Η ευρωπαϊκή εικόνα της ενεργειακής αξιοποίησης αποβλήτων αποτυπώνεται με καθαρό περίγραμμα: δοκιμασμένη πρακτική, ώριμη τεχνολογία, αυστηρό πλαίσιο κανόνων και εγκαταστάσεις που χωρούν -κυριολεκτικά- μέσα στις πόλεις. Σε παγκόσμια κλίμακα λειτουργούν περί τις 1.200 μονάδες, με συνολική δυναμικότητα 310 εκατομμυρίων τόνων τον χρόνο, με μεγάλο μέρος αυτής της υποδομής να βρίσκεται σχεδόν σε όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, από την Ολλανδία και τη Γερμανία έως τη Δανία, τη Γαλλία, την Ισπανία, την Πορτογαλία και την Τσεχία.
Η Ελλάδα επιθυμεί να μπει οργανωμένα στον χάρτη της ενεργειακής αξιοποίησης αποβλήτων με ένα εθνικό σχέδιο δικτύου έξι μονάδων. Όπως είχε αναφέρει το energygame.gr, πρόσφατα τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση από το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας η Στρατηγική Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΣΜΠΕ) για τη δημιουργία του πρώτου ολοκληρωμένου δικτύου έξι μονάδων ενεργειακής αξιοποίησης (καύσης) Απορριμματογενών Ενεργειακών Πρώτων Υλών (ΑΕΠΥ) στην Ελλάδα. Πρόκειται για ένα φιλόδοξο σχέδιο, με ορίζοντα υλοποίησης το 2030, που εντάσσεται στον εθνικό σχεδιασμό για την κυκλική οικονομία και την αποτελεσματική διαχείριση των αστικών στερεών αποβλήτων (ΑΣΑ). Είχε ανακοινωθεί από τον ίδιο τον πρωθυπουργό, Κυριάκο Μητσοτάκη, το 2019, χωρίς μέχρι σήμερα να προχωρήσει. Η ΣΜΠΕ δεν είναι η επιμέρους ΜΠΕ κάθε έργου· χαράσσει όμως τη «ραχοκοκαλιά» του συστήματος: πού θα εξυπηρετούν οι μονάδες, τι δυναμικότητες θα έχουν, με ποια τεχνολογία θα λειτουργούν και πώς θα παρακολουθούνται οι επιπτώσεις τους στο περιβάλλον.
Στόχος, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην Ευρώπη, είναι η μείωση της ταφής, η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και η προσαρμογή στα ευρωπαϊκά πρότυπα, με τεχνολογία που θεωρείται ώριμη και ευρέως δοκιμασμένη. Στην Ελλάδα, η κατασκευή μονάδων ενεργειακής αξιοποίησης αποτελεί σύμφωνα με τη ΣΜΠΕ δομική αναγκαιότητα για την επίτευξη του στόχου που θέτει το Εθνικό Σχέδιο Διαχείρισης Αποβλήτων (ΕΣΔΑ): τη μείωση της ταφής αστικών στερεών αποβλήτων (ΑΣΑ) στο 10% έως το 2030. Παρ’ ότι η ανακύκλωση και η προδιαλογή αποτελούν βασικούς πυλώνες του ΕΣΔΑ, η μελέτη υπογραμμίζει ότι χωρίς την ανάπτυξη θερμικών μονάδων για την ενεργειακή αξιοποίηση των υπολειμμάτων, ο στόχος είναι πρακτικά ανέφικτος. Δηλαδή, όπως υποστηρίζει η μελέτη, χωρίς την καύση θα συνεχίσουμε να θάβουμε απορρίμματα στις χωματερές. Ο όγκος των παραγόμενων ΑΣΑ που δεν μπορούν να ανακυκλωθούν ή να κομποστοποιηθούν και μετατρέπονται σε ΑΕΠΥ (RDF, SRF και ενεργειακά υπολείμματα από Μονάδες Επεξεργασίας Απορριμμάτων) εκτιμάται σε 1,45 εκατομμύρια τόνους το 2030. Οι ποσότητες αυτές, σε περίπτωση απουσίας μονάδων ΑΕΠΥ, θα οδηγούνταν σε Χώρους Υγειονομικής Ταφής Υπολειμμάτων.
