Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ και ο Κινέζος ηγέτης Σι Τζινπίνγκ συναντήθηκαν στις 30 Οκτωβρίου 2025 στη Νότια Κορέα, σε μια ιστορική συνάντηση που είχε στόχο την αποκλιμάκωση των αυξανόμενων εντάσεων μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Κίνας στον τομέα του εμπορίου και της τεχνολογίας.
Η συνάντηση αυτή οδήγησε σε μια προσωρινή συμφωνία, με την οποία οι δύο υπερδυνάμεις δεσμεύθηκαν να παγώσουν για δώδεκα μήνες τα περιοριστικά μέτρα που είχαν επιβάλει η μία στην άλλη, κυρίως στους τομείς των κρίσιμων πρώτων υλών, των μαγνητών από σπάνιες γαίες και της τεχνολογίας αιχμής.
«Ανάπαυλα» σε έναν οικονομικό πόλεμο
Η συμφωνία χαρακτηρίστηκε από πολλούς ως μια αναγκαία «ανάπαυλα» σε έναν οικονομικό πόλεμο που είχε αρχίσει να πλήττει σοβαρά τη διεθνή βιομηχανία και ιδίως την Ευρώπη, η οποία βρίσκεται στο επίκεντρο των συνεπειών χωρίς να έχει άμεσο λόγο στις διαπραγματεύσεις.
Σύμφωνα με όσα έγιναν γνωστά, η Κίνα δέχθηκε να αναστείλει τους εξαγωγικούς ελέγχους που είχε επιβάλει σε μαγνήτες σπάνιων γαιών και άλλες κρίσιμες πρώτες ύλες, ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες συμφώνησαν να μειώσουν ορισμένους δασμούς σε κινεζικά προϊόντα και να χαλαρώσουν τους περιορισμούς στη δραστηριότητα κινεζικών επιχειρήσεων και φοιτητών στο αμερικανικό έδαφος.
Τραμπ και Σι θέλουν να αποφύγουν παρατεταμένη κρίση
Αν και καμία πλευρά δεν υπέγραψε πλήρως δεσμευτικό κείμενο, η πολιτική σημασία της συνάντησης θεωρήθηκε τεράστια, καθώς έδειξε την πρόθεση Τραμπ και Σι να αποφύγουν μια παρατεταμένη κρίση που θα έθετε σε κίνδυνο την παγκόσμια ανάπτυξη. Η προσωρινή αυτή εκεχειρία, ωστόσο, δεν αλλάζει τις θεμελιώδεις διαφορές μεταξύ των δύο χωρών, ούτε λύνει τα ζητήματα που ταλανίζουν τις σχέσεις τους εδώ και χρόνια.
Η Ευρώπη, που εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την κινεζική παραγωγή σπάνιων γαιών (σχεδόν το 98% των κρίσιμων ορυκτών της εισάγονται από την Κίνα) αντιμετώπιζε τους τελευταίους μήνες σοβαρά προβλήματα στην εφοδιαστική της αλυσίδα. Οι εξαγωγικοί περιορισμοί της Κίνας είχαν προκαλέσει μεγάλες καθυστερήσεις και απότομες αυξήσεις τιμών, επηρεάζοντας ιδιαίτερα τους κλάδους της αυτοκινητοβιομηχανίας και της καθαρής ενέργειας.
Το πρόβλημα με την ευρωπαϊκή βιομηχανία
Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, πιεσμένες από τη βιομηχανία, ζητούσαν επίμονα από την Ουάσινγκτον να επιδιώξει αποκλιμάκωση, καθώς η ευρωπαϊκή οικονομία κινδύνευε να πληγεί περισσότερο από την αμερικανική.
Με τη συμφωνία αυτή, οι ευρωπαϊκές εταιρείες κερδίζουν πολύτιμο χρόνο για να προσαρμοστούν και να αναζητήσουν εναλλακτικές πηγές προμήθειας, αν και ο κίνδυνος επιστροφής των περιορισμών παραμένει ορατός.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει ήδη εξαγγείλει ένα νέο σχέδιο διαφοροποίησης των πηγών πρώτων υλών, επιδιώκοντας συνεργασίες με χώρες όπως ο Καναδάς και η Αυστραλία. Ωστόσο, οι ειδικοί εκτιμούν ότι η Ευρώπη θα χρειαστεί χρόνια για να μειώσει ουσιαστικά την εξάρτησή της από την Κίνα.
Παρότι έχει θεσπιστεί ο νόμος για τις Κρίσιμες Πρώτες Ύλες, οι περισσότερες συμφωνίες εξόρυξης και επεξεργασίας που έχουν υπογραφεί δεν έχουν ακόμα αποδώσει πρακτικά αποτελέσματα. Επομένως, η ήπια προσέγγιση Τραμπ και Σι θεωρείται για τις Βρυξέλλες μια προσωρινή ανάσα, αλλά όχι μια βιώσιμη λύση.
Σαφής γεωπολιτικός χαρακτήρας
Πίσω από την εμπορική διάσταση, η συνάντηση είχε και σαφή γεωπολιτικό χαρακτήρα. Η Ουάσινγκτον επιδιώκει να αναχαιτίσει τη στενότερη οικονομική και στρατηγική συνεργασία Πεκίνου–Μόσχας, ιδίως μετά την εμπλοκή της Κίνας στην υποστήριξη της ρωσικής οικονομίας εν μέσω του πολέμου στην Ουκρανία.
