Στις 10 Ιουνίου, η εθνική Βραζιλίας πανηγύρισε μια νίκη. Στα χαρτιά, τίποτα σπουδαίο για την πιο επιτυχημένη ομάδα που πάτησε ποτέ χορτάρι. Στην πραγματικότητα, όμως, η ατμόσφαιρα που ακολούθησε θύμιζε περισσότερο ξινή ανακούφιση παρά θρίαμβο. Η Βραζιλία χρειάστηκε να μοχθήσει για να κάμψει την Παραγουάη – μια ομάδα που, βάσει προσδοκιών, θεωρείται «νάνος» του νοτιοαμερικανικού ποδοσφαίρου. Το τελικό σκορ; Ένα φτωχό 1-0. Η Βραζιλία εξασφάλισε το εισιτήριο για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2026, αλλά μόλις τρεις μήνες μετά την Αργεντινή, την αιώνια αντίπαλό της, που είχε ήδη σφραγίσει τη θέση της με άνεση και μαθηματική ακρίβεια. Και το χειρότερο; Η Βραζιλία θα κλείσει την προκριματική φάση μόλις τρίτη, πίσω ακόμα κι από τον… Ισημερινό. Σαν να μην έφτανε αυτό, είχε προηγηθεί τον Μάρτιο μια ταπεινωτική ήττα από την Αργεντινή, υπενθυμίζοντας ότι το άλλοτε αδιαμφισβήτητο μεγαλείο της Βραζιλίας κλυδωνίζεται όλο και πιο επικίνδυνα.
Αυτή η πτώση, όμως, δεν ήρθε ξαφνικά. Η Seleção —η εθνική ομάδα της Βραζιλίας— αγνοεί την κορυφή του κόσμου για πάνω από είκοσι χρόνια. Παρότι υπήρξε η απόλυτη βασίλισσα των Μουντιάλ, κατακτώντας πέντε τίτλους σε πέντε διαφορετικές δεκαετίες μέχρι το 2002, έκτοτε μοιάζει να έχει ξεχάσει τη μαγεία του νικητή. Η εθνική ταυτότητα της Βραζιλίας μοιάζει να χτυπάει στο ρυθμό της μπάλας, περισσότερο από οπουδήποτε αλλού στον κόσμο. Δεν υπάρχει μαθητής που να μη γνωρίζει τα μυθικά ονόματα του του Pelé, του Garrincha, του Ronaldinho, του Tostão, και του Ronaldo –του αυθεντικού, του «Φαινομένου». Σύμφωνα με το Διεθνές Κέντρο Αθλητικών Σπουδών στην Ελβετία, από το 2020 έως το 2025 η Βραζιλία εξήγαγε 3.020 επαγγελματίες ποδοσφαιριστές — περισσότερους από οποιοδήποτε άλλο κράτος. Όμως ακόμα κι αυτή η αδιαμφισβήτητη υπεροχή μοιάζει να φθίνει. Η Γαλλία και η Αργεντινή κλείνουν όλο και περισσότερο την ψαλίδα, διεκδικώντας τον τίτλο των νέων «εργοστασίων» σπουδαίων παικτών.
«Πρόκειται για τη χειρότερη στιγμή για την εθνική ομάδα», λέει ο André Rizek, αθλητικός σχολιαστής. Οι Βραζιλιάνοι στρέφονται εναντίον της ομάδας τους. Τα τελευταία χρόνια πολλοί έχουν σταματήσει να φορούν την κίτρινη φανέλα, καθώς έχει συνδεθεί με την ακροδεξιά πολιτική. Η Συνομοσπονδία Ποδοσφαίρου της Βραζιλίας (CBF) βρίσκεται σε απόγνωση. Τον Μάιο προσέλαβε τον Carlo Ancelotti, έναν Ιταλό προπονητή σούπερ σταρ, σε μια προσπάθεια να αλλάξει τα πράγματα.
Η πτώση της Seleção οφείλεται εν μέρει στην τύχη, στην επιστροφή της στον μέσο όρο. Δύο γενιές θρυλικών ποδοσφαιριστών έχουν ήδη αποσυρθεί και παρόλο που η νέα γενιά είναι «εξαιρετική», λέει ένας συνταξιούχος αστέρας του ποδοσφαίρου, «δεν είναι του ίδιου διαμετρήματος». Επίσης το γεγονός ότι οι κορυφαίοι παίκτες σήμερα πωλούνται σε ευρωπαϊκούς συλλόγους ως έφηβοι, που σημαίνει ότι σπάνια παίζουν στην πατρίδα τους, δεν βοηθάει. «Οι Βραζιλιάνοι αισθάνονται ότι δεν έχουν πια καμία σχέση με την εθνική τους ομάδα καθώς γίνεται όλο και πιο απόμακρη», λέει ο Juca Kfouri, κορυφαίος δημοσιογράφος του βραζιλιάνικου ποδοσφαίρου. Ο διασημότερος σημερινός ποδοσφαιριστής της χώρας, ο Neymar, είναι ένας απίστευτος ντρίμπλερ. Παράλληλα, είναι διχαστικός, ένθερμος υποστηρικτής του Jair Bolsonaro, του ακροδεξιού πρώην προέδρου, και έχει τη φήμη του πλέιμποϊ. Είναι επίσης 33 ετών και έχει ταλαιπωρηθεί πρόσφατα από τραυματισμούς – κυρίως στη Σαουδική Αραβία. «Μας χρωστάει», λέει ο Carlos Alberto, ένας οργισμένος οπαδός στο Ρίο ντε Τζανέιρο. «Φαίνεται να έχει ξεχάσει τη δουλειά του!»
