Με τους δασμούς στο επίκεντρο, ο εμπορικός διάλογος ΕΕ–ΗΠΑ κινείται σε ασταθές έδαφος, με αυξανόμενες πολιτικές πιέσεις εκατέρωθεν του Ατλαντικού.
Οι πρέσβεις των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνεδριάζουν στις Βρυξέλλες, καθώς η εμπορική συμφωνία που υπεγράφη τον Ιούλιο μεταξύ της προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν και του προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ δείχνει να βρίσκεται σε εύθραυστη ισορροπία.
Σύμφωνα με δημοσίευμα του Bloomberg, η Ουάσιγκτον έχει προβάλλει νέες απαιτήσεις που ενδέχεται να υπονομεύσουν την ίδια τη βάση της συμφωνίας, η οποία είχε συναφθεί στη Σκωτία το καλοκαίρι.
Οι απαιτήσεις ΗΠΑ για την ψηφιακή νομοθεσία της ΕΕ
Μία από τις κύριες αξιώσεις της κυβέρνησης Τραμπ αφορά παραχωρήσεις στους ευρωπαϊκούς κανονισμούς για την ψηφιακή αγορά. Οι ΗΠΑ ζητούν εξαιρέσεις ή χαλαρότερη εφαρμογή νομοθεσιών όπως ο Νόμος για τις Ψηφιακές Αγορές (DMA) και ο Νόμος για τις Ψηφιακές Υπηρεσίες (DSA) — τους δύο ακρογωνιαίους λίθους της ψηφιακής πολιτικής της ΕΕ.
Παρότι οι ενστάσεις της Ουάσιγκτον για την αυστηρότητα των ευρωπαϊκών κανόνων δεν είναι καινούργιες, η διοίκηση Τραμπ έχει εντείνει τις πιέσεις, υποστηρίζοντας ότι οι ρυθμίσεις αυτές πλήττουν δυσανάλογα τις αμερικανικές Big Tech. Οι Βρυξέλλες, ωστόσο, έχουν διαμηνύσει επανειλημμένα ότι δεν προτίθενται να αναθεωρήσουν τη βασική ψηφιακή νομοθεσία τους.
Εξαιρέσεις στις πράσινες πολιτικές και στους κανόνες διαφάνειας
Η Ουάσιγκτον ζητεί επίσης ειδικές ρυθμίσεις στους περιβαλλοντικούς και εταιρικούς κανονισμούς της ΕΕ. Η συμφωνία του Ιουλίου είχε ήδη προβλέψει «ευελιξίες» για τις αμερικανικές επιχειρήσεις αναφορικά με τον Μηχανισμό Συνοριακής Προσαρμογής Άνθρακα (CBAM) — το φιλόδοξο εργαλείο της ΕΕ που επιβάλλει δασμούς σε προϊόντα με υψηλές εκπομπές.
Οι Βρυξέλλες είχαν επίσης δεσμευθεί να εξετάσουν τις αμερικανικές ανησυχίες για τον κανονισμό κατά της αποψίλωσης των δασών και για τις οδηγίες εταιρικής αναφοράς, οι οποίες ήδη προκαλούν αντιδράσεις από ευρωπαϊκές επιχειρήσεις.
Η πρόκληση: Ισορροπία μεταξύ οικολογίας και γεωπολιτικής
Το μεγάλο δίλημμα για την ΕΕ είναι να ικανοποιήσει τις αμερικανικές απαιτήσεις χωρίς να φανεί ότι υπονομεύει τη δική της πράσινη πολιτική για να κατευνάσει τον Τραμπ. Οποιαδήποτε χαλάρωση των περιβαλλοντικών κανόνων θα προκαλούσε έντονες πολιτικές αντιδράσεις εντός Ευρώπης και θα έθετε υπό αμφισβήτηση την αξιοπιστία της Πράσινης Συμφωνίας.
Παράλληλα, άλλοι εμπορικοί εταίροι εκμεταλλεύονται το ρήγμα ΕΕ–ΗΠΑ για να ζητήσουν αντίστοιχες παραχωρήσεις. Η Νότια Αφρική έχει ήδη ζητήσει ειδική μεταχείριση, επικαλούμενη τις διατάξεις της διατλαντικής συμφωνίας, ενώ το Ηνωμένο Βασίλειο, το οποίο δέχθηκε χθες πλήγμα από τους νέους δασμούς χάλυβα της ΕΕ, ελπίζει σε εξαίρεση από τον CBAM πριν τεθεί σε ισχύ το επόμενο έτος.
Το χαρτί του Ευρωκοινοβουλίου
Ένα πιθανό πλεονέκτημα για τις Βρυξέλλες είναι ότι η συμφωνία ΕΕ–ΗΠΑ δεν έχει ακόμη εγκριθεί από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Ευρωπαίοι αξιωματούχοι τονίζουν ότι εάν η Ουάσιγκτον αλλάξει τους όρους της συμφωνίας, το Κοινοβούλιο δύσκολα θα δώσει το πράσινο φως.
Αν και ο Τραμπ προσπαθεί να αποσπάσει όσο το δυνατόν περισσότερες παραχωρήσεις, εκτιμάται πως δεν επιθυμεί να τινάξει ολόκληρη τη συμφωνία στον αέρα, γνωρίζοντας τη στρατηγική της σημασία σε ένα ταραχώδες διεθνές περιβάλλον.
Οι ρωσικές κυρώσεις και η Αυστρία
Στην ατζέντα της συνεδρίασης των πρέσβεων περιλαμβάνεται επίσης το 19ο πακέτο κυρώσεων κατά της Ρωσίας, το οποίο δεν έχει ακόμα εγκριθεί λόγω των αντιρρήσεων της Αυστρίας. Η Βιέννη ζητεί αποζημίωση για τη Raiffeisen Bank, η οποία κατέβαλε πρόστιμα στην εταιρεία Rasperia, συνδεόμενη με τον Ρώσο επιχειρηματία Όλεγκ Ντεριπάσκα.
Το περιστατικό αυτό υπογραμμίζει τη δυσκολία εξεύρεσης κοινής στάσης στους κόλπους της ΕΕ, τη στιγμή που οι εξωτερικές πιέσεις —από τις ΗΠΑ έως τη Μόσχα— εντείνονται.
Η επόμενη ημέρα για τη διατλαντική σχέση
Καθώς οι Ευρωπαίοι διπλωμάτες αξιολογούν την πορεία των σχέσεων με την Ουάσιγκτον, η γενική εκτίμηση είναι ότι η ΕΕ κινείται σε λεπτή ισορροπία: προσπαθεί να διασώσει μια συμφωνία στρατηγικής σημασίας χωρίς να φανεί ότι υποχωρεί απέναντι στις ΗΠΑ.
Η έκβαση των συνομιλιών αυτών θα δείξει εάν η Ευρώπη μπορεί να διατηρήσει την αυτονομία της εμπορικής και κλιματικής πολιτικής της, ή αν θα υποχρεωθεί να προσαρμοστεί σε μια νέα, τραμπικής λογικής πραγματικότητα στο διατλαντικό εμπόριο.