Πώς οι απολυταρχικοί ηγέτες διαιρούν την Ευρώπη

Oι σκληροτράχηλοι ηγέτες συχνά νικούν την Ευρώπη της ήπιας δύναμης

Βίκτορ Όρμπαν και Βλαντίμιρ Πούτιν © EPA/ YURI KOCHETKOV

Για να παραχθεί αυτό που οι ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης ανακοινώνουν αργότερα ως «συμπεράσματα» των τακτικών προγραμματισμένων συσκέψεών τους, χρειάζονται εβδομάδες διαπραγματεύσεων από τους υπουργούς και τους διπλωματικούς υφισταμένους τους. Ωστόσο, το να εγκατασταθούν σε μια αίθουσα συνεδριάσεων χωρίς παράθυρα για μια σύνοδο κορυφής που θα τραβήξει μέχρι αργά τη νύχτα είναι ένα δοκιμασμένο τελετουργικό για τους προέδρους και τους πρωθυπουργούς της ηπείρου. Όμως ένα φάντασμα πλανιόταν πάνω από την ομάδα, καθώς προετοιμάζονταν για ένα ακόμα φεστιβάλ φλυαρίας στις Βρυξέλλες στις 26 Ιουνίου, όταν ο Economist πήγαινε στο τυπογραφείο, καθώς στο χρόνο που χρειάζονται οι ηγέτες της ΕΕ για να υπογράψουν ένα ανακοινωθέν που ελάχιστοι τελικά θα διαβάσουν, ο Donald Trump μπορεί κάλλιστα να αναρτήσει μια σειρά από «αποφάσεις» στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που θα ανατρέπουν, θα αναιρούν και τελικά ίσως επαναφέρουν την αμερικανική πολιτική ακριβώς σε όσα συζητούν οι πολλοί ομόλογοί του στις Βρυξέλλες. Οι Ευρωπαίοι μπορεί και να προτιμούν τους τρόπους διαβούλευσης που υποστηρίζουν οι ηγέτες τους από τον χαοτικό τρόπο του κ. Trump, όμως, τον τελευταίο καιρό η αντίθεση μεταξύ των ευγενικών, συναινετικών ρυθμών λήψης αποφάσεων της ΕΕ και των απρόσμενων τρόπων των απολυταρχικών ηγετών ακόμα και πέρα από την Αμερική έχει αυξηθεί έντονα, ιδιαίτερα στην εξωτερική πολιτική. Οι μονάρχες από την Κίνα, τη Ρωσία, την Τουρκία και πέραν αυτής είναι πολύ συχνά σε θέση να κάνουν κύκλους γύρω από την Ευρώπη.

Ο Josep Borrell, μέχρι τον Δεκέμβριο επικεφαλής της εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ, αρεσκόταν να περιγράφει το μπλοκ ως μια «κακοφωνία» απόψεων. Η σύγκρουση των πολιτικών που προέρχονται από όλες τις γωνιές της ηπείρου μπορεί να ακούγεται δυσάρεστη, αλλά το να επιτρέπεται σε όλους να έχουν τη γνώμη τους είναι το αναπόφευκτο αποτέλεσμα μιας ένωσης που αποτελείται από πολλές μικρές και μεσαίες χώρες για τις οποίες η επίδειξη ενός κοινού μετώπου είναι η μόνη ευκαιρία να παραμείνουν παγκόσμιοι παίκτες. Το πρόβλημα που δημιουργεί, ωστόσο, είναι διττό. Πρώτον, μπορεί να περάσουν «αιώνες» για να πάρουν όλοι θέση. Τα θέματα που αφορούν τις εξωτερικές υποθέσεις είναι από εκείνα που εξακολουθούν να απαιτούν ομοφωνία των 27 μελών της ΕΕ. Δεύτερον, οι διαιρέσεις μεταξύ των Ευρωπαίων γίνονται εμφανείς σε όλους. Οι αυταρχικοί αντίπαλοι, χωρίς να επιβαρύνονται από τις λεπτότητες της διαβούλευσης με οποιονδήποτε άλλον εκτός από τον εαυτό τους, μπορούν να διαιρέσουν και να «κατακτήσουν» την Ευρώπη με την ησυχία τους.

