Στη δημιουργία ενός νέου σύγχρονου αντικαρκινικού-ογκολογικού νοσοκομείου στην πόλη της Θεσσαλονίκης, το οποίο θα ανταποκρίνεται στις σύγχρονες απαιτήσεις για πρόληψη, διάγνωση, νοσηλεία και θεραπεία των ογκολογικών ασθενών και θα παρέχει υψηλής ποιότητας υπηρεσίες Υγείας, ενώ, παράλληλα, θα βελτιώσει το επίπεδο της ποιότητας στην εξυπηρέτηση των περιστατικών σε ολόκληρη την περιοχή της Βόρειας Ελλάδας, αποσκοπεί η κατασκευή και η λειτουργία, με τη μέθοδο της Σύμπραξης Δημοσίου και Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ), του νέου «Θεαγένειου».
Το νέο αντικαρκινικό-ογκολογικό νοσοκομείο θα προσφέρει, ταυτόχρονα, σύγχρονες συνθήκες εργασίας στους γιατρούς, τους νοσηλευτές και το λοιπό προσωπικό του ιδρύματος, ενώ θα επιλύσει προβλήματα που εντοπίζονται στο υφιστάμενο νοσοκομείο «Θεαγένειο».
Το Νέο «Θεαγένειο» Αντικαρκινικό Νοσοκομείο της συμπρωτεύουσας θα αποτελεί το πρώτο νοσοκομείο του ΕΣΥ με ΣΔΙΤ το οποίο θα αναπτυχθεί εκ θεμελίων στην Ελλάδα, σε μία μέχρι πρότινος αναξιοποίητη ζώνη. Συνεπώς, αποτελεί μια σημαντική εξέλιξη για τον τομέα της Υγείας, ως ένα ολοκληρωμένο ογκολογικό συγκρότημα, που αποσκοπεί στην πρόληψη και τη θεραπεία του καρκίνου, καθώς και την προαγωγή της υγείας, ενώ παράλληλα θα λειτουργεί επίσης ως κέντρο περίθαλψης για ασθενείς τελικού σταδίου, για παράδειγμα με 25 κλίνες παρηγορητικής φροντίδας.
Υπενθυμίζεται ότι η κατασκευή του νέου, σύγχρονου αντικαρκινικού νοσοκομείου στην πόλη της Θεσσαλονίκης έχει ήδη εγκριθεί, από τις 29 Αυγούστου του 2024, από τη Διυπουργική Επιτροπή ΣΔΙΤ.
Σε εκείνη τη Διυπουργική Επιτροπή ΣΔΙΤ, η οποία ενέκρινε το μεγάλο αυτό έργο, συμμετείχαν τότε ο αναπληρωτής υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Νίκος Παπαθανάσης, ως πρόεδρος της Επιτροπής, ο υπουργός Υγείας, Άδωνις Γεωργιάδης, ο υπουργός Υποδομών και Μεταφορών, Χρήστος Σταϊκούρας, ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Θεόδωρος Σκυλακάκης, ο υπουργός Ανάπτυξης, Τάκης Θεοδωρικάκος, και o υπουργός Επικρατείας, αρμόδιος για τον Συντονισμό του Κυβερνητικού Έργου, Άκης Σκέρτσος. Στη συνεδρίαση μετείχαν επίσης ο υφυπουργός Υγείας, Μάριος Θεμιστοκλέους, και ο επικεφαλής της Μονάδας ΣΔΙΤ, Νίκος Σέργης.
Στη συνέχεια, στις 6 Ιουνίου του 2025, ανακοινώθηκε από την κυβέρνηση ότι «προκηρύχθηκε ο διαγωνισμός για την υλοποίηση του νέου Αντικαρκινικού Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης με Σύμπραξη Δημοσίου και Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ)».
Τα σημερινά προβλήματα του «Θεαγένειου»
Το υφιστάμενο «Θεαγένειο» Αντικαρκινικό Νοσοκομείο είναι ένα από τα τέσσερα εξειδικευμένα αντικαρκινικά-ογκολογικά νοσοκομεία του ΕΣΥ της χώρας μας και το μοναδικό το οποίο βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη. Λειτουργεί από το 1895, κατασκευασμένο σε σχέδια του περίφημου Ερνέστου Τσίλερ, αρχικά ως γενικό παθολογικό νοσοκομείο και από το 1985 ως αντικαρκινικό-ογκολογικό νοσοκομείο του ΕΣΥ, ενώ εξυπηρετεί τις ανάγκες της Δυτικής, της Κεντρικής και της Ανατολικής Μακεδονίας, καθώς και της Θράκης.
