Για τους Κινέζους ηγέτες η επισιτιστική ασφάλεια αποτελεί θεμέλιο της εθνικής ασφάλειας. Διά στόματος Σι Τζινπίνγκ, άλλωστε, έχει ειπωθεί ότι «η επίλυση του επισιτιστικού προβλήματος για πάνω από 1,4 δισ. ανθρώπους υπήρξε πάντοτε κορυφαία προτεραιότητα του κόμματος». Οι οικονομικά και γεωπολιτικά δύσκολοι καιροί, όμως, εν μέσω υψηλών δασμών, έχουν δημιουργήσει ανησυχίες για το πώς η Κίνα θα εξακολουθήσει να ταΐζει με επάρκεια και ποιότητα τόσα στόματα.
Σύμφωνα με την έκθεση ChinaPower, η Κίνα αντιμετωπίζει τρεις κύριες προκλήσεις σχετικά με την επισιτιστική της ασφάλεια:
- Ραγδαία αύξηση της κατανάλωσης τροφίμων.
- Περιορισμούς στην εγχώρια παραγωγή.
- Εξάρτηση από ξένες εισαγωγές.
Η ευημερία των Κινέζων, λόγω της σημαντικής οικονομικής ανάπτυξης, έχει οδηγήσει σε ραγδαία αύξηση της ζήτησης για τρόφιμα και αλλαγές στις διατροφικές συνήθειες. Σήμερα η Κίνα είναι ο μεγαλύτερος καταναλωτής κρέατος και ψαριών στον κόσμο, καταναλώνοντας σχεδόν 168 εκατομμύρια μετρικούς τόνους το 2023. Η τεράστια ζήτηση για κρέας μεταφράζεται επίσης άμεσα σε υψηλή ζήτηση για ζωοτροφές, ιδιαίτερα σόγια. Είναι, επίσης, ο μεγαλύτερος εισαγωγέας γάλακτος στον κόσμο.
Στην κυβερνητική «λευκή βίβλο» για την επισιτιστική ασφάλεια του 2019 υπερτονίζεται η ανάγκη για ποσοστό αυτάρκειας 95% στα σιτηρά και «απόλυτης ασφάλειας» σε σιτάρι και ρύζι. Η ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής αποτελεί υψίστη προτεραιότητα, κάτι που με τα χρόνια της έχει δώσει το «χρυσό μετάλλιο», αφού είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός τροφίμων στον κόσμο. Χαρακτηριστικά, παρήγαγε 7,5 δισ. μετρικούς τόνους τροφίμων το 2022, σχεδόν 3 δισ. περισσότερους από τη δεύτερη Ινδία.
Κάπου εδώ να σημειωθεί πως, σύμφωνα με εκτιμήσεις του FAO, η Κίνα -μέσω εγχώριας παραγωγής και εισαγωγών- είναι σε θέση να παρέχει αρκετά τρόφιμα, για να καλύψει το 139% των βασικών θερμιδικών αναγκών του πληθυσμού της. Ένας από τους κύριους περιοριστικούς παράγοντες για την εγχώρια παραγωγή είναι η διαθεσιμότητα καλλιεργήσιμης γης, αφού, σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, αυτή μειώθηκε κατά πάνω από 12 εκατομμύρια εκτάρια μεταξύ 2009-2021. Ορισμένοι Κινέζοι αγρότες έχουν καταφύγει στην υπερβολική χρήση λιπασμάτων για να ενισχύσουν τις αποδόσεις των καλλιεργειών και μεταξύ 2000 και 2015 η χρήση λιπασμάτων ανά εκτάριο καλλιεργήσιμης γης στην Κίνα αυξήθηκε κατά 67%.
Άλλο σημαντικό θέμα για την αγροτική παραγωγή είναι τα ύδατα, με την Κίνα να διαθέτει περίπου τον ίδιο όγκο πόσιμων υδάτων με τις ΗΠΑ, αλλά ο πληθυσμός της είναι τετραπλάσιος, ενώ χρησιμοποιεί υπερδιπλάσια ποσότητα γλυκού νερού για γεωργικούς σκοπούς.
