Παρά τη σταδιακή βελτίωση της ποιότητας των παρεχομένων υπηρεσιών Υγείας στις χώρες του ΟΟΣΑ, η Ελλάδα εξακολουθεί να υστερεί εμφανώς σε κρίσιμους για τη δημόσια υγεία δείκτες, ιδιαίτερα όσον αφορά τη χρήση των αντιβιοτικών φαρμακευτικών σκευασμάτων.
Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση του ΟΟΣΑ, η οποία φέρει τον γενικό τίτλο, “Health at a Glance 2025”, η χώρα μας βρίσκεται ανάμεσα σε εκείνες με τον υψηλότερο όγκο συνταγών για τη χορήγηση αντιβιοτικών φαρμάκων, μαζί με την Κορέα.
Την ίδια στιγμή, χώρες όπως η Σουηδία, η Ολλανδία και η Αυστρία καταγράφουν τα χαμηλότερα ποσοστά έκδοσης συνταγών για αντιβιοτικά, καθώς έχουν “επενδύσει” σε πιο αυστηρές κατευθυντήριες οδηγίες (guidelines) συνταγογράφησης, αλλά και σε ενημερωτικές εκστρατείες για τη μικροβιακή αντοχή. Συγκεκριμένα, στην Ελλάδα συνταγογραφούνται 26,7 δόσεις ανά 1.000 άτομα, όταν ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ είναι 15,6 δόσεις.
Όπως επαναλαμβάνεται στην εν λόγω έκθεση του ΟΟΣΑ, η υπερβολική χρήση αντιβιοτικών αποτελεί σοβαρό ζήτημα δημόσιας υγείας, καθώς οδηγεί σε αύξηση της αντοχής των μικροβίων και, κατ’ επέκταση, σε λιγότερο αποτελεσματικές θεραπείες στο μέλλον. Εξάλλου, η Ελλάδα παραμένει ανάμεσα στις χώρες με την υψηλότερη κατανάλωση αντιβιοτικών μεταξύ των κρατών – μελών της Ε.Ε., σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία του Ευρωπαϊκού Κέντρου Πρόληψης και Ελέγχου Νοσημάτων (ECDC), γεγονός που αναδεικνύει τη σημασία της ενημέρωσης του κοινού και της ορθής χρήσης τους.
Με αφορμή την πρόσφατη Ευρωπαϊκή Εβδομάδα Ενημέρωσης κατά της Μικροβιακής Αντοχής (18–24 Νοεμβρίου 2025), οι ειδικοί επιστήμονες υπενθυμίζουν ότι η πρόληψη ξεκινά από την κοινότητα και την υπεύθυνη στάση όλων μας απέναντι στα φάρμακα.
Η μικροβιακή αντοχή, δηλαδή η ικανότητα των μικροβίων να επιβιώνουν, παρά τη δράση των κατάλληλων φαρμάκων, αποτελεί σήμερα μία από τις πιο σοβαρές απειλές για τη δημόσια υγεία. Οι λοιμώξεις οι οποίες προκαλούνται από ανθεκτικά στελέχη μικροβίων είναι δυσκολότερες στη θεραπεία και, συνεπώς, αυξάνουν τη νοσηρότητα, τη θνητότητα και το κόστος της περίθαλψης.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ECDC για το 2023, μάλιστα, η κατανάλωση αντιβιοτικών στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ) ανέρχεται σε 20 καθορισμένες ημερήσιες δόσεις (DDD) ανά 1.000 κατοίκους ανά ημέρα, ενώ στην Ελλάδα φθάνει τις… 33 καθορισμένες ημερήσιες δόσεις, μία επίδοση από τις υψηλότερες στην Ευρώπη.
Η Καθορισμένη Ημερήσια Δόση (Defined Daily Dose – DDD) αποτελεί διεθνές στατιστικό μέτρο για την σύγκριση της κατανάλωσης των φαρμάκων και αντιστοιχεί στη μέση θεωρητική δόση ενός φαρμάκου την οποία λαμβάνει ημερησίως ένας ενήλικας για την κύρια ένδειξή του.