Το υφιστάμενο νοσοκομείο αντιμετωπίζει ιδιαίτερα αυξημένες ροές ασθενών, με περίπου 52.000 νοσηλευόμενους ασθενείς ανά έτος, περίπου 5.500 χειρουργικές επεμβάσεις ανά έτος, περίπου 40.000 χημειοθεραπείες ανά έτος και περίπου 110.000 προσερχόμενους ασθενείς στα εξωτερικά ιατρεία του ανά έτος, αλλά, ταυτόχρονα, με περιορισμένο χώρο εξυπηρέτησης, με προβλήματα κατά τη μεταφορά των ασθενών και με παρωχημένες πλέον υποδομές.
Συγκεκριμένα, τα προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα το υφιστάμενο νοσοκομείο είναι:
- Μεγάλη στενότητα χώρου, πολύκλινα δωμάτια, δυσχερής κυκλοφορία ασθενών εντός του νοσοκομείου, καθώς έχει ανεπτυγμένες 361 κλίνες σε μόλις 17.000 τ.μ., εκτεινόμενα σε 17 ορόφους…
- Παλαιότητα της κτιριακής υποδομής, καθώς και του εξοπλισμού.
- Δυσκολίες στην πρόσβαση των ασθενών και των συνοδών, καθώς το νοσοκομείο βρίσκεται στο πολυσύχναστο κέντρο της πόλης, ενώ απουσιάζουν πολύτιμοι χώροι στάθμευσης.
- Αδυναμία ανταπόκρισης σε αιτήματα για περαιτέρω επέκταση και για ανταπόκριση στις ανάγκες του εξυπηρετούμενου από το νοσοκομείο πληθυσμιακού τμήματος της κοινωνίας.
- Δυσχέρειες στην πρόσβαση της τροφοδοσίας, της αποκομιδής των απορριμάτων κ.λπ., λόγω της στενότητας του οικοπεδικού χώρου και των κυκλοφοριακών προβλημάτων του κέντρου της πόλης.
Τι θα διαθέτει το νέο νοσοκομείο – Συγκρίσεις
Το νέο «Θεαγένειο» αντικαρκινικό νοσοκομείο θα διαθέτει, μεταξύ άλλων:
- Έκταση οικοπέδου στα 150.000 τ.μ., το οποίο βρίσκεται στην ανατολική-βορειοανατολική περιοχή του περιφραγμένου Μητροπολιτικού Πάρκου/πρώην Στρατοπέδου «Καρατάσιου Α’», στην περιοχή του Δήμου Παύλου Μελά, της Πολίχνης Θεσσαλονίκης, με πρόσβαση από τον Flyover, καθώς και από μελλοντική στάση του Μετρό, ακριβώς απέναντι από τα υφιστάμενα νοσοκομεία «Παπαγεωργίου» και 424 Γενικό Στρατιωτικό Νοσοκομείο Εκπαιδεύσεως (ΓΣΝΕ).
- Το συνολικό εμβαδόν του νέου «Θεαγένειου» αντικαρκινικού νοσοκομείου Θεσσαλονίκης θα ανέρχεται σε 55.000 τ.μ., έναντι των 17.000 τ.μ. που είναι το υφιστάμενο.
- Συνολικές κλίνες του νέου αντικαρκινικού νοσοκομείου Θεσσαλονίκης: 425 κλίνες σε μονόκλινα και δίκλινα δωμάτια, έναντι 361 κλινών στο υφιστάμενο συγκρότημα.
- Κλίνες Μονάδας Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ) του νέου αντικαρκινικού νοσοκομείου Θεσσαλονίκης: 10 κλίνες, έναντι των 6 κλινών στο υφιστάμενο.
- Χειρουργικές Αίθουσες: 8, έναντι 5 που διαθέτει το υφιστάμενο.
- Μονάδα ανακουφιστικής φροντίδας ασθενών, δυναμικότητας 25 κλινών.
