Φούσκα στην τεχνητή νοημοσύνη τρομάζει τη Wall Street, βουτιά 2% του Nasdaq

Το sell-off σε Palantir, Nvidia και Amazon εντείνει τους φόβους για φούσκα στη Wall Street. Καμπανάκια κορυφαίων CEO

Πτώση του τεχνολογικού Nasdaq στη Wall Street © EPA/JUSTIN LANE

Οι μετοχές στη Wall Street βούτηξαν την Τρίτη, καθώς οι επενδυτές άρχισαν να εκφράζουν έντονες ανησυχίες για τις υπερβολικές αποτιμήσεις στις μετοχές που οδήγησαν το ράλι της χρονιάς — κυρίως εκείνες που συνδέονται με την τεχνητή νοημοσύνη (AI).

Ο S&P 500 έκλεισε με πτώση 1,17%, ο Nasdaq έχασε 2,04%, ενώ ο Dow Jones υποχώρησε κατά 0,53%.

Η Palantir βρέθηκε στο επίκεντρο της πτώσης, καταγράφοντας απώλειες 9%, παρά τα καλύτερα του αναμενόμενου αποτελέσματα γ’ τριμήνου και τις ισχυρές προοπτικές της στον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης. Η μετοχή της, η οποία έχει αυξηθεί πάνω από 150% φέτος, διαπραγματεύεται πλέον σε πολλαπλάσιο 200 φορές τα αναμενόμενα κέρδη, τροφοδοτώντας φόβους ότι οι προσδοκίες έχουν ξεπεράσει την πραγματικότητα.

Οι κολοσσοί της τεχνολογίας υπό πίεση στη Wall Street

Η Oracle, με λόγο τιμής προς κέρδη (P/E) 35, υποχώρησε κατά 4%, «ψαλιδίζοντας» μέρος των φετινών της κερδών σχεδόν 50%. Η AMD, που έχει υπερδιπλασιάσει την αξία της από τις αρχές του 2024, σημείωσε πτώση άνω του 3%, ενώ απώλειες κατέγραψαν και άλλες μετοχές-κλειδιά της τεχνητής νοημοσύνης όπως οι Nvidia και Amazon.

Σύμφωνα με στοιχεία της FactSet, τα κέρδη των μετοχών της τεχνητής νοημοσύνης έχουν εκτινάξει τον συνολικό δείκτη P/E του S&P 500 πάνω από το 23, στα υψηλότερα επίπεδα από το 2000.

Ο Anthony Saglimbene, επικεφαλής στρατηγικής της Ameriprise, δήλωσε στο CNBC ότι «χωρίς μια φυσιολογική διόρθωση, οι αποτιμήσεις αρχίζουν να μοιάζουν υπερβολικά τεντωμένες».

«Δεν έχουμε δει κάποια ουσιαστική πίεση στις μετοχές από τον Απρίλιο», είπε. «Τα κέρδη είναι καλά, αλλά οι επενδυτές αρχίζουν να αναρωτιούνται αν οι μαζικές επενδύσεις κεφαλαίου (capex) από τις Big Tech θα φέρουν ανάλογη κερδοφορία τον επόμενο χρόνο».

Προειδοποιήσεις από τους ηγέτες της Wall Street

Την πτώση ενίσχυσαν και τα προειδοποιητικά σχόλια κορυφαίων τραπεζιτών. Ο διευθύνων σύμβουλος της Goldman Sachs, David Solomon, εκτίμησε ότι είναι «πιθανό να υπάρξει διόρθωση 10%-20% στις αγορές μέσα στους επόμενους 12 έως 24 μήνες».

Αντίστοιχα, ο Ted Pick της Morgan Stanley υποστήριξε ότι «θα πρέπει να καλωσορίσουμε μια πιθανή πτώση 10%-15%, αρκεί να μην προκληθεί από μακροοικονομικό σοκ».

«Τα θεμελιώδη παραμένουν υγιή, αλλά είναι λογικό να περιμένουμε φάσεις διόρθωσης», πρόσθεσε ο Saglimbene. «Αν αυτή θα είναι της τάξης του 5%, 10% ή 15% ως το τέλος του έτους, θα φανεί».

Η Wall Street προέρχεται από μικτά αποτελέσματα τη Δευτέρα, με τον S&P 500 και τον Nasdaq να κλείνουν ελαφρώς ανοδικά, ενώ ο Dow Jones υποχώρησε πάνω από 200 μονάδες.

Περισσότερες από 300 μετοχές του S&P 500 έκλεισαν στο «κόκκινο» την προηγούμενη συνεδρίαση, γεγονός που ενισχύει τις ανησυχίες για περιορισμένο εύρος του ράλι και υπερσυγκέντρωση στην τεχνολογία.

«Το εύρος της αγοράς έχει παραμείνει πολύ στενό τους τελευταίους μήνες», προειδοποίησε ο Saglimbene. «Αν επιβραδυνθεί η δυναμική των AI και των τεχνολογικών μετοχών, δεν υπάρχουν πολλοί άλλοι τομείς να πάρουν τη σκυτάλη».

Αναλυτές όπως ο Matt Maley της Miller Tabak εκτιμούν ότι η αγορά «είναι ώριμη για μια ουσιαστική διόρθωση βραχυπρόθεσμα, ανεξάρτητα από τη μακροπρόθεσμη πορεία της».

