Η οικονομία της Ευρώπης ασφυκτιά από τη χαμηλή εσωτερική ανάπτυξη, τις απειλές για δασμούς από την Αμερική και τη ραγδαία αύξηση των εισαγωγών από την Κίνα. Η σκιά της αποβιομηχάνισης πλανάται πάνω από την ήπειρο. Κι όμως, υπάρχει μια αχτίδα φωτός – όσο δυσοίωνη κι αν είναι η αιτία της: η επιτακτική ανάγκη για επανεξοπλισμό, ώστε να αναχαιτιστεί η επεκτατική Ρωσία και να ενισχυθεί η Ουκρανία στην αντεπίθεσή της. Η Γερμανία αναθεώρησε τους δημοσιονομικούς της κανόνες, επιτρέποντας πλέον απεριόριστες αμυντικές δαπάνες χρηματοδοτούμενες από δανεισμό. Στον ίδιο ρυθμό κινούνται οι χώρες του βορρά και της ανατολικής Ευρώπης. Η Δανία, η Σουηδία, η Πολωνία έχουν ήδη ανακοινώσει αύξηση των στρατιωτικών προϋπολογισμών τους στο 3% έως 5% του ΑΕΠ. Το ΝΑΤΟ έθεσε νέο στόχο: αμυντικές δαπάνες στο 3,5% του ΑΕΠ για όλα τα μέλη. Αυτό μεταφράζεται σε μια Ευρώπη που, τα επόμενα χρόνια, θα αγοράσει μαζικά στρατιωτικό εξοπλισμό – και θα επιδιώξει το μεγαλύτερο μέρος του να το κατασκευάσει στο εσωτερικό της.
Όμως, το κατά πόσον οι περισσότερες αμυντικές δαπάνες θα αντισταθμίσουν τη σχετική μείωση της ευρωπαϊκής μεταποίησης και θα βοηθήσουν στη διατήρηση των θέσεων εργασίας εξαρτάται από το μέγεθος του τομέα, από το πού κινούνται οι εφοδιαστικές αλυσίδες και από το κατά πόσον το είδος της μεταποίησης που απαιτείται για την παραγωγή όπλων ταιριάζει με τους τομείς που βρίσκονται σε ύφεση.
Ας ξεκινήσουμε με τα ακατέργαστα μεγέθη. Η μεταποίηση, από περίπου 20% το 1995, αποτελούσε περίπου 2,5 τρισ. ευρώ (2,9 τρισ. δολάρια) της προστιθέμενης αξίας το 2024, ή περίπου το 16% του συνόλου της ΕΕ. Το μερίδιο είναι λίγο υψηλότερο όσο πιο ανατολικά (ή πιο «γερμανοτραφής») είναι η χώρα. Όμως, είναι δύσκολο να προσδιοριστεί ποιο ποσοστό από αυτό είναι η αμυντική βιομηχανία και η πολύπλοκη εφοδιαστική της αλυσίδα, καθώς οι επίσημες στατιστικές γενικά κρατούν τέτοια στοιχεία εμπιστευτικά. Ωστόσο, η εκ των κάτω προς τα πάνω μοντελοποίηση από την EY, μας δίνει μια ιδέα. Εάν, όπως εκτιμά, τα ευρωπαϊκά τμήματα του ΝΑΤΟ, δηλαδή το μεγαλύτερο μέρος της ΕΕ συν τη Βρετανία και τη Νορβηγία, θα πρέπει να δαπανούν περίπου 137 δισ. ευρώ ετησίως τα επόμενα χρόνια για εξοπλισμό, μιλάμε για περίπου 65 δισ. ευρώ περισσότερα από το σημερινό ποσό. Η προκύπτουσα αύξηση των δαπανών για τον αμυντικό τομέα της Ευρώπης και τη συναφή εφοδιαστική αλυσίδα θα ανέλθει σε 35,7 δισ. ευρώ, δηλαδή περίπου στο 1,5% του συνολικού μεταποιητικού τομέα της ΕΕ και θα προσθέσει, σύμφωνα με τους υπολογισμούς της EY, ίσως 500.000 θέσεις εργασίας.
Στον καθαυτό αμυντικό τομέα, θα διατεθεί λιγότερο από το ένα τρίτο των πρόσθετων 35,7 δισ. ευρώ. Τα υπόλοιπα θα δαπανηθούν αλλού στην εφοδιαστική αλυσίδα. Αυτό, στον πραγματικό αμυντικό τομέα, μεταφράζεται σε δημιουργία περίπου 150.000 επιπλέον θέσεων εργασίας. Ο αριθμός αυτός ταιριάζει με τον αντίστοιχο στη νέα έκθεση του Bruegel και του Ινστιτούτου του Κιέλου, δύο κέντρων μελετών. Η συνολική απασχόληση στις μεγαλύτερες αμυντικές επιχειρήσεις της Ευρώπης, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των ινστιτούτων, αυξήθηκε από περίπου 250.000 το 2021 σε 280.000 το 2024, και οι περισσότερες παραγγελίες για νέο αμυντικό εξοπλισμό δεν έχουν φτάσει ακόμη.