- Μονάδα ημερήσιας νοσηλείας για χειρουργικά περιστατικά και χημειοθεραπείες, δυναμικότητας 20 κλινών, με δύο χειρουργικές αίθουσες.
- Μονάδα χημειοθεραπείας, δυναμικότητας 60 κλινών.
- Ακτινοδιαγωστικό τμήμα, με κλασική ακτινοδιάγνωση, 2 ψηφιακούς μαστογράφους, 2 αξονικούς τομογράφους, 2 μαγνητικούς τομογράφους, 3 υπερηχοτομογράφους κ.λπ.
- Ακτινοθεραπευτικό τμήμα, με 3 Γραμμικούς επιταχυντές, έναν Εξομοιωτή Ακτινοθεραπείας, ένα Σύστημα Βραχυθεραπείας, ένα gamma Knife.
- Τμήμα πυρηνικής Ιατρικής, με ένα PET/CT , ένα PET/MRI, 2 SPECT – CT.
Αξίζει να σημειωθεί, μάλιστα, ότι το νέο νοσοκομείο θα είναι πλήρως ψηφιοποιημένο στις διοικητικές υπηρεσίας του, καθώς και σε ό,τι αφορά τον ογκολογικό ιατρικό φάκελο κάθε ασθενούς.
Πώς θα υλοποιηθεί η ΣΔΙΤ
Το Νέο «Θεαγένειο» Αντικαρκινικό Νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης είναι το πρώτο νοσοκομείο του ΕΣΥ της χώρας μας που υλοποιείται μέσω (ΣΔΙΤ), όπως αναφέραμε ήδη.
Η σύμβαση ΣΔΙΤ θα βασίζεται σε μια προσέγγιση Σχεδιασμού-Κατασκευής-Χρηματοδότησης-Συντήρησης, κατά την οποία ο ιδιώτης ανάδοχος αναλαμβάνει τις εξής υποχρεώσεις:
- σχεδιασμό του νέου νοσοκομείου,
- κατασκευή των κτιριακών εγκαταστάσεων και του περιβάλλοντος χώρου,
- προμήθεια και εγκατάσταση του ιατροτεχνολογικού και του ξενοδοχειακού εξοπλισμού, συμπεριλαμβανομένου του κύριου εξοπλισμού, του κινητού και υποστηρικτικού ιατρικού εξοπλισμού, των συστημάτων πληροφορικής – hardware και προγραμμάτων,
- «βαριά» συντήρηση των κτιρίων και του εξοπλισμού για όλη τη διάρκεια της σύμβασης, καθώς και παροχή υπηρεσιών για τη διαχείριση των εγκαταστάσεων («facility management») μετά το πέρας της κατασκευαστικής περιόδου.
Σημειώνεται ότι η παροχή όλων των κλινικών υπηρεσιών, καθώς και η διοίκηση του νοσοκομείου, θα εξακολουθεί να παρέχεται από το Δημόσιο, συγκεκριμένα από το υφιστάμενο νοσοκομείο. Ο δημόσιος τομέας θα συνεχίσει να έχει την ευθύνη για τις ιατρικές προμήθειες και τα αναλώσιμα ιατροτεχνολογικά υλικά.
Το προσωπικό του υφιστάμενου νοσοκομείου θα συνεχίσει να στελεχώνει τα τμήματα του νέου νοσοκομείου και αυτό θα ενισχυθεί περαιτέρω για την κάλυψη των πρόσθετων τμημάτων, πάντα στο πλαίσιο του Δημόσιου χαρακτήρα, με τον οποίο λειτουργούν όλα τα νοσοκομεία του ΕΣΥ της χώρας μας.
Το χρονοδιάγραμμα
Βρισκόμαστε ήδη στο σημείο στο οποίο ολοκληρώνεται εντός ολίγων ημερών η πρώτη φάση της διαγωνιστικής διαδικασίας για την εκδήλωση ενδιαφέροντος και τη συμμετοχή στον ανταγωνιστικό διάλογο, με τη λήξη της σχετικής χρονικής προθεσμίας να έχει ορισθεί για την 1η Σεπτεμβρίου του 2025.
