Ολική ανατροπή κατεγράφη στη Σύνοδο Κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσον αφορά την «καυτή πατάτα» της χρηματοδοτικής στήριξης της Ουκρανίας. Ύστερα από 16 ώρες εντατικών διαπραγματεύσεων, η λύση που προκρίθηκε ήταν η έκδοση ευρωομολόγου ύψους 90 δισ. ευρώ, κάτι που προωθούσε το Βέλγιο (και θεωρούνταν απίθανο έως λίγες ώρες πριν από την επίτευξη της συμφωνίας) και χαιρετίστηκε από τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας. Δεν πέρασε το σχέδιο που προωθούσε η γερμανική κυβέρνηση υπό τον καγκελάριο Μερτς -και τη Γερμανίδα πρόεδρο της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν- για διοχέτευση στην Ουκρανία «παγωμένων» ρωσικών περιουσιακών κεφαλαίων.
Μητσοτάκης: «Ενδεδειγμένη λύση»
Σε δηλώσεις του μετά τη λήξη της πολύωρης Συνόδου Κορυφής, ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, έκανε λογο για «ενδεδειγμένη λύση». Όπως είπε: «Θεωρώ ότι η λύση η οποία προκρίθηκε, ένα δάνειο δηλαδή από το περιθώριο του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι αυτό δεν έχει πρακτικά δημοσιονομικές συνέπειες για καμιά ευρωπαϊκή χώρα, ήταν η ενδεδειγμένη λύση, λαμβάνοντας υπόψη τη συνθετότητα και τις νομικές δυσκολίες του εγχειρήματος να αξιοποιηθούν αυτήν τη στιγμή οι παγωμένοι ρωσικοί πόροι (…) Το μήνυμα που εκπέμπεται από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο είναι ότι η Ουκρανία μπορεί να καλύψει για το άμεσο μέλλον τις χρηματοδοτικές της ανάγκες και ότι η Ευρώπη στέκεται έμπρακτα στο πλευρό της Ουκρανίας», πρόσθεσε ο πρωθυπουργός.
Όπως επισημαίνει το Politico, η συμφωνία προσφέρει μια κρίσιμη σανίδα σωτηρίας στην οικονομία της Ουκρανίας, που έχει πληγεί από τον πόλεμο, καθώς αντιμετωπίζει τον κίνδυνο σοβαρής έλλειψης ρευστότητας ήδη από την επόμενη άνοιξη, με τη σύγκρουση με τη Ρωσία να μπαίνει στον τέταρτο χρόνο της. Και παρ’ ότι επιτρέπει σε όλους να ισχυριστούν ότι βγήκαν κερδισμένοι, έχει τη σημασία του το ότι η λύση που προκρίθηκε δεν ήταν αυτή που προωθούσαν η Γερμανία και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εν όψει της Συνόδου. Μάλιστα, σε ένα ακόμη πλήγμα για την ενότητα της ΕΕ, τρεις χώρες -η Ουγγαρία, η Σλοβακία και η Τσεχία- δεν θα συμμετάσχουν.
«Φυσικά, σε κάποιους δεν άρεσε… θέλουν να τιμωρήσουν τον [Ρώσο πρόεδρο, Βλαντίμιρ] Πούτιν παίρνοντας τα χρήματά του», είπε ο Βέλγος πρωθυπουργός, Μπαρτ ντε Βέβερ, αναφερόμενος στο αρχικό σχέδιο αξιοποίησης των ρωσικών περιουσιακών στοιχείων. Όμως «η πολιτική δεν είναι συναισθηματική δουλειά» και «επικράτησε η λογική».
Για εβδομάδες, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Βερολίνο πίεζαν τα κράτη-μέλη να οριστικοποιήσουν ένα αμφιλεγόμενο σχέδιο για τη χρήση έως και 210 δισ. ευρώ από παγωμένα ρωσικά κρατικά περιουσιακά στοιχεία για τη χρηματοδότηση της Ουκρανίας. Τελικά οι ηγέτες συμφώνησαν να δανειστούν από κοινού 90 δισ. ευρώ για τη χρηματοδότηση ενός δανείου προς την Ουκρανία, διάρκειας δύο ετών, το οποίο θα εγγυάται ο κοινός προϋπολογισμός της ΕΕ.
Αν και αυτή η επιλογή άρεσε στις χώρες του Νότου, δεν άρεσε στη Γερμανία και τους βόρειους συμμάχους της από το «μπλοκ των φειδωλών», που παραδοσιακά αντιτίθενται στην έκδοση ευρωομολόγων. Τελικά, όμως, η επείγουσα ανάγκη χρηματοδότησης της Ουκρανίας και η αγωνία των ηγετών της ΕΕ να δείξουν στήριξη, καθώς ο Ντόναλντ Τραμπ εμφανίζεται αναποφάσιστος και ο Πούτιν μιλά για νίκη, επικράτησαν.
