβώς το αντίθετο). Στις 23 Μαΐου ο κ. Trump απείλησε να επιβάλει από την 1η Ιουνίου δασμούς 50% στα ευρωπαϊκά προϊόντα. Έκτοτε ένας καταιγισμός διπλωματικών ενεργειών οδήγησε σε αναστολή, ενώ ένα δικαστήριο στην Αμερική έθεσε υπό αμφισβήτηση τις εξουσίες του κ. Trump όσον αφορά τον καθορισμό των δασμών. Ωστόσο, η αβεβαιότητα είναι αρκετή για να κάνει τους επικεφαλής εταιρειών στην Ευρώπη να εξετάσουν προσεκτικά την έκθεσή τους στη χώρα.
Με βάση τα στοιχεία της τράπεζας Morgan Stanley, οι εταιρείες που είναι εισηγμένες στην Ε.Ε. βασίζονται στην Αμερική για, κατά μέσο όρο, σχεδόν το ένα πέμπτο των πωλήσεών τους (βλ. διάγραμμα). Για εταιρείες όπως η EssilorLuxotica, η γαλλογερμανική εταιρεία κατασκευής γυαλιών, και η Novo Nordisk, η δανέζικη εταιρεία παραγωγής φαρμάκων για την απώλεια βάρους, το μερίδιο είναι πολύ μεγαλύτερο. Βέβαια, οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις που παράγουν στην Αμερική συχνά βασίζονται σε εισροές από το εξωτερικό. Καθώς η Αμερική απειλεί να γίνει ένα πιο δαπανηρό και ευμετάβλητο μέρος για να δραστηριοποιηθεί κανείς επιχειρηματικά, ορισμένοι μπορεί να μπουν στον πειρασμό να στρέψουν την προσοχή τους σε μια άλλη αγορά που έχει πέσει τελευταία σε δυσμένεια: την Κίνα. Θα έπρεπε;
Τα τελευταία χρόνια οι ευρωπαϊκές εταιρείες έχουν ρίξει χρήμα στην Αμερική, προσελκυσμένες από την ταχεία ανάπτυξη της οικονομίας της και, για ορισμένες βιομηχανίες, από τις γενναιόδωρες επιδοτήσεις που εισήγαγε η κυβέρνηση Biden. Ταυτόχρονα, πολλές ευρωπαϊκές επιχειρήσεις έχουν μειώσει τις επενδύσεις τους στην Κίνα, λόγω της επιβράδυνσης της ανάπτυξης, του σκληρού ανταγωνισμού από τους εγχώριους ανταγωνιστές και των ανησυχιών για τις όλο και πιο δύσκολες σχέσεις της χώρας με την Ε.Ε. Τα τελευταία χρόνια το μερίδιο των πωλήσεων των εισηγμένων εταιρειών της Ε.Ε. που πραγματοποιούνται στην Κίνα έμεινε κάτω από το ένα δέκατο, ενώ το μερίδιο από την Αμερική σταδιακά αυξάνεται.
Τώρα ορισμένες ευρωπαϊκές επιχειρήσεις επανεξετάζουν τη στροφή τους προς τη Δύση. Αν και λίγες, όπως ο γαλλικός φαρμακευτικός γίγαντας Sanofi και η γερμανική Siemens, έχουν ανακοινώσει μεγάλες επενδύσεις για να ενισχύσουν την παραγωγή στην Αμερική, πολλές άλλες αποθαρρύνονται από τη χαοτική πολιτική του κ. Trump. Σε πρόσφατη έρευνα του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου της Γερμανίας, το 24% των εταιρειών δήλωσε ότι σχεδιάζει να αυξήσει τις επενδύσεις του στην Αμερική, ενώ το 29% δήλωσε ότι σχεδιάζει να τις μειώσει.
«Η αβεβαιότητα καθιστά τις μεγάλες στρατηγικές αποφάσεις πολύ δύσκολες», λέει ο Alexander Lacik, επικεφαλής της Pandora, της μεγαλύτερης, βάσει όγκου, εταιρείας κατασκευής κοσμημάτων στον κόσμο. Περίπου το 30% των πωλήσεων της δανέζικης εταιρείας προέρχεται από την Αμερική. Το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής της δεν βρίσκεται στην Ευρώπη, αλλά στην Ταϊλάνδη. Η Pandora στέλνει επίσης προϊόντα που προορίζονται για τον Καναδά και τη Λατινική Αμερική στο κέντρο διανομής της στη Βαλτιμόρη, κάτι που μπορεί να σταματήσει να κάνει λόγω των αμερικανικών δασμών. Το αφεντικό μιας ολλανδικής πολυεθνικής εταιρείας εκφράζει ομοίως τη λύπη του για την αστάθεια των εμπορικών πολιτικών της Αμερικής. Κάθε νέα ανακοίνωση δασμών έχει δυνητικά μεγάλες επιπτώσεις για την εφοδιαστική αλυσίδα και την τιμολόγησή της.