Πέρα από τη φθίνουσα ποιότητα των παικτών της, το ξεθωριασμένο αστέρι της Seleção μπορεί να αποδοθεί στη σήψη των ποδοσφαιρικών ομοσπονδιών της Βραζιλίας και στην εχθρότητα των συλλόγων της. Στις αρχές της δεκαετίας του 2010, μια σειρά ερευνών αποκάλυψε μαζική δωροδοκία στην καρδιά της FIFA, του διοικητικού οργάνου του ποδοσφαίρου με έδρα την Ελβετία. Οι εισαγγελείς διαπίστωσαν ότι η δωροδοκία είχε αλώσει σχεδόν όλες τις συναλλαγές της FIFA, από τις συμβάσεις χορηγίας ρούχων μέχρι τη διαδικασία επιλογής των χωρών που θα φιλοξενήσουν το Παγκόσμιο Κύπελλο και τις προεδρικές εκλογές του οργανισμού. Οι έρευνες οδήγησαν στην απομάκρυνση του Ricardo Teixeira, του επί μακρόν επικεφαλής της CBF.
Μετά από αυτό, η CBF πήρε την κάτω βόλτα. Δύο από τους διαδόχους του κ. Teixeira πιάστηκαν στα πράσα, ο ένας καταδικάστηκε σε φυλάκιση, ο άλλος αποκλείστηκε από το ποδόσφαιρο για 20 χρόνια. Ένας άλλος απομακρύνθηκε αφού κατηγορήθηκε για σεξουαλική παρενόχληση. Και οι τρεις υποστηρίζουν ότι είναι αθώοι. Ένας τέταρτος, ο Ednaldo Rodrigues, διώχθηκε μετά από δικαστική απόφαση στις 15 Μαΐου, τερματίζοντας έτσι μια σύντομη θητεία, με το συμβόλαιό του να κηρύσσεται άκυρο επειδή η υπογραφή του μπορεί να ήταν πλαστή. «Η CBF είχε πάντοτε πολλές καταγγελίες για διαφθορά», λέει ο κ. Rizek. «Ωστόσο, παλαιότερα είχε πιο επαγγελματίες στην ηγεσία. Τώρα είναι χαοτική». Επί των ημερών του κ. Rodrigues ο προπονητής της εθνικής ομάδας άλλαξε τέσσερις φορές μέσα σε δύο χρόνια.
Τα ερωτήματα σχετικά με τα χρήματα εξακολουθούν να υφίστανται. Σύμφωνα με τον Allan de Abreu, δημοσιογράφο του περιοδικού Piauí, ο κ. Rodrigues έβαλε την CBF να πληρώσει τις πτήσεις για το ταξίδι των 1.200 χιλιομέτρων από το Σαλβαδόρ, τη γενέτειρά του, στο Ρίο, όπου εδρεύει η ομοσπονδία, για τη σύζυγό του, την κόρη του, τον εγγονό του, τον ανιψιό του και ακόμη και τον οικογενειακό κομμωτή. Ο κ. Abreu διαπίστωσε επίσης ότι για να κρατήσει ευχαριστημένους τους ηγέτες των 27 ποδοσφαιρικών ομοσπονδιών της Βραζιλίας σε πολιτειακό επίπεδο, έπρεπε να αυξήσει τους μισθούς τους από 50.000 ρεάις τον μήνα (9.000 δολάρια) σε 215.000. Κατά τη διάρκεια του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 2022 πλήρωσε αεροπορικά εισιτήρια για 49 άτομα που δεν είχαν σχέση με το ποδόσφαιρο, συμπεριλαμβανομένων αρκετών βουλευτών και των οικογενειών τους, για το Κατάρ και τα τοποθέτησε σε ξενοδοχεία πέντε αστέρων. Εν τω μεταξύ, τα χρήματα για την εκπαίδευση των διαιτητών τελείωσαν. Ο κ. Rodrigues λέει ότι όλοι οι λογαριασμοί της CBF ελέγχθηκαν. «Ποτέ δεν έχω πάρει ούτε ένα σεντ παραπάνω από την CBF, πέραν του μισθού μου», λέει.
