Το εστιατόριο «Στου Λου» άνοιξε τον περασμένο Νοέμβριο από τον Αλέξιο Λουμιώτη, με σεφ τον Γιάννη Γαλανόπουλο. Προσανατολισμός, η ελληνική comfort κουζίνα. Ο Λουμιώτης έμπειρος, με αρκετή προϋπηρεσία στην εστίαση και διεθνώς και στην Ελλάδα (πρώην manager στο Vezene), ο Γαλανόπουλος με εμπειρία απο Vezene, One & Only και από το εξωτερικό…
Εδώ ο πρώτος λόγος δίνεται ξεκάθαρα στο κρασί. Κανονικά θα έπρεπε πρώτα να σου έρχεται στο τραπέζι η πολύ εκτενής κάρτα κρασιών, να αποφασίζεις τι θα πιεις και μετά να παραγγέλνεις τα πιάτα για το pairing. Αρκετές ετικέτες «ήπιας παρέμβασης» (για όσους θεωρούν τον όρο «natural», ρετσινιά), αρκετά διαμαντάκια από αρκετά χρόνια πίσω και αν κάποιος είναι διατεθειμένος να περιπλανηθεί στα μονοπάτια της εξέλιξης του ελληνικού αμπελώνα, δύσκολα θα βρει πιο κατάλληλο χώρο και εστιάτορα. Εκτός κι αν ανηφορίσει προς τη Μακεδονία.
Ο χώρος είναι όμορφος, αν και λιτός, με μόνο το μειονέκτημα (άντε πάλι) των μεγάλων υαλοπινάκων, που αντανακλούν αδίστακτα κάθε γενναιόδωρα δημιουργημένη στριγκλιά. Ευτυχώς, ο καιρός ανοίγει, τα τζάμια κατεβαίνουν και είναι λίγο καλύτερα τα πράγματα.

Στου Λου © PowerGame.gr
Το πάρκινγκ πάρα πολύ δύσκολο, έως αδύνατον στην περιοχή. Αλλά αν έρθεις με ταξί, όχι μόνο δεν θα έχεις πρόβλημα, αλλά θα μπορέσεις και να απολαύσεις το κρασί σου χωρίς άγχος για το μετέπειτα αλκοτέστ.
Στα ηχεία αποκλειστικά ελληνική μουσική «Απ’ όλα». Πασχάλης έπειτα από ρεμπέτικα και Φίλιππος Νικολάου έπειτα από Λάκη με ψηλά ρεβέρ. Σαν να είσαι σε δεξίωση γάμου με τον DJ να έχει πάρει μεγάλη δόση molly. Ο Λουμιώτης είναι παντού στον χώρο. Στο σέρβις, στο ταμείο, στην κουζίνα, στην κάβα. Κάποιες στιγμές ορκίζομαι πως τον είδα σε 2-3 σημεία ταυτόχρονα. Αναλαμβάνει να σου εξηγήσει τα πιάτα και να σου μιλήσει για τα κρασιά. Σημαντική διαφορά από τη συχνά απρόσωπη εξυπηρέτηση των εστιατορίων «σήμερα είμαστε, αύριο δεν είμαστε». Από τις πρώτες κουβέντες γίνεται δικός σου άνθρωπος, με την καλή του αύρα. Οι ποδιές του προσωπικού γράφουν «Στου Λου» και του Λουμιώτη γράφει «Ο Λου»!

Ο Αλέξιος Λουμιώτης © PowerGame.gr
Ξέρουν στο εστιατόριο πως θες να δοκιμάσεις και γι’ αυτό τα κυρίως σερβίρονται και σε μισές μερίδες. Διορατική προσέγγιση.
Μετρήσαμε περίπου 15 πιάτα στο μενού, κυρίως κρεατοφαγικά. Σε ψάρι, μόνο κέφαλος (που δεν έχει συνήθως και πρόβλημα διαθεσιμότητας, μια και προέρχεται από διβάρια). Και ένα ατομικό λαδοπιτάκι με τόνο, ταραμά και μπρικ. Στο οποίο κυριάρχησε ο ταραμάς πάνω στα υπόλοιπα συστατικά. Νόστιμη η τραχανόπιτα με το σπανάκι και χιόνι από σφακιανή γραβιέρα, αλλά ακόμα καλύτερη η μελιτζάνα ιμάμ. Ο λαχανοντολμάς με πλιγούρι, κιμά από γάμπαρη και αυγοτάραχο ήταν αρκετά ενδιαφέρων, με το τελευταίο συστατικό να έχει αναλάβει να συμπληρώσει τις γευστικές εντάσεις. Πολύ ενδιαφέρουσα ήταν και η πρόταση των «καμένων» λαχανικών με ψητό μανούρι και βινεγκρέτ μελιού.