Εν τω μεταξύ, ορισμένες ευρωπαϊκές εταιρείες στρέφουν το βλέμμα τους προς τα ανατολικά. «Οι Ευρωπαίοι επιχειρηματίες δείχνουν διάθεση για επαναπροσέγγιση της Κίνας», λέει ο Max Zenglein του MERICS, ενός κέντρου μελετών με έδρα το Βερολίνο. Η Volkswagen, η μεγαλύτερη αυτοκινητοβιομηχανία της Ευρώπης, είναι μια εταιρεία που επιθυμεί να αντιστρέψει την επιδεινούμενη θέση της στην αγορά. Στην έκθεση αυτοκινήτου της Σαγκάης τον Απρίλιο ανακοίνωσε ότι θα λανσάρει 11 μοντέλα αποκλειστικά για την Κίνα, συμπεριλαμβανομένων έξι ηλεκτρικών οχημάτων και δύο plug-in υβριδικών. Έχει θέσει ως στόχο, μέχρι το 2030, να πουλάει 4 εκατ. αυτοκίνητα ετησίως στην Κίνα, από 2,9 εκατ. το 2024 -ένα δύσκολο έργο, δεδομένου ότι οι πωλήσεις της εκεί συρρικνώθηκαν πέρυσι κατά σχεδόν 10%.
Παρά το πρόσφατο φλερτ των ηγετών της Κίνας προς τους Ευρωπαίους επικεφαλής εταιρειών, η χώρα παραμένει δύσκολη για τη δραστηριοποίηση των εταιρειών της Ε.Ε. Οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν σημαντικά εμπόδια στις επενδύσεις, τις προμήθειες και τη διαχείριση δεδομένων, λέει ο κ. Zenglein. Σε έρευνα που πραγματοποιήθηκε νωρίτερα φέτος στην Κίνα από το Εμπορικό Επιμελητήριο της Ε.Ε., το 73% των εταιρειών δήλωσε ότι τον τελευταίο χρόνο η επιχειρηματική δραστηριότητα εκεί έγινε πιο δύσκολη.
«Η επίθεση γοητείας της Κίνας -όσο επίκαιρη και αν είναι, δεδομένης της επιθετικότητας του Trump κατά της Ε.Ε.- θα πρέπει να αγνοηθεί», υποστηρίζει η Alicia García Herrero της επενδυτικής τράπεζας Natixis. Τα περιθώρια κέρδους είναι ρευστά, οι ξένες εταιρείες βρίσκονται σε μειονεκτική θέση και όποιος ελπίζει να μεταφέρει τεχνολογία από την Κίνα στην Ευρώπη θα το κάνει μάταια, προειδοποιεί η κ. García Herrero.
Βέβαια, οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις δεν θα τοποθετήσουν όλες ίδια σε οποιαδήποτε χώρα. Η Κίνα είναι η μεγαλύτερη αγορά στον κόσμο για αυτοκίνητα και εργαλειομηχανές. Η Αμερική είναι η μεγαλύτερη για ρούχα και φάρμακα. Η έκθεση στις δύο υπερδυνάμεις ποικίλλει ήδη σημαντικά μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών. Σύμφωνα με τη Morgan Stanley, η Αμερική αντιπροσωπεύει το 42% των πωλήσεων των εισηγμένων ολλανδικών επιχειρήσεων, σε σύγκριση με μόλις 8% για τις ιταλικές. Οι γερμανικές εταιρείες πραγματοποιούν το 13% των εσόδων τους στην Κίνα, ενώ οι ισπανικές μόλις το 2%.
Επιπλέον, η Αμερική και η Κίνα δεν είναι οι μόνες επιλογές που έχουν στη διάθεσή τους οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις. Ο Jacob Aarup-Andersen, διευθύνων σύμβουλος της δανέζικης ζυθοποιίας Carlsberg, λέει ότι αν και η εταιρεία του σχεδιάζει να συνεχίσει να επενδύει στην Κίνα, η οποία αποτελεί το ένα πέμπτο των πωλήσεών της, εντείνει παράλληλα τις προσπάθειές της για ανάπτυξη σε άλλες αγορές, όπως η Ινδία και το Βιετνάμ. Άλλωστε, πέρα από τις αντίπαλες υπερδυνάμεις, υπάρχει ένας ολόκληρος απέραντος κόσμος.
© 2025 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved. Άρθρο από τον Economist, το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από την www.powergame.gr. Το πρωτότυπο άρθρο, στα αγγλικά, βρίσκεται στο www.economist.comD