Ο πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας της Μινεάπολης, Νιλ Κασκάρι, δήλωσε πως η επιβράδυνση της αμερικανικής οικονομίας ενδέχεται να δικαιολογεί μείωση των επιτοκίων στο προσεχές διάστημα, επαναλαμβάνοντας την εκτίμηση ότι δύο μειώσεις επιτοκίων παραμένουν πιθανές έως τα τέλη του 2025.
Μιλώντας στο CNBC την Τετάρτη, ο Κασκάρι υπογράμμισε: «Η οικονομία επιβραδύνεται. Βραχυπρόθεσμα, μπορεί να καταστεί σκόπιμο να αρχίσουμε να προσαρμόζουμε το επιτόκιο των ομοσπονδιακών κεφαλαίων», δηλαδή το βασικό επιτόκιο αναφοράς της Fed.
Διαρκής αβεβαιότητα από τους δασμούς
Ο αξιωματούχος της Fed επεσήμανε πως οι δασμοί συνεχίζουν να αποτελούν βασική πηγή αβεβαιότητας και ότι παραμένει άγνωστο το πώς θα επηρεάσουν τελικά τον πληθωρισμό. «Το ερώτημα που με απασχολεί είναι: για πόσο μπορούμε να περιμένουμε μέχρι να ξεκαθαρίσει η επίδραση των δασμών;», τόνισε χαρακτηριστικά.
Όπως εξήγησε, εάν η κεντρική τράπεζα κινηθεί προς μια ελαφρά μείωση επιτοκίων και στη συνέχεια χρειαστεί να κάνει παύση ή ακόμα και να αναθεωρήσει την πορεία της, αυτό μπορεί να είναι προτιμότερο από το να παραμένει στάσιμη περιμένοντας περισσότερη βεβαιότητα για τους δασμούς. «Αυτό ίσως είναι καλύτερο από το να μείνουμε απλώς σε αναμονή μέχρι να αποκτήσουμε σαφή εικόνα», ανέφερε.
Δύο μειώσεις επιτοκίων παραμένουν στο βασικό σενάριο
Ο Κασκάρι επανέλαβε την εκτίμησή του για δύο μειώσεις επιτοκίων μέχρι το τέλος του έτους, αλλά σημείωσε ότι εάν οι επιπτώσεις των δασμών στον πληθωρισμό αποδειχθούν πιο επίμονες, η Fed ίσως περιοριστεί σε λιγότερες παρεμβάσεις.
Η δήλωσή του έρχεται λίγες ημέρες μετά την τελευταία συνεδρίαση της Fed, στην οποία η κεντρική τράπεζα διατήρησε αμετάβλητα τα επιτόκια για πέμπτη διαδοχική φορά. Παρά την αποκλιμάκωση του πληθωρισμού, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής διατηρούν στάση αναμονής, αναζητώντας μεγαλύτερη σαφήνεια όσον αφορά τον αντίκτυπο των εμπορικών πολιτικών πριν από τη συνεδρίαση του Σεπτεμβρίου.
Ωστόσο, τα πρόσφατα στοιχεία από την αγορά εργασίας δείχνουν σημαντική επιβράδυνση στις προσλήψεις κατά τους τελευταίους τρεις μήνες έως τον Ιούλιο, γεγονός που εντείνει την πίεση στην Ομοσπονδιακή Τράπεζα να επανεξετάσει την προσέγγισή της.