Λαδοπιτάκι με τόνο, ταραμά και μπρικ © PowerGame.gr
Η μανέστρα με ψητές καραβίδες, ντομάτα και βασιλικό κλέβει την παράσταση με τα έντονα θαλασσινά αρώματα της μπισκ. Ιδανικό πιάτο για συνοδεία ενός καλού λευκού κρασιού. Συναρπαστικοί ήταν και οι τζιγεροσαρμάδες με ρύζι και μυρωδικά, που ήρθαν με γιαούρτι και ψημένα πεντανόστιμα πιτάκια. Το αρνίσιο συκώτι ήταν αέρινο και η εξωτερική μπόλια έδινε την έξτρα ένταση που κάνει το πιάτο εξαιρετικά νόστιμο. Βλέπε haggis να παίρνεις μαθήματα.

Mανέστρα με ψητές καραβίδες © PowerGame.gr

Τζιγεροσαρμάδες © PowerGame.gr
Εκεί που προσκυνήσαμε κανονικά, ήταν στα μακαρόνια με κιμά προβατίνας με στάκα και καπνιστό μετσοβόνε. Η νοστιμιά σε δυσθεώρητα επίπεδα.

Μακαρόνια με κιμά προβατίνας © PowerGame.gr
Άξιο λόγου και το αρνάκι φρικασέ (παϊδάκια) με σπανάκια και σέσκουλα. Τα χορταρικά κρατάνε στο δάγκωμα και το αρνάκι είναι γευστικό και κομψό, χωρίς να αποπνέει «αρνίλα». Και η «γουρνοπούλα» με άψογα καραμελωμένη πέτσα και ζουμερή άψογα ψημένη σάρκα.

Γουρνοπούλα © PowerGame.gr
Μου έκανε πολύ καλή εντύπωση που είναι ξεχωριστή κάρτα η μετά το δείπνο πρόταση των επιδορπίων (γλυκών, αποσταγμάτων και οίνων). Φυσικά, όταν η κάβα σου διαθέτει και Sauternes Château d’Yquem, δεν το ξεπετάς έτσι μέσα στον γενικό κατάλογο. Υπήρχαν δύο γλυκά στον κατάλογο και ένα επιδόρπιο ημέρας, που ήταν παγωτό. Επιλέξαμε ένα ελαφρύ και αρωματικό εκμέκ, αλλά με κανταΐφι, κρέμα μαστίχας και μπόλικα φυστίκια Αιγίνης.

Εκμέκ με κανταΐφι, κρέμα μαστίχας και φυστίκια Αιγίνης © PowerGame.gr
Η κουζίνα του «Στου Λου» δεν είναι μόνο ενδιαφέρουσα ως εξαιρετικό δείγμα ελληνικής comfort κουζίνας, είναι και πάρα πολύ νόστιμη. Κι αυτό μπορεί να είναι understatement. Έχει μεν γνήσιες μνήμες και σημαντικές αναφορές, αλλά δεν αναπαράγει απλώς, αλλά προχωράει σε δημιουργικά, εξελικτικά βήματα επιπέδου gourmet. Καταφέρνει με το σωστό μείγμα φιλοξενίας και άψογου, ευγενικού σέρβις να σε φέρει σε σημείο να αναρωτιέσαι όχι απλά αν είναι ανάμεσα στις καλύτερες σήμερα περιπτώσεις ελληνικής κουζίνας, αλλά σε ποια θέση της πρώτης 5άδας κατατάσσεται.
Σε βαθμό που να σε ιντριγκάρει για να ξαναπάς σύντομα να δοκιμάσεις και τα άλλα του πιάτα. Εμείς πήγαμε δύο φορές σε διάστημα μιας εβδομάδας, για να καλύψουμε το μεγαλύτερο εύρος του καταλόγου. Και αυτό θεωρώ πως είναι το πιο βασικό κριτήριο που δείχνει πως έχει πετύχει απόλυτα ένα εστιατόριο.
Μακάρι να έχει διάρκεια.