Εμβόλιο υπόσχεται πρόληψη από επανεμφάνιση καρκίνου αποκαλύπτει μελέτη

Οι ειδικοί προειδοποιούν ότι η έρευνα για το νέο εμβόλιο είναι σε πρώιμο στάδιο και απαιτούνται μεγαλύτερες και πιο εκτενείς κλινικές δοκιμές

Εμβολιασμός © EPA/NARONG SANGNAK

Ένα νέο, «έτοιμο προς χρήση» εμβόλιο έχει δείξει υποσχέσεις για την πρόληψη της επανεμφάνισης του καρκίνου του παγκρέατος και του εντέρου, σύμφωνα με νέα έρευνα που δημοσίευσε ο Guardian.

Τα εμβόλια κατά του καρκίνου είναι το αντικείμενο ενθαρρυντικών μελετών τα τελευταία χρόνια. Το NHS (κρατικό σύστημα Υγείας στην Αγγλία) δοκιμάζει διάφορα εμβόλια σε ασθενείς μέσω του Cancer Vaccine Launch Pad (CVLP), με στόχο να εκπαιδεύσει το ανοσοποιητικό σύστημα του οργανισμού να αναγνωρίζει και να καταστρέφει καρκινικά κύτταρα που εμφανίζονται μετά από θεραπείες, μειώνοντας την πιθανότητα υποτροπής της νόσου.

Πολλά από αυτά τα εμβόλια, συμπεριλαμβανομένων αυτών που βασίζονται στην τεχνολογία mRNA, είναι εξατομικευμένα για τους όγκους του κάθε ασθενούς. Ωστόσο, μια μελέτη δείχνει ότι ένα μη εξατομικευμένο, πειραματικό εμβόλιο που κατασκευάζεται σε μεγάλη κλίμακα θα μπορούσε να βοηθήσει στην πρόληψη της επανεμφάνισης των καρκίνων του παγκρέατος και του εντέρου.

Αν επαληθευτεί από επόμενες μελέτες, οι ειδικοί πιστεύουν ότι αυτή η προσέγγιση θα μπορούσε να είναι επωφελής, καθώς το εμβόλιο είναι πιθανό να είναι φθηνότερο και πιο γρήγορα διαθέσιμο από τα εμβόλια mRNA, ενώ είναι λιγότερο τοξικό από άλλες θεραπείες.

Η μελέτη αφορούσε 25 ασθενείς, 20 με καρκίνο του παγκρέατος και 5 με καρκίνο του εντέρου, στους οποίους χορηγήθηκε το εμβόλιο ELI-002 2P. Το εμβόλιο λειτουργεί εκπαιδεύοντας τα Τ-κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος να αναγνωρίζουν και να καταστρέφουν καρκινικά κύτταρα που φέρουν μεταλλάξεις στο γονίδιο Kras, οι οποίες προκαλούν την παραγωγή αλλοιωμένων πρωτεϊνών.

Μετά από παρακολούθηση σχεδόν 20 μηνών, τα αποτελέσματα ήταν ενθαρρυντικά για τους ασθενείς που είχαν ισχυρή ανοσολογική αντίδραση, καθώς εμφάνισαν μεγαλύτερη διάρκεια επιβίωσης χωρίς επανεμφάνιση του καρκίνου.

Ωστόσο, οι ειδικοί προειδοποιούν ότι η έρευνα είναι σε πρώιμο στάδιο και απαιτούνται μεγαλύτερες και πιο εκτενείς κλινικές δοκιμές.