Επίσης, η οριστική επιλογή του αναδόχου αναμένεται μέχρι τις 30 Απριλίου του 2026, ενώ η υπογραφή της σχετικής σύμβασης αναμένεται εντός του Ιουλίου του 2026.
Ο χρόνος κατασκευής υπολογίζεται συνολικά σε πέντε έτη, ενώ ο χρόνος συντήρησης και υποστήριξης της λειτουργίας του νέου έργου από τον ιδιώτη ανάδοχο υπολογίζεται σε 25 έτη, με τον συνολικό χρόνο διάρκειας της σύμβασης σύμπραξης να υπολογίζεται στα 30 έτη.
Ο προϋπολογισμός του νέου έργου
Ο συνολικός προϋπολογισμός του έργου, για την κατασκευή του και τον εξοπλισμό του, σε τρέχουσες τιμές, ανέρχεται στα 350,55 εκατ. ευρώ, πλέον ΦΠΑ, και θα καλυφθεί εξ ολοκλήρου από τον ιδιώτη ανάδοχο.
Το Δημόσιο θα αποπληρώσει το έργο σε βάθος χρόνου 30 ετών, συμπεριλαμβανομένων της κατασκευής, του εξοπλισμού, της συντήρησης και της αντικατάστασης του εξοπλισμού, με σταθερές ετήσιες δόσεις αποπληρωμής, που θα βαρύνουν το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ) των κρατικών προϋπολογισμών.
«Η μέθοδος ΣΔΙΤ διαθέτει ορατά πλεονεκτήματα για το Δημόσιο»
Το powergame.gr απευθύνθηκε και ζήτησε από τον ίδιον τον υφυπουργό Υγείας, Μάριο Θεμιστοκλέους, να πληροφορηθεί για ποιους λόγους επιλέχθηκε η μέθοδος της ΣΔΙΤ γι’ αυτό το μεγάλο νέο έργο, το νέο «Θεαγένειο» αντικαρκινικό νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης, το οποίο φιλοδοξεί να δώσει μία ισχυρή ώθηση στο ΕΣΥ ολόκληρης της Βόρειας Ελλάδας. Ο Μάριος Θεμιστοκλέους μάς εξηγεί με σαφήνεια και ακρίβεια: «Τα χρηματοοικονομικά, τα τεχνικά, τα νομικά και τα κοινωνικοοικονομικά οφέλη, τα οποία επαληθεύουν τη σκοπιμότητα για την υλοποίηση του εν λόγω έργου μέσω ΣΔΙΤ είναι, μεταξύ άλλων, τα εξής: Η διαδικασία για την κατασκευή μιας νέας νοσοκομειακής υποδομής αποκλειστικά από το ίδιο το κράτος απαιτεί χρονοβόρες διαδικασίες εγκρίσεων, εξασφάλισης πιστώσεων και διαγωνιστικών διαδικασιών.
- Αντιστρόφως, η εκτέλεση του εν λόγω έργου μέσω ΣΔΙΤ ενδείκνυται, καθώς:
- Δεν απαιτεί την άμεση χρηματοδότησή του από το Δημόσιο, ενώ, με βάση το πλαίσιο της ΣΔΙΤ, δύναται η ολοκλήρωση του έργου να επέλθει σε λίαν συντομότερο χρονικό διάστημα.
- Το νέο νοσοκομείο θα συντηρείται και θα διατηρείται σε άριστη κατάσταση από τον ιδιωτικό φορέα για όλη τη διάρκεια της σύμβασης, δηλαδή για 30 χρόνια.
- Δεν υφίσταται ανάγκη για άμεση εκταμίευση δημόσιων κονδυλίων για την κατασκευή του έργου, καθώς η αποπληρωμή του διενεργείται σταδιακά και σε μεγάλο χρονικό διάστημα, γεγονός το οποίο επιτρέπει στην κυβέρνηση να επιδιώξει παράλληλα πρόσθετες, εναλλακτικές αναπτυξιακές ευκαιρίες.
- Η αποπληρωμή διενεργείται μέσω ενός καθορισμένου μηχανισμού πληρωμών, ο οποίος επιτρέπει στον δημόσιο τομέα να προϋπολογίζει με ακρίβεια και να κατανέμει με σταθερότητα τη σχετική δημόσια χρηματοδότηση».