Ως παραχώρηση προς τη Γερμανία, οι ηγέτες άφησαν ανοιχτό το ενδεχόμενο να χρησιμοποιηθούν τα παγωμένα ρωσικά περιουσιακά στοιχεία για την αποπληρωμή του δανείου προς την Ουκρανία – κάτι που θα εξεταστεί στο μέλλον.
Η δικαίωση του Βελγίου
Σημειώνεται ότι το Βέλγιο αντιδρούσε στο σχέδιο χρήσης των ρωσικών περιουσιακών στοιχείων για τη χρηματοδότηση του δανείου από την πρώτη στιγμή. Και τούτο γιατί το διακύβευμα ήταν τεράστιο για τη χώρα, δεδομένου ότι το μεγαλύτερο μέρος των παγωμένων ρωσικών περιουσιακών στοιχείων στην Ευρώπη φυλάσσεται από τη χρηματοπιστωτική εταιρεία Euroclear, η οποία εδρεύει στο Βέλγιο.
Στο πλαίσιο αυτό, ο Βέλγος πρωθυπουργός είχε ζητήσει επανειλημμένα, ως αντάλλαγμα για τη στήριξή του στο σχέδιο, οι χώρες της ΕΕ να δεσμευτούν σε απεριόριστη οικονομική στήριξη για την προστασία του Βελγίου στο απίθανο ενδεχόμενο το Κρεμλίνο να ανακτήσει τα χρήματα.
Ωστόσο, αυτό θεωρήθηκε υπερβολική απαίτηση ακόμη και από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές της ιδέας χρήσης των ρωσικών περιουσιακών στοιχείων, οι οποίοι χαρακτήρισαν την πρόταση του Βελγίου «λευκή επιταγή».
Καθώς η Επιτροπή προσπαθούσε απεγνωσμένα να σώσει το σχέδιο για τα ρωσικά περιουσιακά στοιχεία, μια ξεχωριστή ομάδα χωρών με επικεφαλής το Βέλγιο και την Ιταλία σχεδίαζε μυστικά την επαναφορά του εναλλακτικού τους «Σχεδίου Β»: τον κοινό δανεισμό της ΕΕ.
«Αναδείχθηκε ως η πιο ρεαλιστική και πρακτική λύση», δήλωσε στους δημοσιογράφους ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν.
Τι αναφέρουν τα συμπεράσματα της συνόδου κορυφής
«Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο συμφωνεί να χορηγήσει δάνειο στην Ουκρανία ύψους 90 δισ. ευρώ για τα έτη 2026-2027, μέσω δανεισμού της ΕΕ», αναφέρουν τα συμπεράσματα της συνόδου κορυφής που δημοσιοποιήθηκαν μετά τη μαραθώνια συνεδρίαση, η οποία ολοκληρώθηκε τις πρώτες πρωινές ώρες.
Τα 90 δισ. ευρώ προς την Ουκρανία θα χορηγηθούν μέσω δανεισμού της ΕΕ στις κεφαλαιαγορές, με την υποστήριξη του προϋπολογισμού της Ένωσης, σύμφωνα με τα συμπεράσματα της συνόδου.
Το ποσό αυτό θα βασίζεται σε «ενισχυμένη συνεργασία» (Άρθρο 20 ΣΕΕ), που σημαίνει ότι οποιαδήποτε κινητοποίηση πόρων του προϋπολογισμού της Ένωσης ως εγγύηση για το εν λόγω δάνειο δεν θα έχει επίπτωση στις οικονομικές υποχρεώσεις της Τσεχίας, της Ουγγαρίας και της Σλοβακίας.
Το εν λόγω δάνειο θα αποπληρωθεί από την Ουκρανία μόνο μετά την είσπραξη πολεμικών αποζημιώσεων από τη Ρωσία. Μέχρι τότε, τα ρωσικά περιουσιακά στοιχεία θα παραμείνουν ακινητοποιημένα και η ΕΕ επιφυλάσσεται του δικαιώματός της να τα χρησιμοποιήσει για την αποπληρωμή του δανείου, σε πλήρη συμφωνία με το ενωσιακό και το διεθνές δίκαιο, σημειώνεται ακόμη.
Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο υπογραμμίζει τη σημασία των ακόλουθων στοιχείων σε σχέση με το δάνειο που θα χορηγηθεί στην Ουκρανία:
- ενίσχυση των ευρωπαϊκών και ουκρανικών αμυντικών βιομηχανιών,
- συνέχιση της τήρησης του κράτους δικαίου από την Ουκρανία, συμπεριλαμβανομένης της καταπολέμησης της διαφθοράς,
- τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της πολιτικής ασφάλειας και άμυνας ορισμένων κρατών-μελών και τα συμφέροντα ασφάλειας και άμυνας όλων των κρατών-μελών.