Όσοι κυβερνώντες στην Ευρωπαϊκή Ένωση βιάστηκαν να καταδικάσουν την εμπορική συμφωνία ΗΠΑ-ΕΕ, που ανακοινώθηκε στη Σκωτία από τον Αμερικανό πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ και την πρόεδρο της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, ενδεχομένως να προτρέχουν των εξελίξεων. Δεδομένου ότι απομένουν ακόμη τρεισήμισι χρόνια μέχρι να εξαντληθεί η θητεία του Τραμπ αλλά και της εκρηκτικής ιδιοσυγκρασίας του, η συμφωνία που ανακοινώθηκε από τη Σκωτία στις 27 Ιουλίου είναι πιθανόν να μην είναι ο επίλογος στον εμπορικό πόλεμο των ΗΠΑ με την Ευρώπη αλλά και τον υπόλοιπο κόσμο. Ούτως ή άλλως, οι διαπραγματεύσεις συνεχίζονται, με την Ε.Ε να παγώνει τα αντίποινα που είχε σχεδιάσει για ένα ακόμη εξάμηνο.
O Τραμπ, μάλιστα, απείλησε στο πλαίσιο συνέντευξης στο CNBC ότι εάν η Ε.Ε δεν υλοποιήσει τις «δεσμεύσεις της για επενδύσεις δισ. στις ΗΠΑ», η Ουάσιγκτον θα αυξήσει τους δασμούς στο 35%. Μολονότι ο πρωθυπουργός της Γαλλίας, Φρανσουά Μπαϊρού, επέκρινε την εμπορική συμφωνία ΗΠΑ-ΕΕ, δηλώνοντας μια εβδομάδα πριν ότι είναι μια «σκοτεινή ημέρα» για την Ευρώπη, ο αντίλογος υποστηρίζει ότι η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν πέτυχε τη λιγότερο επισφαλή λύση για την ευρωπαϊκή οικονομία, μειώνοντας τους δασμούς από το 30% ή ακόμη και το 50% που είχε απειλήσει ο Τραμπ στο 15%. Οι νέες απειλές του Τραμπ υπενθυμίζουν απλά πόσο απρόβλεπτος μπορεί να γίνει.
Βασική πρόκληση για την Ε.Ε είναι να διατηρήσει ένα κοινό μέτωπο απέναντι στις ΗΠΑ. Λόγω των συγκρουόμενων συμφερόντων μεταξύ των κρατών-μελών αλλά και της διαφορετικής εξάρτησης των εξαγωγών τους από την αμερικανική κατανάλωση, δεν είναι εύκολο να σχηματιστεί ενιαίο μέτωπο. Ενδεικτικό είναι ότι οι εξαγωγές προς τις ΗΠΑ αναλογούν στο 3,4% του ΑΕΠ της Σλοβακίας και στο 3% της Ιταλίας, όπως και στο 7,94% των συνολικών εξαγωγών της Γαλλίας. Όμως, το Μιλάνο έχει υιοθετήσει μια πολύ πιο μετριοπαθή στάση από το Παρίσι.
Στον αντίποδα βρίσκεται η «ουδέτερη Ελβετία» που, δίχως εμπορική συμφωνία με τις ΗΠΑ, είναι αντιμέτωπη με δασμούς 39% που απειλούν το 60% των εξαγωγών προς τις ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένων των ρολογιών, των φαρμακευτικών προϊόντων και της σοκολάτας. Πριν τη λήξη της προθεσμίας στις 7 Αυγούστου, η πρόεδρος της Ελβετίας, Καρίν Κέλερ-Σούτερ, σπεύδει στη Ουάσιγκτον για να παρουσιάσει μια «ελκυστική προσφορά» «σε μια προσπάθεια να μειώσουν τα επίπεδα των αμοιβαίων δασμών». Υπενθυμίζουμε ότι ο Ντόναλντ Τραμπ ανέτρεπε τις ισορροπίες στο παγκόσμιο εμπόριο προ πενταμήνου με την ανακοίνωση των «αμοιβαίων δασμών» του εις βάρος δεκάδων χωρών ανά την υφήλιο, με το σκεπτικό ότι εκμεταλλεύονται τον Αμερικανό καταναλωτή χωρίς να ανταποδίδουν κάτι στον μεταποιητικό κλάδο των ΗΠΑ.
