Σε ένα σκηνικό γεμάτο συμβολισμούς και διπλωματική λάμψη, ο βασιλιάς Κάρολος και η βασίλισσα Καμίλα υποδέχτηκαν χθες με τιμές αρχηγού κράτους τον πρώην πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών, Ντόναλντ Τραμπ, και την πρώτη κυρία, Μελάνια Τραμπ. Η επίσκεψη κορυφώνεται σήμερα με την κρίσιμη συνάντηση του Αμερικανού προέδρου με τον πρωθυπουργό του Ηνωμένου Βασιλείου, Κιρ Στάρμερ, στο Chequers.
Οι συνομιλίες των δύο ηγετών έχουν πλέον ολοκληρωθεί, ενώ αυτή την ώρα βρίσκεται σε εξέλιξη η κοινή τους παρουσία σε επιχειρηματικό φόρουμ, όπου απευθύνουν δηλώσεις σε εκπροσώπους μεγάλων πολυεθνικών και τεχνολογικών κολοσσών. Θα ακολουθήσει κοινή συνέντευξη Τύπου.
Στο επίκεντρο των συζητήσεων βρίσκεται η «ειδική σχέση» Ηνωμένου Βασιλείου – ΗΠΑ, η οποία σήμερα μετουσιώνεται σε ένα οικονομικό πακέτο-μαμούθ ύψους 250 δισεκατομμυρίων λιρών, από το οποίο 150 δισ. έχουν ήδη επισημοποιηθεί.
Οι συμφωνίες περιλαμβάνουν επενδύσεις σε τεχνολογία, τεχνητή νοημοσύνη, ενεργειακή ασφάλεια και νέα πυρηνική ενέργεια, ενώ πρόκειται για περίπου 40 επιμέρους συμφωνίες που αποτελούν το οικονομικό αποτύπωμα της επίσκεψης Τραμπ στη χώρα.
Ωστόσο, πίσω από τις φιλοφρονήσεις, δεν λείπουν οι πολιτικές εντάσεις. Ο πρωθυπουργός Στάρμερ επιχειρεί να ενισχύσει τη συνεργασία με τις ΗΠΑ. Θέτει όμως ως προτεραιότητα και τη στάση της απέναντι στη Ρωσία, στο πλαίσιο της υποστήριξης προς την Ουκρανία. Παράλληλα, επιδιώκει να προετοιμάσει το έδαφος για την αναγνώριση του παλαιστινιακού κράτους.
Από την άλλη πλευρά, ο Ντόναλντ Τραμπ αποφεύγει προς το παρόν κάθε ξεκάθαρη δέσμευση στα διπλωματικά ζητήματα, προβάλλοντας ως την επιτυχία των επενδύσεων και την οικονομική αναγέννηση των διμερών σχέσεων.
Οι νέες διμερείς συμφωνίες αναλυτικά
Η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου ανακοίνωσε ότι εξασφάλισε αμερικανικές επενδύσεις ύψους 150 δισεκατομμυρίων λιρών, με την προσδοκία να δημιουργηθούν 7.600 νέες θέσεις εργασίας στη χώρα.
Η ανακοίνωση έγινε κατά την επίσκεψη του προέδρου Τραμπ στη Βρετανία, με παράλληλες δεσμεύσεις από τεχνολογικούς κολοσσούς όπως η Microsoft και η Google να επενδύσουν δισεκατομμύρια λίρες στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Πρόκειται για μέρος ενός ευρύτερου σχεδίου της βρετανικής κυβέρνησης για ενίσχυση των οικονομικών δεσμών με τις ΗΠΑ. Ωστόσο, κάποιες βιομηχανίες –όπως η χαλυβουργία– έχουν δεχτεί πλήγμα πρόσφατα, καθώς μια συμφωνία για μείωση δασμών μπήκε «στον πάγο».
Επιπλέον, αρκετές μεγάλες φαρμακευτικές εταιρείες –όπως η AstraZeneca, κατασκευάστρια του εμβολίου κατά της Covid– έχουν σταματήσει σχέδια επενδύσεων, υποστηρίζοντας ότι το Ηνωμένο Βασίλειο αποτελεί «μια όλο και πιο δύσκολη» χώρα για επιχειρηματική δραστηριότητα.
