Ο οίκος αξιολόγησης Fitch προβλέπει ότι ο εμπορικός πόλεμος με τις ΗΠΑ θα οδηγήσει τον Καναδά σε ύφεση μέσα στο 2025 και θα αυξήσει την ανεργία.
Σε νέα έκθεσή του σήμερα, ο Fitch προειδοποιεί πως «λόγω της επίδρασης των αμερικανικών δασμών, προβλέπουμε ύφεση» — πλήγμα για τον νέο πρωθυπουργό του Καναδά, Μαρκ Κάρνεϊ.
Ο οίκος προβλέπει συρρίκνωση του καναδικού ΑΕΠ για τρία συνεχόμενα τρίμηνα, ξεκινώντας από το δεύτερο τρίμηνο του 2025 (Απρίλιος–Ιούνιος), με τον μέσο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης να διαμορφώνεται μόλις στο 0,1%.
Η έκθεση του οίκου Fitch προσθέτει:
«Το ταχέως μεταβαλλόμενο περιβάλλον δασμών και εμπορίου στις ΗΠΑ θα επηρεάσει άμεσα τις καναδικές εξαγωγές, αλλά και έμμεσα μέσω της επιβράδυνσης της οικονομικής ανάπτυξης στις ΗΠΑ. Αυτό θα έχει αρνητικές επιπτώσεις στην αγορά εργασίας· ο Fitch αναμένει ότι το ποσοστό ανεργίας θα υπερβεί το 8%».
Ο δρόμος δεν είναι στρωμένος με ρόδα για τον Κάρνεϊ: Η απειλή της ύφεσης
Τα προβλήματα είναι πολλά. Από τις επτά μεγαλύτερες οικονομίες (G7), ο Καναδάς είναι η μικρότερη, τόσο σε ΑΕΠ, όσο και σε πληθυσμό. Ωστόσο, είναι η δεύτερη μεγαλύτερη χώρα στον κόσμο σε έκταση και διαθέτει τη μεγαλύτερη ακτογραμμή παγκοσμίως. Περιβάλλεται από τον Ειρηνικό και τον Ατλαντικό ωκεανό, γεγονός που τον καθιστά ιδανικά τοποθετημένο για παγκόσμιο εμπόριο -με παρόμοιο τρόπο όπως οι ΗΠΑ.
Η χώρα είναι ενεργειακά αυτάρκης και διαθέτει τα μεγαλύτερα κοιτάσματα υψηλής ποιότητας ουρανίου στον κόσμο, καθώς και τα τρίτα μεγαλύτερα αποδεδειγμένα αποθέματα πετρελαίου. Είναι επίσης ο πέμπτος μεγαλύτερος παραγωγός φυσικού αερίου. Επιπλέον, ο Καναδάς διαθέτει τεράστιες ποσότητες πρώτων υλών, όπως τα μεγαλύτερα αποθέματα ποτάσας (χρησιμοποιείται στην παραγωγή λιπασμάτων), πάνω από το ένα τρίτο των πιστοποιημένων δασών παγκοσμίως και το ένα πέμπτο των επιφανειακών γλυκών υδάτων του πλανήτη. Διαθέτει επίσης αφθονία σε κοβάλτιο, γραφίτη, λίθιο και άλλα σπάνια μέταλλα που χρησιμοποιούνται στις τεχνολογίες ανανεώσιμης ενέργειας.
Παρά τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα σε φυσικούς πόρους, η αύξηση του ΑΕΠ του Καναδά υστερεί διαχρονικά σε σύγκριση με τα υπόλοιπα μέλη της G7, κατατάσσοντάς τον μόλις 16ο παγκοσμίως σε όρους αγοραστικής δύναμης (PPP). Μια χώρα με τέτοια γεωγραφικά χαρακτηριστικά θα ανέμενε κανείς να παράγει υψηλότερη οικονομική απόδοση. Ωστόσο, έχει μείνει πίσω τόσο σε παραγωγικές επενδύσεις (εκτός του ενεργειακού τομέα), όσο και στην αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας.
Η οικονομική ανάπτυξη βασίστηκε σχεδόν εξ ολοκλήρου στην αύξηση του πληθυσμού. Στον 21ο αιώνα, ο Καναδάς είχε μακράν τον ταχύτερο ρυθμό πληθυσμιακής αύξησης στην G7, με μέσο ετήσιο ρυθμό 1,1% -πάνω από το διπλάσιο του μέσου όρου της G7, που ήταν 0,5%. Συνολικά, ο πληθυσμός του Καναδά αυξήθηκε κατά 30%, έναντι μόλις 11,5% για το σύνολο της G7. Η προσθήκη ενός εκατομμυρίου ανθρώπων μέσα σε ένα μόλις έτος, σε έναν πληθυσμό βάσης περίπου 40 εκατομμυρίων, είναι χωρίς προηγούμενο.
Κι όμως, το βιοτικό επίπεδο των Καναδών -μετρημένο μέσω του πραγματικού ΑΕΠ ανά κάτοικο- είναι το 2024 μόλις οριακά υψηλότερο απ’ ό,τι ήταν το 2014· μια δεκαετία στασιμότητας.
Ο κύριος λόγος είναι η ραγδαία επιβράδυνση της αύξησης της παραγωγικότητας. Κατά τη δεκαετία πριν από την πανδημία, η παραγωγικότητα στον επιχειρηματικό τομέα αυξανόταν με αξιοπρεπή ρυθμό, 1,2% ετησίως. Από το 2019 και μετά, όμως, έχει σταματήσει πλήρως να αυξάνεται -καθιστώντας τον Καναδά μία από τις πιο αδύναμες επιδόσεις μεταξύ των προηγμένων οικονομιών.