Σε έναν κόσμο, όμως, που η κυβέρνηση των Ρεπουμπλικάνων χρησιμοποιεί τους δασμούς ως μοχλό πίεσης όχι μόνον για εμπορικούς αλλά και πολιτικούς λόγους, όπως ισχύει σήμερα στις περιπτώσεις της Ινδίας και της Βραζιλίας, μια δυναμική στάση απέναντι στον Τραμπ απαιτεί σιδερένια συνοχή από τις κυβερνήσεις της Ε.Ε. Όμως, το αντίθετο φαίνεται να συμβαίνει. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Γερμανίας. Μολονότι η εμπορική συμφωνία θεωρήθηκε πως εξυπηρετεί τον κλάδο αυτοκινητοβιομηχανιών της χώρας, ο πολιτικός κόσμος την καταδίκασε, τόσο που ο καγκελάριος Φρίντριχ Μερτς αναγκάστηκε να αλλάξει τη ρητορική του. Αν και αρχικά εξέφρασε την ικανοποίηση του, τονίζοντας πως έτσι «αποφεύχθηκε μια εμπορική σύγκρουση που θα έπληττε την εξαγωγική δραστηριότητα μας», αυτήν την εβδομάδα ο Μερτς είπε ότι οι δασμοί είναι «ένα σημαντικό βάρος». Μέλη του πολιτικού κόσμου θεωρούν πως αυτή η εμπορική συμφωνία είναι «προδοσία για την Ευρώπη».
Σημείο αιχμής στην εμπορική συμφωνία ΗΠΑ-ΕΕ είναι ότι οι Βρυξέλλες αποδέχτηκαν δασμούς 15% στις εξαγωγές της Ε.Ε προς τις ΗΠΑ, αλλά τα αμερικανικά προϊόντα που θα εισέρχονται στην ενιαία αγορά της Ε.Ε δεν θα επιβαρύνονται καθόλου. Συν τοις άλλοις, οι δασμοί 50% των ΗΠΑ εις βάρος των εισαγωγών χάλυβα και αλουμινίου από την Ε.Ε εξακολουθούν να υφίστανται. Από την πλευρά της Ε.Ε δόθηκαν, επίσης, δεσμεύσεις για επενδύσεις 600 δισ. ευρώ από ευρωπαϊκές εταιρείες στις ΗΠΑ και αγορές ορυκτών καυσίμων, κυρίως υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG), από αμερικανικές εταιρείες της τάξεως των 700 δισ. ευρώ. Οι Πράσινοι της Γερμανίας δεν άργησαν να επικρίνουν τη συμφωνία, τόνισαν πως «αν και αποφεύχθηκε ένας εμπορικός πόλεμος», αυτή δεσμεύει την ΕΕ σε αγορές πετρελαίου και LNG από τις ΗΠΑ ενώ οι στόχοι για το κλίμα κινδυνεύουν να παραγκωνιστούν οριστικά.
Στο πλαίσιο των συνεχιζόμενων διαπραγματεύσεων, η Γαλλία επιδιώκει την εξαίρεση του κλάδου των οινοπνευματωδών ποτών προκειμένου να θωρακίσει τους εγχώριους οινοπαραγωγούς και παραγωγούς κονιάκ. Ως αντάλλαγμα, η Γαλλία μαζί με την Ιταλία προτείνουν να αφαιρεθεί το μπέρμπον από τη λίστα των αμερικανικών προϊόντων που, ενδεχομένως, να επιβαρυνθούν με αντίποινα-δασμούς. Όμως, η ΕΕ μαζί με τον υπόλοιπο κόσμο θα πρέπει να προσαρμοστούν σε ένα ρευστό περιβάλλον που τροφοδοτείται από την αβεβαιότητα για την κατεύθυνση της αμερικανικής πολιτικής. Όπως δηλώνει ο Ετιέν Όρα της νομικής εταιρείας Bertelsmann Sriftung, η εμπορική συμφωνία ΗΠΑ-ΕΕ δεν είναι δεσμευτική. «Αντί αυτού είναι μια μορφή συνθηκολόγησης που μπορεί να τερματιστεί αν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις». Μέσα στο επόμενο διάστημα, η ΕΕ μπορεί να αξιοποιήσει τις δυνάμεις της για να επανέλθει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με μεγαλύτερη ενότητα και ισχύ μεταξύ των κρατών-μελών.