Με απλά λόγια, η κατανάλωση 33 DDD, όπως συμβαίνει στην Ελλάδα, σημαίνει ότι περισσότερο από το 3% επί του συνόλου του γενικού πληθυσμού της χώρας μας λαμβάνει καθημερινά αντιβιοτικά, γεγονός το οποίο αποτυπώνει την υπερβολική χρήση τους.
Έτσι, την ίδια στιγμή, στην Ελλάδα καταγράφονται υψηλά ποσοστά μικροβίων τα οποία δεν ανταποκρίνονται στα αντιβιοτικά, όπως η Klebsiella pneumoniae, η οποία είναι ανθεκτική σε ισχυρά φάρμακα (καρβαπενέμες) και θεωρείται από το ECDC ως μία πολύ σοβαρή απειλή για τη δημόσια υγεία.
Η άλλη όψη του νομίσματος: Φθίνει η χορήγηση αντιβιοτικών χωρίς συνταγή
Δεν είναι όλα καταστροφικά και απογοητευτικά στην Ελλάδα, όμως. Άμεσες και θετικές φαίνεται ότι είναι οι συνέπειες από την εφαρμογή εκείνης της νομοθετικής διάταξης του τέως υπουργού Υγείας, Θάνου Πλεύρη, με την οποία απαγορεύεται στους φαρμακοποιούς να χορηγούν οποιοδήποτε αντιβιοτικό φαρμακευτικό σκεύασμα χωρίς την προσκόμιση της αποκλειστικά ηλεκτρονικής ιατρικής συνταγής. Από τότε, η προμήθεια αντιβιοτικών χωρίς ιατρική συνταγή έχει μειωθεί δραστικά στην χώρα μας.
Σύμφωνα με τα στοιχεία έρευνας, λοιπόν, την οποία διενήργησε η εταιρεία K – Research για λογαριασμό του Ιατρικού Συλλόγου Αθηνών (ΙΣΑ), 3 στους 4 Έλληνες πήραν κάποιο αντιβιοτικό τους τελευταίους 12 μήνες ενώ δύο στους δέκα δεν έχουν λάβει ποτέ αντιβιοτικό. Το 16% πήραν αντιβιοτικό για οδοντιατρικούς λόγους, το 21% για διάφορους λόγους σοβαρών ασθενειών ή χειρουργικών επεμβάσεων, το 11% για αντιμετώπιση λοιμώξεων και ένα ποσοστό της τάξης του 19% αναφέρουν ως αιτία τον επίμονο βήχα και προβλήματα με αναπνευστικό ή βρογχίτιδες.
Ένα πρώτο θετικό συμπέρασμα, το οποίο προκύπτει από τα εν λόγω στοιχεία, είναι ότι την τελευταία δεκαετία έχει μειωθεί σημαντικά το ποσοστό εκείνων που λαμβάνουν αντιβιοτικά χωρίς συνταγή (από 16% το 2013 στο 6% το 2023). Από τη συνολική μείωση, το πιο σημαντικό μέρος της καταγράφεται κατά την διετία 2022 (12%) – 2023 (6%), δηλαδή από την θέση σε ισχύ της υπουργικής απόφασης του Θάνου Πλεύρη για την υποχρεωτικότητα της προσκόμισης αποκλειστικά ηλεκτρονικής ιατρικής συνταγής. Παρ’ όλα αυτά, ένα σημαντικό ποσοστό της τάξης του 32% συνεχίζουν να κρατούν αντιβιοτικά στο ψυγείο του σπιτιού τους για ώρα ανάγκης. Το ποσοστό αυτό είναι ελαφρά μειωμένο, σε σχέση με το 2013, που έφτανε στο 36%.
Ένα δεύτερο θετικό συμπέρασμα αφορά τις παρενέργειες. Το ποσοστό των ατόμων που αναφέρουν παρενέργειες από τη χρήση αντιβιοτικού πέφτει στο 19% το 2023, από 26% για το 2013. Η χρήση αντιβιοτικών μόνο με συνταγή γιατρού φαίνεται πως έχει συμβάλλει στο θέμα των παρενεργειών, αφού η χρήση δεν είναι πια τόσο αλόγιστη.