Ο Τραμπ είχε υποσχεθεί ότι θα έφερνε «άμεση ειρήνη» στην Ουκρανία μέσα στις πρώτες εβδομάδες της θητείας του, όμως σχεδόν έναν χρόνο αργότερα, η σύγκρουση συνεχίζεται, ενώ η Κίνα ενισχύει τη Μόσχα με επενδύσεις και αγορές ρωσικού πετρελαίου.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες πίεσαν πρόσφατα την Ευρωπαϊκή Ένωση να επιβάλει κυρώσεις σε κινεζικές εταιρείες που κατηγορούνται για βοήθεια στη ρωσική παράκαμψη των περιορισμών, προκαλώντας οργισμένη αντίδραση από το Πεκίνο.
Αδύναμη η θέση της Ευρώπης
Η θέση της Ευρώπης σε αυτό το περίπλοκο τρίγωνο ΗΠΑ–Κίνας–Ρωσίας παραμένει αδύναμη. Από τη μία πλευρά, οι Βρυξέλλες προσπαθούν να στηρίξουν τις αμερικανικές πρωτοβουλίες, από την άλλη όμως χρειάζονται τη συνεργασία της Κίνας για τη σταθερότητα των αγορών και τη μετάβαση στην πράσινη οικονομία.
Οι ενδοευρωπαϊκές διαφορές καθιστούν δυσχερή μια ενιαία στάση απέναντι στο Πεκίνο: κράτη όπως η Γερμανία και η Ολλανδία, με τεράστια οικονομική έκθεση στην Κίνα, αντιδρούν σε σκληρότερα μέτρα, ενώ άλλες χώρες, όπως η Γαλλία και η Σουηδία, ζητούν αυστηρότερη πολιτική απέναντι στις κινεζικές επιδοτήσεις και πρακτικές ντάμπινγκ.
Η συνάντηση Τραμπ και Σι στη Σεούλ αποτέλεσε μια προσπάθεια αποκατάστασης επικοινωνίας ύστερα από μήνες εντάσεων και αμοιβαίων κατηγοριών. Οι δύο ηγέτες φάνηκαν αποφασισμένοι να αποτρέψουν περαιτέρω κλιμάκωση που θα έπληττε και τις δύο πλευρές.
Η συμφωνία βοηθά και τις δύο υπερδυνάμεις
Οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν ήδη υποστεί σημαντικές αυξήσεις τιμών σε κρίσιμους τομείς, ενώ η Κίνα αντιμετώπιζε επιβράδυνση της ανάπτυξης και πτώση στις εξαγωγές της. Η προσωρινή συμφωνία θεωρείται ένα πρώτο βήμα προς μια πιο σταθερή σχέση, αν και κανείς δεν αποκλείει την επιστροφή της έντασης εφόσον δεν υπάρξει πλήρης ρύθμιση των ζητημάτων τεχνολογίας, ασφάλειας και κυριαρχίας στην Ασία.
Οι αναλυτές εκτιμούν ότι η Ευρώπη δεν μπορεί να συνεχίσει να παρακολουθεί παθητικά τις κινήσεις των δύο υπερδυνάμεων. Η εξάρτηση από το κινεζικό εμπόριο και ταυτόχρονα η στρατηγική συμμαχία με τις Ηνωμένες Πολιτείες δημιουργούν μια λεπτή ισορροπία που απαιτεί έξυπνη διπλωματία.
Αν η ΕΕ δεν καταφέρει να αναπτύξει δικούς της διαύλους επικοινωνίας με το Πεκίνο, κινδυνεύει να μείνει στο περιθώριο, παρακολουθώντας τις εξελίξεις χωρίς πραγματική επιρροή. Πολλοί Ευρωπαίοι αξιωματούχοι θεωρούν ότι η συμφωνία Τραμπ–Σι επιβεβαιώνει πόσο γρήγορα διαμορφώνεται ένας άτυπος «G2» κόσμος, όπου οι δύο μεγάλες δυνάμεις καθορίζουν την πορεία της παγκόσμιας οικονομίας, αφήνοντας την Ευρώπη να προσαρμόζεται εκ των υστέρων.
Σε αναζήτηση νέων πλαισίων διεθνούς συνεργασίας
Παρά τα προβλήματα, η συνάντηση της Σεούλ προσφέρει μια ευκαιρία επανατοποθέτησης για την παγκόσμια οικονομία. Οι δώδεκα μήνες που συμφωνήθηκαν ως περίοδος αναστολής των περιορισμών δίνουν τη δυνατότητα στις χώρες να επανεξετάσουν τις στρατηγικές τους και να αναζητήσουν νέα πλαίσια συνεργασίας.
Για την Ευρώπη, αυτή η περίοδος πρέπει να αποτελέσει αφετηρία για μια πιο ενεργή εξωτερική πολιτική και για επιτάχυνση των επενδύσεων σε κρίσιμους τομείς όπως οι πρώτες ύλες, η τεχνολογία και η πράσινη ενέργεια. Αν δεν το πράξει, κινδυνεύει να παραμείνει θεατής σε έναν κόσμο που καθορίζεται από αποφάσεις άλλων.
Η ουσία της συνάντησης Τραμπ–Σι δεν βρίσκεται τόσο στις λεπτομέρειες της προσωρινής εμπορικής συμφωνίας, όσο στο μήνυμα ότι η παγκόσμια σταθερότητα εξαρτάται πλέον από δύο πρωτεύοντες παίκτες που μπορούν να μεταβάλουν την πορεία των αγορών με μία μόνο συνάντηση.
Για την Ευρώπη, η πρόκληση είναι να αποδείξει πως παραμένει τρίτος, ισότιμος πόλος σε αυτή τη νέα γεωοικονομική σκακιέρα. Αν θα το καταφέρει, εξαρτάται από το αν θα εκμεταλλευτεί τον χρόνο που της προσφέρει αυτή η εύθραυστη, αλλά κρίσιμη, εκεχειρία.