Σημαντικές επενδυτικές ανακοινώσεις
Βρετανοί και Αμερικανοί επενδυτές θα συναντηθούν σήμερα με τον πρωθυπουργό Κιρ Στάρμερ και τον πρόεδρο Τραμπ στην επίσημη εξοχική κατοικία του Πρωθυπουργού, το Τσέκερς, με σκοπό να συζητήσουν νέες οικονομικές συμφωνίες.
Το μεγαλύτερο μέρος της επένδυσης (90 δισ. λίρες) προέρχεται από την αμερικανική επενδυτική εταιρεία Blackstone, η οποία ανακοίνωσε ήδη από τον Ιούνιο την πρόθεσή της να επενδύσει £370 δισ. στην Ευρώπη την επόμενη δεκαετία.
Η Microsoft υποσχέθηκε επένδυση £22 δισ. στο Ηνωμένο Βασίλειο μέσα στα επόμενα τέσσερα χρόνια.
Η Google σχεδιάζει επένδυση £5 δισ. για την επέκταση υπάρχοντος data center στο Hertfordshire.
Ο Στάρμερ χαρακτήρισε τις επενδύσεις ως «απόδειξη της οικονομικής ισχύος της Βρετανίας και τολμηρό μήνυμα ότι η χώρα μας είναι ανοιχτή, φιλόδοξη και έτοιμη να ηγηθεί».
Ανησυχίες και αντιφάσεις
Αν και η βρετανική κυβέρνηση ευελπιστεί ότι οι νέες επενδύσεις θα δημιουργήσουν χιλιάδες θέσεις εργασίας, η ανακοίνωση έρχεται σε μια περίοδο που οι εγχώριες επενδύσεις επιβραδύνονται, εξαιτίας των αυξημένων λειτουργικών εξόδων για τις επιχειρήσεις.
Σύμφωνα με την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία (ONS), ο αριθμός των εργαζομένων σε μισθολόγια στο Ηνωμένο Βασίλειο μειώθηκε κατά 127.000 μέσα σε ένα έτος έως τον Αύγουστο. Οι αγγελίες για θέσεις εργασίας έπεσαν κατά 119.000 (14%) στην ίδια περίοδο.
Οι επιχειρήσεις αποδίδουν τη μείωση αυτή στην αύξηση των εργοδοτικών επιβαρύνσεων, όπως η Εθνική Ασφάλιση και ο κατώτατος μισθός.
Εξελίξεις στον φαρμακευτικό τομέα
Πολλές φαρμακευτικές εταιρείες εξέφρασαν πρόσφατα τις ανησυχίες τους:
Η Merck απέσυρε σχέδιο επένδυσης £1 δισ., κατηγορώντας τις διαδοχικές κυβερνήσεις του Ηνωμένου Βασιλείου ότι υποβαθμίζουν την αξία της καινοτόμου φαρμακευτικής έρευνας. Αντί γι’ αυτό, η εταιρεία θα μεταφέρει την έρευνα στις ΗΠΑ.
Η AstraZeneca «πάγωσε» επένδυση £200 εκατ. για ερευνητικό κέντρο στο Κέιμπριτζ, που θα δημιουργούσε 1.000 θέσεις εργασίας, μεταφέροντας αντίστοιχες επενδύσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Βρετανικές επενδύσεις στις ΗΠΑ
Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι βρετανικά κεφάλαια ρέουν και προς τις ΗΠΑ. Η GSK –φαρμακευτικός κολοσσός του ΗΒ– θα επενδύσει σχεδόν £22 δισ. στην έρευνα και παραγωγή στις ΗΠΑ μέσα στην επόμενη πενταετία, σύμφωνα με την κυβέρνηση.
Η ανακοίνωση των £150 δισ. επενδύσεων από τις ΗΠΑ αποτελεί σημαντική πολιτική και οικονομική νίκη για τη νέα κυβέρνηση του Κιρ Στάρμερ, ειδικά σε μια περίοδο εσωτερικής επιχειρηματικής αβεβαιότητας. Ωστόσο, η αμφίδρομη ροή επενδύσεων και η αποχώρηση σημαντικών φαρμακευτικών δείχνουν ότι η οικονομική εικόνα παραμένει σύνθετη και αβέβαιη.