Τέλος ένα μεγάλο ποσοστό ερωτηθέντων Ελλήνων (55%) δηλώνουν ότι έχουν ακούσει ή διαβάσει πως στην Ελλάδα υπάρχει υπερκατανάλωση και άσκοπη χρήση αντιβιοτικών, το 35% δηλώνουν ότι έχουν ακούσει για την ανάγκη το αντιβιοτικό να χρησιμοποιείται μόνο με ιατρική συνταγή, αλλά μόλις το 3% δηλώνει ότι έχει ακούσει κάτι για την ανθεκτικότητα των μικροβίων στα αντιβιοτικά.
Τι αναφέρουν οι ειδικοί γιατροί
Σύμφωνα με όσα αναφέρουν, μάλιστα, ειδικοί γιατροί, ο πνευμονιόκοκκος, μια κοινή αιτία εξωνοσοκομειακών πνευμονιών, παρουσιάζει αντοχή από 35% – 40% στην πενικιλλίνη, κατά τη χορήγησή της στην κοινότητα, και 50% – 60% στις μακρολίδες. Επίσης, ο πυογόνος στρεπτόκοκκος εμφανίζει αντοχή 15% – 25% στις μακρολίδες. Τα ποσοστά αυτά σημαίνουν ότι μια πνευμονία από πνευμονιόκοκκο ή μια λοίμωξη με στρεπτόκοκκο καταπολεμώνται πιο δύσκολα και τα φάρμακα μπορεί να μην έχουν αποτέλεσμα.
«Όλο αυτό έχει δημιουργηθεί εξαιτίας της τεράστιας κατάχρησης», αναφέρει η ομότιμη καθηγήτρια Παθολογίας Λοιμώξεων της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και μέλος του Δ.Σ. της Ελληνικής Εταιρείας Χημειοθεραπείας, Κυριακή Κανελλακοπούλου, η οποία σημειώνει επίσης ότι ακόμη ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το κολοβακτηρίδιο (Escherichia coli), το οποίο ευθύνεται για το μεγαλύτερο ποσοστό ουρολοιμώξεων. Η αντοχή του στην αμπικιλλίνη υπερβαίνει το 50%, ενώ στις κινολόνες είναι περίπου 20%.
Υπενθυμίζεται ότι η Ελληνική Εταιρεία Έρευνας και Εκπαίδευσης στην Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας έχει εγκαίρως κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου, ιδιαιτέρως για ό,τι συμβαίνει εντός των νοσηλευτικών ιδρυμάτων του ΕΣΥ της χώρας μας.
Μάλιστα, τα στελέχη της Εταιρείας διατύπωσαν δημοσίως πρόσφατα και με ιδιαίτερη τόλμη ότι «αυτό που διαπιστώθηκε κατά την περίοδο της πανδημίας, όπου παρουσιάστηκαν ιδιαίτερα υψηλά ποσοστά κατανάλωσης αντιβιοτικών, ήταν η περαιτέρω εξέλιξη της μικροβιακής αντοχής συχνά με μοιραία κατάληξη για τους ασθενείς».
Αξίζει να σημειωθεί, τέλος, ότι αυτό το οποίο συμβαίνει με την αλόγιστη χρήση των αντιβιοτικών, ιδιαιτέρως εντός των νοσοκομείων, διεθνώς και στη χώρα μας, έχει οδηγήσει στην οιονεί εξάντληση των δυνατοτήτων τις οποίες διαθέτουν ακόμη και τα πλέον εξελιγμένα αντιβιοτικά, γεγονός το οποίο, σε συνδυασμό με την αποχή της φαρμακοβιομηχανίας από την έρευνα για την παρασκευή νέων, ακόμη πιο αποτελεσματικών και ισχυρών αντιβιοτικών, προκαλεί ένα είδος vertigo, όταν σκεφθεί κανείς ότι μπορεί κάποια στιγμή να μας επιτεθούν επικίνδυνα για την ανθρώπινη ζωή παθογόνα τα οποία θα αντιστέκονται λίαν αποτελεσματικώς στα διαθέσιμα αντιβιοτικά, όσο ισχυρά κι εάν είναι αυτά…