Για να καταφέρει η Ευρώπη να διαχειριστεί αποτελεσματικά τις γεωπολιτικές αλλαγές που συντελούνται σήμερα και τις οικονομικές επιπτώσεις τους θα πρέπει να αποκτήσει αμυντική αυτονομία, αυτονομία στην τεχνολογία και την τεχνητή νοημοσύνη (ΑΙ), χρηματοοικονομική αυτονομία, ενεργειακή αυτονομία και ασφαλή πρόσβαση σε κρίσιμες πρώτες ύλες.
Αυτές είναι οι σημαντικότερες προϋποθέσεις για να καταφέρει η Ευρώπη να αποφασίζει με μεγαλύτερη ανεξαρτησία και πυγμή για το μέλλον της, σύμφωνα το κέντρο ερευνών Bruegel. Οι Αντρέ Σαπίρ, Τζέικομπ Φανκ Κίρκεγκαρντ και Τζερόμιν Ζέτλμαϊερ, οι οποίοι συνυπογράφουν την έκθεση, τονίζουν πως η Ευρώπη πλήττεται από τη φθορά της διεθνούς τάξης πραγμάτων που υιοθετήθηκε μεταπολεμικά. Μέχρι και πρόσφατα επικρατούσε η ψευδαίσθηση πως δεν θα κλονίζονταν ποτέ.
Τρία είναι τα σενάρια που εξετάζει το Bruegel ως βασικές προκλήσεις για την Ευρώπη την περίοδο 2030-2035. Το πρώτο είναι η κατάρρευση της διεθνούς συνεργασίας, οδηγώντας σε παγκόσμια αναταραχή και προστατευτισμό. Το δεύτερο είναι ένα κόσμος διχασμένος ανάμεσα στην κυριαρχία των ΗΠΑ, της Κίνας και ανεξάρτητα «μπλοκ» κρατών, όπου θα υπάρχουν διαβαθμίσεις στη διεθνή συνεργασία.
Τρίτο και τελευταίο σενάριο είναι μια επανεφεύρεση ενός κόσμου με πολλαπλούς παίκτες, όπου οι παγκόσμιες δυνάμεις θα συνεργάζονται για την αντιμετώπιση κοινών προκλήσεων, όπως η κλιματική κρίση και το εμπόριο. Αυτό είναι το καλύτερο σενάριο και αλλά και πιο απόμακρο, δεδομένων των σημερινών εξελίξεων.
Οι προτεραιότητες της Ευρώπης για να μην παγιδευτεί στην παθητικότητα
Μια από τις προτεραιότητες της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι να αποκτήσει αμυντική αυτονομία, με τη δημιουργία μιας ενιαίας αγοράς για την παραγωγή στρατιωτικού εξοπλισμού και την ανάπτυξη «κοινών περιουσιακών στοιχείων», όπως ένα δορυφορικό σύστημα πληροφοριών, παρακολούθησης και επικοινωνίας που να καλύπτει όλες τις χώρες-μέλη. Σε μια τέτοια αγορά θα πρέπει να συμπεριληφθούν χώρες εκτός Ε.Ε, δηλαδή η Βρετανία, η Νορβηγία, η Ουκρανία και ενδεχομένως ο Καναδάς, η Ελβετία και η Τουρκία.
Μια ακόμη προτεραιότητα είναι η τεχνολογική αυτονομία, ιδιαίτερα στην τεχνητή νοημοσύνη και την παραγωγή τσιπ. Το Bruegel τονίζει την ανάγκη να αναπτύξει η Ευρώπη μονάδες παραγωγής προηγμένων τσιπ. «Στο χρονικό διάστημα 2030-2035, η επανένωση της Ταϊβάν με την Κίνα δεν μπορεί να αποκλειστεί. Αυτό δημιουργεί τον κίνδυνο η παγκόσμια προσφορά των πιο προηγμένων τσιπ των 2 νανομέτρων (ή και λιγότερο), τα οποία είναι σημαντικά για την ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης, να βρεθεί στα χέρια της Κίνας». Οπότε η Ε.Ε θα πρέπει αποκτήσει δικές της τεχνολογίες και να καλλιεργήσει ένα περιβάλλον για «ανατρεπτικές καινοτομίες» αντί να αποκτά υποκατάστατα που απορρέουν από αμερικανικές υπηρεσίες.
Ανεξάρτητα συστήματα πληρωμών και το ψηφιακό ευρώ
Αναγκαία είναι, επίσης, τα θεμέλια για τη χρηματοοικονομική αυτονομία της Ε.Ε, μειώνοντας την εξάρτηση στα συστήματα πληρωμών των ΗΠΑ και προάγοντας παράλληλα τα ευρωπαϊκά stablecoins, δηλαδή τα ψηφιακά νομίσματα που είναι συνδεδεμένα με περιουσιακά στοιχεία όπως ο χρυσός. Οι ΗΠΑ, πιθανότατα, να εντείνουν τον οικονομικό εξαναγκασμό τους, συνεχίζει το Bruegel. Ενδεχομένως να «απειλήσουν πως θα δώσουν εντολή στις εταιρείες τους να διακόψουν τις πληρωμές εντός ΕΕ ή να επιβάλουν φόρους στις εκροές κεφαλαίων». Ενώ προκύπτουν ευρωπαϊκές εναλλακτικές, είναι αβέβαιο πόσο αξιόπιστες θα γίνουν, ιδίως αν οι εταιρείες αυτές εξαρτώνται από την αμερικανική τεχνολογία. Στην έκθεση δίνεται, επίσης, ιδιαίτερο βάρος στη δημιουργία του ψηφιακού ευρώ, ενώ συστήνεται στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να επισπεύσει τις υποδομές ψηφιακών πληρωμών.