Η παραγωγή ενέργειας από τις μονάδες ΑΕΠΥ είναι ένα από τα πιο χαρακτηριστικά στοιχεία της μελέτης. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, το προτεινόμενο δίκτυο θα παράγει συνολικά 1.033 GWh ηλεκτρικής ενέργειας ανά έτος. Το ποσοστό αυτό αντιστοιχεί στο 2% της εθνικής ετήσιας κατανάλωσης, όπως εκτιμάται στο ισοζύγιο ηλεκτρισμού του ΑΔΜΗΕ για το 2030.
Αναλυτικά, η μονάδα της Ροδόπης ή Ξάνθης θα παράγει 54 GWh, της Κοζάνης 254 GWh, η μονάδα στην Πελοπόννησο 138 GWh, η μονάδα στη Βοιωτία 154 GWh, στην Αττική 306 GWh και στην Κρήτη 127 GWh. Σημειώνεται ότι η παραγόμενη ενέργεια από το βιοαποδομήσιμο κλάσμα των αποβλήτων καταγράφεται ως Ανανεώσιμη Πηγή Ενέργειας (ΑΠΕ), ενισχύοντας την επίδοση της χώρας στον στόχο μείωσης εκπομπών και αύξησης της διείσδυσης των ΑΠΕ στο ενεργειακό μείγμα.
Στη Βιέννη, το Spittelau διαχειρίζεται γύρω στους 250.000 τόνους ΑΣΑ ετησίως, αποδίδοντας περίπου 120 GWh ηλεκτρικής και 500 GWh θερμικής ενέργειας, με περίπου το 50% της παραγόμενης ενέργειας να προέρχεται από το βιογενές κλάσμα, επαρκές για πάνω από 60.000 νοικοκυριά σε θέρμανση και 50.000 σε ηλεκτρισμό. Στην Κοπεγχάγη, το Amager Bakke (Copenhill) επεξεργάζεται περί τους 400.000 τόνους τον χρόνο και ανά τόνο αποβλήτου αποδίδει περίπου 0,8 MWh ηλεκτρικής και 2,7 MWh θερμικής ενέργειας, ενώ σε όρους ισχύος η μονάδα φτάνει έως 63 MW ηλεκτροπαραγωγής και 247 MW τηλεθέρμανσης, τροφοδοτώντας ενδεικτικά 50.000 νοικοκυριά με ρεύμα και 120.000 με θερμότητα. Με αυτήν τη «συνταγή» -υψηλή απόδοση, αστική ενσωμάτωση, αυστηρός έλεγχος εκπομπών- η ευρωπαϊκή πρακτική δείχνει πώς τα υπολειμματικά ρεύματα κλείνουν ενεργειακά τον κύκλο τους.
Οι μονάδες αυτές αποτελούν πηγή σταθερής, προβλέψιμης παραγωγής -σε αντίθεση με τις διακυμάνσεις που εμφανίζουν οι καιρικά εξαρτώμενες τεχνολογίες- και έτσι παρέχουν κρίσιμη ισχύ βάσης στο δίκτυο, ειδικά σε περιόδους υψηλής ζήτησης ή περιορισμένης παραγωγής από ΑΠΕ. Ταυτόχρονα, αποσυμπιέζουν την πίεση που ασκείται στους χώρους υγειονομικής ταφής και μειώνουν τις εκπομπές μεθανίου, ένα από τα πιο ισχυρά αέρια του θερμοκηπίου. Η ενεργειακή αξιοποίηση αποβλήτων ενισχύει επίσης τη δυνατότητα αποκέντρωσης της παραγωγής, με σημαντικά οφέλη για τη διαχείριση φορτίου και την ασφάλεια τροφοδοσίας, κυρίως σε νησιωτικές και ηπειρωτικές περιοχές με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κατανάλωσης.
Η κατεύθυνση στην Ευρώπη είναι σαφής: η ενεργειακή αξιοποίηση εντάσσεται στην κυκλική οικονομία ως λύση με οικονομικά, κοινωνικά και περιβαλλοντικά οφέλη, όπως αναγνωρίζεται και στο έγγραφο πολιτικής της ΕΕ για τον ρόλο της WtE στην κυκλική οικονομία. Το κυρίαρχο ευρωπαϊκό «πρόσωπο» των εγκαταστάσεων είναι η αποτέφρωση σε κινούμενη εσχάρα, η οποία στην πράξη πετυχαίνει συντελεστή ενεργειακής απόδοσης R1 άνω του 65% και έτσι κατατάσσει τις μονάδες στην ανάκτηση (R) και όχι στη διάθεση (D).
Διαβάστε περισσότερα στο energygame.gr