Τα προβλήματα επιδεινώνονται από τις υποεθνικές ομοσπονδίες. Η Βραζιλία έχει άπειρα πρωταθλήματα, με το εθνικό να υπάρχει παράλληλα με τα πρωταθλήματα των 27 πολιτειών της Βραζιλίας, συχνά με πολλαπλές βαθμίδες. Η CBF τα οργανώνει όλα, καθώς και τους αγώνες της εθνικής ομάδας. Όμως, η εξουσία στην CBF είναι στρεβλή: κάθε ψήφος του επικεφαλής μιας πολιτειακής ομοσπονδίας μετράει για τρεις βαθμούς, ενώ οι ψήφοι των συλλόγων της πρώτης κατηγορίας της Βραζιλίας αξίζουν μόνο δύο βαθμούς και οι ψήφοι των ομάδων της δεύτερης κατηγορίας μόνο έναν.
Το σύστημα επινοήθηκε για να προστατεύσει τις μικρές ομοσπονδίες, οι οποίες ελέγχουν αδύναμες ομάδες, από την απώλεια επενδύσεων και σημασίας. Αυτό σημαίνει ότι οι κορυφαίοι σύλλογοι της χώρας, οι περισσότεροι από τους οποίους εδρεύουν στο Σάο Πάολο και το Ρίο, «πρέπει να χάνουν πολύ χρόνο παίζοντας εναντίον μικρών, ανούσιων ομάδων», εξηγεί ο κ. Kfouri. Το ημερολόγιο των αγώνων που προκύπτει είναι τρελό. Στην αρχή της σεζόν οι κορυφαίοι σύλλογοι της Βραζιλίας παίζουν έναν αγώνα κάθε τρεις ημέρες, σε σύγκριση με κάθε πέντε ημέρες για τη Ρεάλ Μαδρίτης και έξι για τη Λίβερπουλ. Οι παίκτες είναι συχνά εξαντλημένοι και ανεπαρκώς προπονημένοι.
Η αυξανόμενη επιρροή των μεγάλων συλλόγων μπορεί να επιβάλλει αλλαγές στη CBF. Τα τελευταία χρόνια η Βραζιλία νομιμοποίησε τα αθλητικά στοιχήματα και επέτρεψε στους συλλόγους να συσταθούν ως ανώνυμες εταιρείες (οι περισσότεροι από αυτούς λειτουργούσαν προηγουμένως ως μη κερδοσκοπικές ενώσεις). Τα χρήματα εισρέουν στις κορυφαίες ομάδες, οι οποίες γίνονται όλο και πιο επαγγελματικές. «Η CBF είναι αναχρονιστική και κατά την άποψή μου οι μέρες της είναι μετρημένες», προειδοποιεί ο Orlando Silva, πρώην υπουργός αθλητισμού.
Τον Μάιο, μετά την πτώση του κ. Rodrigues, δεκάδες σύλλογοι έγραψαν ανοιχτή επιστολή προς την CBF. Απαίτησαν αλλαγές στη στάθμιση των ψήφων στις εκλογές της CBF και ζήτησαν να δοθεί στους συλλόγους λόγος για το ημερολόγιο των αγώνων. Ήθελαν επίσης να υιοθετηθούν κανόνες οικονομικού fair-play για να αποτρέψουν τους συλλόγους να ξοδεύουν περισσότερα από όσα κερδίζουν. Στις 9 Ιουνίου ο νέος πρόεδρος της CBF συγκρότησε μια επιτροπή για να πραγματοποιήσει την τελευταία αλλαγή. Ωστόσο, οι σύλλογοι είναι διχασμένοι. Οκτώ μεγάλες ομάδες αρνήθηκαν να υπογράψουν την επιστολή. «Βλέπουν πάντα ο ένας τον άλλον ως εχθρούς», λέει ο κ. Rizek. «Δεν έχουν επιχειρηματικό όραμα».
Αυτόν τον γρίφο καλείται να λύσει τώρα ο κ. Ancelotti, ο εμβληματικός πρώην τεχνικός της Ρεάλ Μαδρίτης. Η Βραζιλιάνικη Ομοσπονδία (CBF) τον προσέλκυσε με ένα μυθικό συμβόλαιο: 10 εκατομμύρια ευρώ ετησίως και επιπλέον 5 εκατομμύρια ως μπόνους αν καταφέρει να οδηγήσει τη Βραζιλία στην κορυφή του κόσμου, κατακτώντας το Παγκόσμιο Κύπελλο. Κατά την επίσημη παρουσίασή του τον περασμένο Μάιο, ο κ. Ancelotti μίλησε με πάθος για τους Βραζιλιάνους θρύλους που θαύμαζε ως παιδί τη δεκαετία του ’80, αλλά και για την καθοριστική σημασία του ταλέντου, της πειθαρχίας και των θυσιών. Ο Ιταλός μαέστρος έχει στα χέρια του όλα τα απαραίτητα συστατικά για να στήσει το δικό του αριστούργημα – αρκεί η CBF να τον αφήσει να δουλέψει ανενόχλητος.
© 2025 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved. Άρθρο από τον Economist, το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από την www.powergame.gr. Το πρωτότυπο άρθρο, στα αγγλικά, βρίσκεται στο www.economist.com