Η αισιοδοξία των τελευταίων μηνών έχει αγγίξει επίπεδα ευφορίας, με τους traders να αγνοούν τους κινδύνους μιας υπερτιμημένης αγοράς. Ο S&P 500 κατέγραψε πρόσφατα μία από τις καλύτερες εξαμηνιαίες επιδόσεις από τη δεκαετία του 1950, ενισχυμένος από την ανθεκτικότητα των επιχειρηματικών κερδών, την έκρηξη της τεχνητής νοημοσύνης και τις προσδοκίες για νέες μειώσεις επιτοκίων από τη Fed.

Ωστόσο, η συγκέντρωση του ράλι σε λίγες μετοχές και οι προειδοποιήσεις για υπερβολές στις αποτιμήσεις κάνουν την αγορά ευάλωτη σε διορθωτικές κινήσεις.

Η Wall Street σε επιφυλακή ενόψει της δημαρχιακής εκλογής στη Νέα Υόρκη

Η Wall Street βρίσκεται επίσης σε αναβρασμό ενόψει των δημοτικών εκλογών της Τρίτης στη Νέα Υόρκη, καθώς μια πιθανή νίκη του Ζόραν Μαντάνι, του 34χρονου δημοκρατικού σοσιαλιστή που προηγείται στις δημοσκοπήσεις, απειλεί να προκαλέσει κραδασμούς στο επίκεντρο του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος. Οι χρηματοδότες ανησυχούν για τη διατήρηση της ανταγωνιστικότητας και της ελκυστικότητας της πόλης για τις επιχειρήσεις.

Παράλληλα, οι επενδυτές έχουν στραμμένο το βλέμμα και στις εκλογές κυβερνητών σε Νιου Τζέρσεϊ και Βιρτζίνια, οι οποίες θεωρούνται προάγγελος της πολιτικής δυναμικής ενόψει των αμερικανικών ενδιάμεσων εκλογών του 2026, όπου θα κριθεί ο έλεγχος του Κογκρέσου.

Ο Μαντάνι και η «σοσιαλιστική» ατζέντα του

Ο Μαντάνι, που κέρδισε το χρίσμα των Δημοκρατικών, έχει επικεντρώσει την εκστρατεία του στο ζήτημα της προσιτής διαβίωσης. Το πρόγραμμά του προβλέπει πάγωμα ενοικίων, δωρεάν μετακινήσεις με λεωφορείο, καθολική παιδική φροντίδα και δημοτικούς συνεταιρισμούς τροφίμων. Ταυτόχρονα, ζητεί αυξήσεις φόρων για τις μεγάλες επιχειρήσεις και τους εύπορους Νεοϋορκέζους, προκαλώντας έντονη ανησυχία στους κύκλους της χρηματοπιστωτικής ελίτ.

Αντίπαλοί του είναι ο πρώην κυβερνήτης της Νέας Υόρκης Άντριου Κουόμο, που κατεβαίνει ως ανεξάρτητος, και ο Ρεπουμπλικανός υποψήφιος Κέρτις Σλίβα, ο οποίος παραμένει τρίτος στις περισσότερες δημοσκοπήσεις.

Παρότι ο δήμαρχος δεν έχει άμεση εποπτεία επί της Wall Street, καθορίζει το στίγμα της επιχειρηματικής πολιτικής της πόλης — στοιχείο κρίσιμο για τη διατήρηση της ελκυστικότητάς της ως οικονομικού κέντρου.

Αντιδράσεις από τη χρηματοοικονομική κοινότητα

Η προοπτική επικράτησης του Μαντάνι έχει κινητοποιήσει γνωστούς επενδυτές όπως οι Μπιλ Άκμαν και Νταν Λομπ, οι οποίοι χρηματοδότησαν καμπάνιες για να αποτραπεί η εκλογή του. Ωστόσο, αρκετοί αναλυτές εκτιμούν ότι οι φόβοι της αγοράς είναι υπερβολικοί.

«Οι ανησυχίες γύρω από μια νίκη του Μαντάνι είναι κάπως υπερδιογκωμένες», σημείωσε ο Πίτερ Καρντίγιο, επικεφαλής οικονομολόγος της Spartan Capital Securities στη Νέα Υόρκη. «Ακόμη κι αν εκλεγεί, είναι απίθανο να μπορέσει να εφαρμόσει πλήρως το ριζοσπαστικό του πρόγραμμα».

Ο Ντιν Λιούλκιν, διευθύνων σύμβουλος της Cardiff, σχολίασε ότι «οι πολιτικές εξελίξεις συχνά αποδεικνύονται ηπιότερες από τη ρητορική των προεκλογικών εκστρατειών». Ωστόσο, πρόσθεσε ότι εάν «και άλλες μεγάλες πόλεις ακολουθήσουν αυτό το μοτίβο, οι αγορές ίσως αρχίσουν να αποτιμούν αυξημένους φορολογικούς και ρυθμιστικούς κινδύνους».

Στο ίδιο πνεύμα, ο Μπράιαν Γκάρντνερ, επικεφαλής στρατηγικής πολιτικής της Stifel, προειδοποίησε ότι μια νίκη του Μαντάνι θα μπορούσε να ερμηνευθεί υπερβολικά ως ένδειξη μετατόπισης του Δημοκρατικού Κόμματος προς τα αριστερά. «Ο Μαντάνι πιθανότατα θα κερδίσει με απλή πλειοψηφία, επωφελούμενος κυρίως από την αδυναμία της αντιπολίτευσης να συσπειρωθεί γύρω από έναν αξιόπιστο υποψήφιο», τόνισε.