Δείτε, για παράδειγμα, την Αμερική, η οποία αυτές τις μέρες μοιράζεται τη δυσπιστία των αυτοκρατοριών απέναντι στους παγκόσμιους κανόνες. Ο κ. Trump έχει αναστατώσει την Ευρώπη δύο φορές τον τελευταίο καιρό, πρώτα απαιτώντας από τις κυβερνήσεις της να αυξήσουν κατακόρυφα τις αμυντικές δαπάνες, και στη συνέχεια ανακοινώνοντας σαρωτικούς δασμούς στις εισαγωγές από την ΕΕ. Και τα δύο έχουν προκαλέσει διχασμό. Η Ισπανία αντιστάθηκε στην αύξηση των δαπανών στο 3,5% του ΑΕΠ, όπως συμφώνησαν οι εταίροι του ΝΑΤΟ σε σύνοδο κορυφής στη Χάγη στις 25 Ιουνίου, ενοχλώντας τους εταίρους που θεωρούν ότι δεν νοιάζεται καθόλου για την ασφάλεια της ηπείρου. Η αντίδραση στους δασμούς έχει εξίσου μεγάλες πιθανότητες να διχάσει. Η εμπορική πολιτική είναι αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στις Βρυξέλλες, η οποία, όμως, πρέπει να συνεργάζεται στενά με τα κράτη μέλη. Πολλοί υποστηρίζουν την επιβολή δασμών στα αμερικανικά προϊόντα από την ΕΕ, αλλά θέλουν να εξαιρεθούν τα προϊόντα που παράγονται από τις δικές τους βιομηχανίες, ώστε να μην έρθουν αντιμέτωποι με το μένος της Αμερικής. Το Βέλγιο δεν θέλει δασμούς στα διαμάντια (ή, γιατί όχι, και στις βάφλες), η Γαλλία και η Ιταλία στο κρασί, η Ιρλανδία στον ιατρικό εξοπλισμό κ.ο.κ. Ο κ.Trump δεν βιώνει τέτοιες εσωτερικές αντιδράσεις. Η ομάδα της Αμερικής έχει έναν υπεύθυνο λήψης αποφάσεων, η ομάδα της Ευρώπης έχει αμέτρητους.

Οι σχέσεις με τον Xi Jinping αποκάλυψαν επίσης τις διαιρέσεις της Ευρώπης. Οι μεγάλοι εξαγωγείς προς την Κίνα, ιδίως η Γερμανία, οι οποίοι πιέζουν εδώ και καιρό για περισσότερη συνεργασία με το Πεκίνο, αποφεύγουν, για παράδειγμα, να κάνουν λόγο για τα ανθρώπινα δικαιώματα κατά τη διάρκεια κυβερνητικών επισκέψεων. Ορισμένοι στην Ευρώπη βλέπουν τώρα την Κίνα ως μέσο αντιστάθμισης έναντι της Αμερικής, έναν τρόπο να δείξει στον κ.Trump ότι έχει και άλλες επιλογές όσον αφορά το εμπόριο. Τον Ιούλιο ο κ. Xi θα φιλοξενήσει στο Πεκίνο τους επικεφαλής των κύριων θεσμικών οργάνων της ΕΕ στο πλαίσιο μιας διπλωματικής επίθεσης γοητείας. Οι Ευρωπαίοι είναι διχασμένοι. Ορισμένοι επιθυμούν στενότερους δεσμούς με την Κίνα- σε πρόσφατη επίσκεψή του ο Pedro Sánchez της Ισπανίας ζήτησε πιο «ισορροπημένες σχέσεις», μια προσέγγιση που θεωρείται καθαρή τρέλα για όσους βρίσκονται στα ανατολικά σύνορα της ΕΕ. Βλέπουν την Κίνα μέσα από το πρίσμα της βοήθειας που παρέχει στη Ρωσία, είτε μέσω του εμπορίου είτε μέσω παραδόσεων εξοπλισμού διπλής χρήσης, καθώς προσπαθεί να κατακτήσει την Ουκρανία. Ποιος μπορεί να κάνει δουλειές με έναν ηγέτη που μόλις πριν από λίγες εβδομάδες γιόρτασε την «Ημέρα της Νίκης» με τον Vladimir Putin στη Μόσχα;