Την ίδια στιγμή η ενεργειακή αυτονομία της Ε.Ε θα ξεκλειδώσει νέες δυνατότητες για τις βιομηχανίες και τις οικονομίες της Ε.Ε, με το υφιστάμενο σύστημα να απέχει μακράν από μια ενιαία αγορά. Επιπλέον, η ασφαλής πρόσβαση σε κρίσιμες πρώτες ύλες, ίσως, να είναι πρακτικά η μεγαλύτερη πρόκληση για την Ε.Ε σε αντίθεση με τις προηγούμενες που απαιτούν, κυρίως, πολιτική συναίνεση σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο. Μια διέξοδος θα ήταν η συγκέντρωση αποθεμάτων, ιδιαίτερα στις σπάνιες γαίες. Σημαντική είναι η ενίσχυση των δημόσιων πόρων για την έρευνα βασικών υλικών, με στόχο την «καινοτόμο υποκατάσταση», τονίζεται στην έκθεση. «Μπορεί να δημιουργηθούν νέα και φθηνότερα αλλά εξίσου αποδοτικά υλικά που θα αντικαταστήσουν τις κρίσιμες πρώτες ύλες που προμηθεύονται τα ευρωπαϊκά κράτη από την Κίνα» προστίθεται.
Η Ευρώπη απέναντι στον «οικονομικό εξαναγκασμό» ΗΠΑ – Κίνα και στη ρωσική επιθετικότητα
Εδώ και μια δεκαετία, οι κυβερνήσεις της Ευρώπης και οι Βρυξέλλες καλούνται να αποκρούσουν τον «οικονομικό εξαναγκασμό» της Κίνας και των ΗΠΑ, μαζί με την επιθετικότητα της Ρωσίας. Μολονότι εκτιμάται από το Bruegel πως θα είναι μετριοπαθείς οι βραχυπρόθεσμες επιπτώσεις από τους δασμούς του Αμερικανού προέδρου, Ντόναλντ Τραμπ, και τη γενικότερη πολιτική αβεβαιότητα στις ΗΠΑ, η Ευρώπη αντιμετωπίζει μεγάλους κινδύνους. Κάποιοι από αυτούς είναι μια κατάρρευση της αγοράς ομολόγων των ΗΠΑ, μια περαιτέρω κλιμάκωση των στρατιωτικών επιθέσεων της Ρωσίας εναντίον της Ουκρανίας ή απευθείας κατά της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μια κρίση στο παγκόσμιο εμπόριο από την όξυνση των τεταμένων σχέσεων ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα ή και η έναρξη επιχειρήσεων από το Πεκίνο στην ανατολική Ασία.
Κίνδυνοι εγκυμονούν, επίσης, στο εσωτερικό. Ο βασικότερος είναι το ξέσπασμα μιας δημοσιονομικής κρίσης από την εκλογή μιας λαϊκίστικης κυβέρνησης σ’ ένα κράτος – μέλος της Ε.Ε με υψηλό δημόσιο χρέος. Στην Ευρώπη, οι διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στην πολιτική και την οικονομία είναι πια δυσδιάκριτες. Τα ισχυρότερα κράτη στην Ευρώπη (Γερμανία, Γαλλία και Βρετανία που εδώ και μια πενταετία είναι εκτός Ε.Ε) βάλλονται στο εσωτερικό από την άνοδο της ακροδεξιάς.
Στη Βρετανία και τη Γαλλία επικρατεί μεγάλη δυσαρέσκεια της κοινής γνώμης από αναγκαίες περικοπές στους προϋπολογισμούς προκειμένου να δαμαστεί το υψηλό χρέος. Η εξασθένιση των βιομηχανιών στη Γερμανία -μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία- κλονίζει την αυτοπεποίθηση των πολιτών, οι οποίοι θα πρέπει να συμβιβαστούν με την ιδέα πως το κράτος πρόνοιας δεν θα μπορεί να αντέξει στον χρόνο εάν δεν υπάρξουν «σημαντικές μεταρρυθμίσεις». Αν και το δημόσιο χρέος στην ισχυρότερη οικονομία της Ευρωζώνης είναι χαμηλό, η αντιπολίτευση είναι πάντα σε ετοιμότητα για να ασκήσει κριτική σε προγραμματισμένες δαπάνες άνω του ενός τρισ. ευρώ σε άμυνα και υποδομές από τον κυβερνητικό συνασπισμό του Φρίντριχ Μερτς.