Ο τρόπος με τον οποίο θα εξελιχθούν οι εφοδιαστικές αλυσίδες καθορίζει επίσης πού θα δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας. Πριν από το 2022 η ευρωπαϊκή άμυνα ήταν σε μεγάλο βαθμό εθνική υπόθεση. Η ΕΕ ήθελε ανέκαθεν να αλλάξει αυτή την τάση, εν μέρει για να καταστήσει τον τομέα πιο αποτελεσματικό και ολοκληρωμένο. Τώρα, αυτό μπορεί να συμβεί. Οι κυβερνήσεις έχουν συμφωνήσει για δάνεια ύψους 150 δισ. ευρώ από την ΕΕ σε ομάδες δύο ή περισσότερων χωρών για κοινές αμυντικές προμήθειες. Το Ευρωπαϊκό Ταμείο Άμυνας στοχεύει επίσης στην προώθηση της διασυνοριακής συνεργασίας στον τομέα της έρευνας και της ανάπτυξης.
Με την ολοκλήρωση έρχεται και η εξειδίκευση. Οι εφοδιαστικές αλυσίδες θα διασχίζουν την ήπειρο και οι επιχειρήσεις θα δημιουργούν ικανότητες εκεί όπου είναι πιο οικονομικό να το κάνουν. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να μεταμορφώσει τον τομέα, όπως μεταμορφώθηκαν άλλοι τομείς της μεταποίησης μέσω της ενσωμάτωσης στην ενιαία αγορά της ΕΕ και της διεύρυνσης της ΕΕ προς τα ανατολικά.
Παράλληλα, υπάρχει μια νέα μεγάλη παραγωγός όπλων στην ευρωπαϊκή σκηνή: Η Ουκρανία. Ευρωπαίοι κατασκευαστές όπλων, όπως η KNDS και η Thales, συρρέουν στην εμπόλεμη χώρα για να κατασκευάσουν πυρομαχικά και ανταλλακτικά και να αναπτύξουν νέα όπλα. Η Γερμανία ανακοίνωσε ότι θα πληρώσει για την παραγωγή πυραύλων μεγάλου βεληνεκούς στην Ουκρανία, ακολουθώντας το παράδειγμα της Δανίας. «Εκεί βρίσκονταν μεγάλα τμήματα της παραγωγής προηγμένων όπλων της Σοβιετικής Ένωσης και τώρα θα μπορούσε να γίνει το χαμηλού κόστους οπλοστάσιο της Ευρώπης», υποστηρίζει ο Jacob Funk Kirkegaard του Bruegel. Το χαμηλό κόστος και οι ζωντανές συνθήκες υπό τις οποίες δοκιμάζονται τα όπλα την καθιστούν προνομιακή τοποθεσία για μελλοντική παραγωγή, μειώνοντας τον αριθμό των θέσεων εργασίας που δημιουργούνται στην ΕΕ.
Στη συνέχεια, υπάρχει το ζήτημα του είδους των θέσεων εργασίας που πρόκειται να δημιουργηθούν -και κατά πόσον μπορούν να καλυφθούν με ένα συρρικνούμενο εργατικό δυναμικό. Η σύγχρονη μεταποίηση απαιτεί υψηλότερες τεχνικές και ψηφιακές δεξιότητες, όχι μόνο στην κατασκευή όπλων. Ωστόσο, η ταχεία εξέλιξη στο πεδίο της μάχης σημαίνει ότι ο ίδιος ο τομέας μετασχηματίζεται ριζικά και πιο γρήγορα από ό,τι, ας πούμε, η αυτοκινητοβιομηχανία. Η Kearney, μια άλλη εταιρεία συμβούλων, προειδοποιεί για σοβαρή έλλειψη εργαζομένων με τις κατάλληλες δεξιότητες.
Οι απώλειες θέσεων εργασίας σε άλλους τομείς της μεταποίησης θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην κάλυψη του κενού. Δείτε, για παράδειγμα, τη Γερμανία, τη βιομηχανική καρδιά της Ευρώπης. Οι θέσεις εργασίας που είναι πιο συνηθισμένες στον αμυντικό τομέα έχουν δύο κοινά στοιχεία. Το πρώτο είναι ότι ο αριθμός των ακάλυπτων θέσεων ανά άνεργο είναι πολύ υψηλός (βλ. διάγραμμα), γεγονός που σηματοδοτεί μια υφιστάμενη έλλειψη εξειδικευμένων εργαζομένων. Το δεύτερο είναι ότι το επίπεδο ανεργίας μεταξύ των εν λόγω επαγγελμάτων έχει αυξηθεί από το 2023. «Αυτό που χρειάζεται είναι να αναπτυχθούν περαιτέρω οι δεξιότητες αυτών των εργαζομένων», υποστηρίζει ο Enzo Weber του Ινστιτούτου Ερευνών για την Απασχόληση στη Νυρεμβέργη. Υπάρχει όμως μια επιφύλαξη. Η αύξηση της παραγωγικής ικανότητας, και των θέσεων εργασίας, θα ξεκινήσει μόνο εάν οι καλές προθέσεις μετατραπούν σε μακροπρόθεσμες παραγγελίες για τις ευρωπαϊκές αμυντικές επιχειρήσεις.
© 2025 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved. Άρθρο από τον Economist, το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από την www.powergame.gr. Το πρωτότυπο άρθρο, στα αγγλικά, βρίσκεται στο www.economist.com