Ο Ρώσος πρόεδρος ήταν, για ένα διάστημα, ο ισχυρός άνδρας που ένωσε την Ευρώπη. Μετά την εισβολή του στην Ουκρανία το 2022, η ΕΕ έχει επιδείξει απροσδόκητο σθένος και ενότητα (αν και συχνά χωρίς τον Viktor Orban της Ουγγαρίας). Ωστόσο, σύντομα μπορεί κι αυτός να έχει τη δύναμη να διχάσει. Μόλις υπογραφεί κάποιου είδους ειρηνευτική συμφωνία μεταξύ της Ρωσίας και της Ουκρανίας, είναι εύκολο να δει κανείς το Κρεμλίνο να μηχανεύεται ένα βαθύ σχίσμα στην Ευρώπη, προτείνοντας να ανοίξει ξανά την κάνουλα του φυσικού αερίου, προσφέροντας αρχικά ασυναγώνιστες τιμές. Η προοπτική της φθηνής ενέργειας χαιρετίζεται ήδη με ενθουσιασμό σε ορισμένους γερμανικούς κύκλους. Το γεγονός τρομάζει τους πιο σταθερούς συμμάχους της Ουκρανίας, για τους οποίους η εισαγωγή ρωσικού φυσικού αερίου θα χρηματοδοτήσει τα μελλοντικά σχέδια κατάκτησης του κ. Putin.

Ένας ισχυρός κοντινός γείτονας- και μέλος του ΝΑΤΟ – διχάζει επίσης την ήπειρο. Ο Recep Tayyip Erdogan της Τουρκίας είναι, για ορισμένους Ευρωπαίους, ένας απολυταρχικός ηγέτης που αψηφά βασικούς δημοκρατικούς κανόνες φυλακίζοντας την αντιπολίτευση. Όμως, για εκείνους που ανησυχούν για τη μετανάστευση από τη Μέση Ανατολή προς την Ευρώπη (την οποία η Τουρκία μπορεί να ανακόψει κρατώντας τους μετανάστες στο έδαφός της) ή για την άμυνα (η Τουρκία διαθέτει τις μεγαλύτερες ένοπλες δυνάμεις του ΝΑΤΟ στην Ευρώπη και είναι ένας σημαντικός κατασκευαστής όπλων), αυτά είναι ιδιοτροπίες που μπορούν να παραβλέπονται. Παρομοίως, ο Binyamin Netanyahu αντιμετωπίζεται ως εγκληματίας πολέμου από τους Ισπανούς και τους Ιρλανδούς, οι οποίοι, με κάθε ευκαιρία, δείχνουν την υποστήριξή τους στους καταπιεσμένους Παλαιστίνιους. Ωστόσο, ελάχιστο τον επικρίνουν, ας πούμε, στη Γερμανία ή την Ουγγαρία.

Κάποτε, τα «χτυπήματα» των απολυταρχικών ηγετών φάνταζαν ως ένα διαχειρίσιμο εμπόδιο για την Ευρώπη. Κυριαρχούσε η αισιοδοξία πως, όσο οι χώρες πλούτιζαν, θα μετατρέπονταν φυσικά σε φιλελεύθερες δημοκρατίες — διαβρώνοντας αργά αλλά σταθερά τη δύναμη των αυταρχικών καθεστώτων. Η ΕΕ, με τους συναινετικούς της μηχανισμούς, θεωρούσε πως μπορούσε να διαμορφώσει τον κόσμο σύμφωνα με τις αρχές της παγκόσμιας φιλελεύθερης τάξης που οραματιζόταν.

Όμως αυτό το όραμα ξεθωριάζει. Οι αυταρχικοί ηγέτες είναι πλέον πιο ισχυροί, πιο κοντινοί και πιο αμετακίνητοι από ποτέ. Δεν δείχνουν καμία πρόθεση να αλλάξουν. Σε έναν πλανήτη όπου η σκληρή ισχύς κερδίζει συνεχώς έδαφος, η Ευρώπη καλείται να αποδεχθεί πως η δύναμη της έγκειται στην ήπια ισχύ της.

© 2025 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved. Άρθρο από τον Economist, το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από την www.powergame.gr. Το πρωτότυπο άρθρο, στα αγγλικά, βρίσκεται στο www.economist.com