Υπό τον φόβο της «τέλειας καταιγίδας», με αύξηση επιτοκίων, χρεοκοπίες τραπεζών και με κίνδυνο συστημικής μετάδοσης μιας νέας κρίσης, οι επενδυτές σε ΗΠΑ, Ευρώπη και Ελλάδα μειώνουν τις θέσεις τους στις μετοχές.
Είναι αδιανόητο, σχολιάζουν έμπειροι διαχειριστές κεφαλαίων, σε περιβάλλον αύξησης επιτοκίων να ανεβαίνουν τα χρηματιστήρια, όπως συνέβη στο πρώτο δίμηνο της χρονιάς. Ήδη πολλά θεσμικά χαρτοφυλάκια από τις τοποθετήσεις τους στην ελληνική αγορά κατάφεραν πολύ υψηλές αποδόσεις σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, έως 70% σε μόλις 11 εβδομάδες.
Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, από τη στιγμή που βγήκαν τόσο γρήγορα και με το παραπάνω τα κέρδη μιας χρονιάς, είναι αναμενόμενο να επιλέξουν μόνο συντηρητικές κινήσεις σε ό,τι αφορά την εγχώρια χρηματιστηριακή αγορά. Από την άλλη, αναλυτές θεωρούν πως η αύξηση των επιτοκίων, η οποία δεν έχει ολοκληρωθεί με την εκτίμηση για το βασικό επιτόκιο του ευρώ να ξεπεράσει και το 4% και για το επιτόκιο του δολαρίου της Fed το 5%, κρύβει την κορυφή του παγόβουνου.
Θα υπάρξουν, σύμφωνα με τους ίδιους, αλυσιδωτές εκρήξεις στην οικονομία. Υπερδανεισμένες εταιρείες θα έχουν πρόβλημα αποπληρωμής και εξυπηρέτησης των υποχρεώσεών τους. Τράπεζες, όπως η πολιτειακή SVB, πληρώνουν το μάρμαρο των επενδύσεων σε σύνθετα ομολογιακά προϊόντα, που η άνοδος του βασικού επιτοκίου της Fed παρασύρει προς τα πάνω, με αποτέλεσμα τη μη εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους.
Αυτά τα φαινόμενα, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, θα περάσουν και στις εισηγμένες, ειδικά εκείνες που έχουν μεγάλες υποχρεώσεις ή εκείνες που έχουν κοντινές λήξεις στα ομόλογα που έχουν εκδώσει και θα θελήσουν να τα αναχρηματοδοτήσουν. Το μέσο κόστος δανεισμού των ελληνικών εισηγμένων διαμορφώνεται, ακόμα και για εταιρείες της μεσαίας κεφαλαιοποίησης, μεταξύ 5%-7%. Όταν ο πληθωρισμός ανεβάζει τα κόστη και η ζήτηση μειώνεται, είναι απορίας άξιον το πώς θα καλυφθούν οι πληρωμές των δόσεων, σημειώνει Έλληνας διαχειριστής σε fund που έχει παρουσία και στο City του Λονδίνου. Από εκεί και πέρα, πολλές εταιρείες σπεύδουν να προπληρώσουν τα δάνειά τους στις τράπεζες, προκειμένου να μη φανούν εκτεθειμένες σε μια διαφαινόμενη νέα κρίση. Από τα αποτελέσματα της Alpha Bank γίνεται σαφές (σ.σ.: ενδεικτικά ως προς το κλίμα που επικρατεί στην αγορά) ότι «η εγχώρια καθαρή πιστωτική επέκταση (σ.σ.: για την τράπεζα) διαμορφώθηκε σε 0,2 δισ. το δ’ τρίμηνο, καθώς η ζήτηση επιχειρηματικών δανείων αντισταθμίστηκε από το υψηλό επίπεδο των αποπληρωμών».
Επίσης, «οι συνολικές καταθέσεις του ομίλου αυξήθηκαν κατά 0,1 δισ. σε τριμηνιαία βάση και διαμορφώθηκαν σε 50,2 δισ., καθώς οι εισροές καταθέσεων από τα νοικοκυριά και η αύξηση των καταθέσεων στις διεθνείς δραστηριότητες αντισταθμίστηκαν μερικώς από την εκροή καταθέσεων από επιχειρήσεις, αντικατοπτρίζοντας τη σημαντική άνοδο στις αποπληρωμές δανείων, που σημειώθηκε το δ’ τρίμηνο».