Οι ορεινοί προορισμοί ετοιμάζονται για τη σεζόν και επενδύουν σε υποδομές

Νέες επενδύσεις φέρνουν ανανέωση σε χιονοδρομικά κέντρα και καταφύγια. Τι αλλάζει σε Μπάφι, Παρνασσό, Περτούλι και Βασιλίτσα

Χιονοδρομικό κέντρο © EUROKINISSI

Η έναρξη της νέας χειμερινής σεζόν βρίσκει τα ελληνικά χιονοδρομικά κέντρα σε φάση εκτεταμένων αναβαθμίσεων και επενδύσεων, με στόχο την αναβάθμιση των υποδομών, την ενίσχυση της ασφάλειας και την προσέλκυση περισσότερων επισκεπτών. Από το Καταφύγιο Μπάφι στην Πάρνηθα έως τα κέντρα του Παρνασσού και του Περτουλίου, οι εργασίες αφορούν τόσο την τεχνική αναβάθμιση των εγκαταστάσεων όσο και τη βελτίωση της εμπειρίας των επισκεπτών, ενσωματώνοντας ταυτόχρονα πράσινες τεχνολογίες και υποδομές φιλικές προς ΑμεΑ.

Το Καταφύγιο Μπάφι

Στην Αττική, το Καταφύγιο Μπάφι, ένα από τα πιο εμβληματικά ορειβατικά καταφύγια της περιοχής, εντάσσεται σε πρόγραμμα αναβάθμισης ύψους 176.495 ευρώ, με πλήρη κάλυψη από το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΕΣΑΑ). Το έργο, που αναμένεται να ολοκληρωθεί έως τις 30 Απριλίου 2026, περιλαμβάνει κατασκευή μονοπατιού για ΑμεΑ, αποκατάσταση πλακόστρωτης διόδου, διαμόρφωση WC για ΑμεΑ, καθώς και νέες ξύλινες κατασκευές, όπως κιόσκια και δασικούς πάγκους. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στην ενεργειακή αναβάθμιση του καταφυγίου με την εγκατάσταση φωτοβολταϊκού συστήματος υψηλών επιδόσεων, ενώ για την ενίσχυση της εμπειρίας των επισκεπτών θα διατεθούν ηλεκτρικά ποδήλατα για περιηγήσεις στο βουνό.

Οι στόχοι της επένδυσης ξεπερνούν την απλή ανακαίνιση: η αναβάθμιση του καταφυγίου επιδιώκει να το καταστήσει προορισμό τεσσάρων εποχών, ενισχύοντας τη χειμερινή περίοδο και ενδυναμώνοντας τον ορεινό τουρισμό στην περιοχή της Πάρνηθας. Παράλληλα, οι παρεμβάσεις ενισχύουν τη βιώσιμη ανάπτυξη, μειώνουν το ανθρακικό αποτύπωμα και προωθούν τη φροντίδα της φυσικής κληρονομιάς της περιοχής.

Οι επενδύσεις στα χιονοδρομικά κέντρα

Στο Χιονοδρομικό Κέντρο Παρνασσού, ο αναβατήρας «Ηρακλής» τελικά δεν θα αντικατασταθεί, αλλά θα εκσυγχρονιστεί με νέους κινητήρες και συστήματα, ενώ προγραμματίζεται και η εγκατάσταση κτιριακών υποδομών υψηλότερης ενεργειακής απόδοσης και ΑΠΕ. Ο προϋπολογισμός των επενδύσεων αναδιαμορφώθηκε στα 5.020.000 ευρώ, μειωμένος κατά 4.080.000 ευρώ σε σχέση με την αρχική εκτίμηση.

Το Χιονοδρομικό Κέντρο Παρνασσού είναι το μεγαλύτερο χιονοδρομικό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε υψόμετρο 1.640 έως 2.260 μέτρων και διαθέτει 23 πίστες, συνολικού μήκους 34 χιλιομέτρων, με όλους τους βαθμούς δυσκολίας.

Στην ορεινή περιοχή της Πίνδου, το Χιονοδρομικό Κέντρο Περτουλίου ανοίγει ξανά έπειτα από δύο χρόνια αναγκαστικής παύσης λόγω της κακοκαιρίας Daniel. Η επαναλειτουργία του κέντρου βασίζεται σε συνεργασία Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ), Περιφέρειας Θεσσαλίας, Δήμου Πύλης και της Μονομετοχικής Δημοτικής Εταιρείας, με προϋπολογισμό 370.000 ευρώ για άμεσες εργασίες αποκατάστασης ζημιών. Το έργο περιλαμβάνει εκσυγχρονισμό και επέκταση των υποδομών, ενώ παρέχεται ειδική μέριμνα free pass για τους φοιτητές του ΑΠΘ.