Η αλληλεξάρτηση της Κίνας με τις ΗΠΑ
Η Κίνα έγινε για πρώτη φορά καθαρός εισαγωγέας τροφίμων το 2004 και το 2021 ξεπέρασε τις ΗΠΑ, κατακτώντας τη θέση του μεγαλύτερου εισαγωγέα τροφίμων στον κόσμο. Κάπου εδώ να σημειωθεί ότι η συνολική αυτάρκεια της χώρας σε τρόφιμα μειώθηκε από 94% το 2000 σε 66% το 2020. Κινέζοι ειδικοί έχουν προειδοποιήσει ότι το ποσοστό ενδέχεται να πέσει στο 59% έως το 2030. Ταυτόχρονα, οι τεραστίων διαστάσεων εισαγωγές τροφίμων καθιστούν την Κίνα ευάλωτη στις διακυμάνσεις των παγκόσμιων τιμών τροφίμων, όπως έχει συμβεί από το 2022, λόγω του πολέμου στην Ουκρανία.
Από την άλλη, ακριβώς λόγω των τεράστιων ποσοτήτων εισαγωγών της Κίνας, οι Αμερικανοί αγρότες είναι περισσότερο εξαρτημένοι από την κινεζική αγορά απ’ ό,τι η Κίνα από τις αμερικανικές εισαγωγές. Έχει εκμεταλλευτεί μάλιστα αυτό το πλεονέκτημα, όταν επέβαλε δασμούς στις αμερικανικές αγροτικές εισαγωγές στην Κίνα ως αντίποινα στους αμερικανικούς δασμούς το 2018 και το 2025.
Παράλληλα, δουλεύει συστηματικά για να χτίσει ένα διαφοροποιημένο σύστημα εφοδιασμού τροφίμων, έχοντας μειώσει σταδιακά τα τελευταία χρόνια την εξάρτησή της από τα αμερικανικά τρόφιμα. Από το 2023 μόλις το 13% των εισαγωγών τροφίμων της Κίνας προέρχονται από τις ΗΠΑ. Σημαντικός εμπορικός εταίρος έχει γίνει η Βραζιλία.
Επιπλέον, με την Πρωτοβουλία Μία Ζώνη, Ένας Δρόμος (BRI) ενισχύει έτι περαιτέρω την επισιτιστική της ασφάλεια και από το 2013 έχει υπογράψει πάνω από 100 συμφωνίες γεωργίας και αλιείας με 90 χώρες της BRI.
Εκτός από τη διαθεσιμότητα τροφίμων, ένας άλλος πυλώνας της επισιτιστικής ασφάλειας είναι η πρόσβαση στα τρόφιμα, κάτι που για τους Κινέζους συμβαίνει σε υψηλά ποσοστά, χάρη στην προσιτότητα των τροφίμων, τα ισχυρά δίκτυα συγκοινωνιών και τις μεγάλες αποθήκες της χώρας. Η ανάπτυξη και ο έντονος ανταγωνισμός στον τομέα των διαδικτυακών και ψηφιοποιημένων σούπερ μάρκετ έχουν επίσης αυξήσει την ευκολία στην απόκτηση φρέσκων τροφίμων.
Δεδομένου του περιορισμένου εφοδιασμού της Κίνας με καλλιεργήσιμη γη, η αγροτική τεχνολογία έχει γίνει εργαλείο, για να αυξηθεί η απόδοση των καλλιεργειών. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, η Κίνα είναι ο μεγαλύτερος «big spender» στον κόσμο, ξοδεύοντας περίπου 4,4 δισ. το 2023 για την αγροτική καινοτομία.
Οι κινεζικές επιχειρήσεις, σύμφωνα με την Agfunder, επένδυσαν 6 δισ. σε startups αγροτεχνολογίας το 2021 και το 2023 η Κίνα εκπροσωπούσε το 41% όλων των χρηματοδοτήσεων σε startups αγροτεχνολογίας στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού. Οι Κινέζοι αγρότες επαναστατούν επίσης με τη χρήση τεχνολογίας drones γεωργίας.
Ένα τελευταίο σημείο καινοτομίας στην κινεζική γεωργία είναι η ανάλυση της εφοδιαστικής αλυσίδας. Η επένδυση στην AI έχει ρίξει μεγάλους πόρους στον κλάδο, βελτιστοποιώντας τη διαχείριση των αγροκτημάτων, τα δίκτυα παράδοσης, την παρακολούθηση της ασφάλειας των τροφίμων και τη στρατηγική λήψη αποφάσεων για τα αποθέματα.