Το Περτούλι διαθέτει πλέον πέντε πίστες διαβαθμισμένης δυσκολίας, αναβατήρες για ενήλικες και παιδιά, καθώς και σαλέ και βοηθητικές εγκαταστάσεις. Οι παρεμβάσεις στοχεύουν στην επιμήκυνση της τουριστικής περιόδου, την προβολή των χειμερινών αθλημάτων και την ανάπτυξη των τοπικών κοινωνιών, ενισχύοντας την περιφερειακή αειφορία και οικονομική ευημερία.

Στο Πήλιο, η διαχειρίστρια εταιρεία Κένταυρον Όρος θα προχωρήσει σε εκτεταμένες παρεμβάσεις, με αιχμή την κτιριακή αναβάθμιση του ορειβατικού καταφυγίου. Το καταφύγιο θα μπορεί να φιλοξενεί ορειβάτες, αθλητές, συλλόγους και περιπατητές, προσφέροντας δυνατότητες διημέρευσης και διανυκτέρευσης, καθώς και υψηλού επιπέδου υπηρεσίες, πέρα από τις δραστηριότητες που σχετίζονται με τη χιονοδρομία. Στόχος είναι η λειτουργία του χιονοδρομικού σε 12μηνη βάση, κατά τα πρότυπα ευρωπαϊκών χιονοδρομικών κέντρων που έχουν επενδύσει σε πολυδιάστατες δράσεις. Για την υλοποίηση του έργου αποφασίστηκε η Αύξηση Μετοχικού Κεφαλαίου της διαχειρίστριας εταιρείας. Η Περιφέρεια Θεσσαλίας θα συμμετάσχει με 301.000 ευρώ, ενώ η συνολική επένδυση ανέρχεται σε 380.000 ευρώ.

Το πιο ολοκληρωμένο έργο πάντως σχεδιάζεται στη Βασιλίτσα, όπου δρομολογείται επένδυση άνω των 20 εκατ. ευρώ από τον όμιλο D Group και τη συνδεδεμένη εταιρεία UCert, η οποία αναδείχτηκε προτιμητέος επενδυτής για την αξιοποίηση του Εθνικού Χιονοδρομικού Κέντρου, με 40ετή σύμβαση παραχώρησης. Το επιχειρηματικό πλάνο περιλαμβάνει ανακατασκευή και συντήρηση των αναβατήρων, ανακαίνιση των σαλέ και λειτουργία εστιατορίων και χώρων ψυχαγωγίας, κατασκευή πολυτελών οικίσκων, δημιουργία καταστήματος ενοικίασης εξοπλισμού, αθλητικών εγκαταστάσεων με πισίνες και spa, καθώς και χάραξη μονοπατιών για δασικούς περιπάτους.

Κρίσιμη ώρα για τον χειμερινό τουρισμό

Παρά τις σημαντικές επενδύσεις και τα έργα αναβάθμισης που έχουν δρομολογηθεί, η πλειονότητα αυτών δεν αναμένεται να ολοκληρωθεί εντός της τρέχουσας σεζόν. Όπως επισημαίνουν οι ξενοδόχοι των ορεινών περιοχών, τα μικρά ξενοδοχεία, που αποτελούν τη συντριπτική πλειονότητα, με δυναμικότητα έως 20 δωματίων, αντιμετωπίζουν ήδη δυσκολίες επιβίωσης, καθώς λειτουργούν ουσιαστικά μόλις 30-40 ημέρες τον χρόνο και οι πληρότητες μεταξύ των τριημέρων συχνά δεν ξεπερνούν το 30%.

Αυτό σημαίνει ότι κάθε καθυστέρηση στην ολοκλήρωση των έργων αναβάθμισης δεν αποτελεί μόνο χαμένη επένδυση, αλλά και χαμένες ευκαιρίες για τη βιωσιμότητα των μονάδων και της τοπικής οικονομίας. Οι ξενοδόχοι τονίζουν ότι ο χειμερινός τουρισμός δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ως «συμπληρωματικός», αλλά χρειάζεται ενσωμάτωση στους εθνικούς και περιφερειακούς αναπτυξιακούς σχεδιασμούς.

Η στήριξη της λειτουργίας των μονάδων για περισσότερους μήνες αλλά και η ανάπτυξη εναλλακτικών μορφών τουρισμού -όπως ο αγροτουρισμός, ο τουρισμός περιπέτειας, η ευεξία και η πολιτιστική εμπειρία- είναι απαραίτητα στοιχεία για να προσελκύσουν επισκέπτες ακόμη και εκτός των κλασικών χιονοδρομικών περιόδων.

Με άλλα λόγια, η ώρα είναι κρίσιμη. Καθώς οι χειμερινές σεζόν χάνονται η μία μετά την άλλη, οι αρμόδιοι φορείς πρέπει να επιταχύνουν την υλοποίηση των έργων, ώστε οι ορεινοί προορισμοί να μη μείνουν πίσω, να αξιοποιήσουν την αυξανόμενη ζήτηση για νέους και εναλλακτικούς προορισμούς και να διασφαλίσουν ότι οι επενδύσεις θα έχουν πραγματικό αντίκτυπο στην οικονομία και την ανάπτυξη των ορεινών περιοχών.