Το θερμόμετρο της αβεβαιότητας γύρω από το μέλλον της ηλεκτρικής διασύνδεσης Ελλάδας-Κύπρου Great Sea Interconnector ανεβαίνει, καθώς Αθήνα και Λευκωσία δεν φαίνεται να βρίσκονται στο ίδιο μήκος κύματος, η ρητορική σκληραίνει και η άμμος στην κλεψύδρα τελειώνει. Όπως διαμηνύουν πηγές της κυπριακής πλευράς στο energygame.gr πέντε «αγκάθια» αναγκάζουν την Κυπριακή Δημοκρατία να κρατήσει μία «πιο επιφυλακτική στάση» απέναντι στο καλώδιο, την ώρα που Ελλάδα και Βρυξέλλες δίνουν ρητά ψήφο εμπιστοσύνης τονίζοντας τη τεράστια γεωπολιτική σημασία του έργου.
Όπως χαρακτηριστικά τόνισε ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Σταύρος Παπασταύρου μιλώντας χθες το απόγευμα στο Κεντρικό Δελτίο Ειδήσεων της ΕΡΤ «το έργο αυτό είναι στρατηγικής σημασίας κυρίως για την Κύπρο, καθώς θα άρει την ενεργειακή της απομόνωση». Εκτός αυτού, λειτουργεί και ως crash test για τη δυνατότητα Ελλάδας και Κύπρου να ασκήσουν κυριαρχικά δικαιώματα εντός των ΑΟΖ τους, γεγονός που μόνο αυτονόητο δεν μπορεί να θεωρηθεί αν αναλογιστεί κανείς το επεισόδιο στην Κάσο το καλοκαίρι του 2024.
Οι ίδιοι κύκλοι τονίζουν στο energygame.gr πως ουδέποτε ειπώθηκε ότι η Κύπρος δεν θέλει να προχωρήσει το έργο. «Ζητάμε όμως σαφείς δεσμεύσεις, χρονοδιαγράμματα και εγγυήσεις», σημειώνουν χαρακτηριστικά. Παράλληλα, ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, Νίκος Χριστοδουλίδης, γνωστοποίησε ότι η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία ξεκινά έρευνα για πιθανά ποινικά αδικήματα σε σχέση με την ηλεκτρική διασύνδεση. Νωρίτερα, ο υπουργός Οικονομικών της Κύπρου, Μάκης Κεραυνός, είχε ταράξει τα νερά με συνέντευξή του στην «Καθημερινή της Κύπρου», χαρακτηρίζοντας το έργο μη βιώσιμο και επισημαίνοντας πως «έχω ενώπιόν μου δύο μελέτες από ανεξάρτητους και σοβαρούς οργανισμούς, οι οποίες καταλήγουν στο ότι αυτό το έργο δεν είναι βιώσιμο, με τους συγκεκριμένους όρους». Ο Νίκος Χριστοδουλίδης, από την πλευρά του, υπογράμμισε ότι η Κύπρος διατηρεί ενιαία και ξεκάθαρη θέση, αναμένοντας από τον ΑΔΜΗΕ να αναλάβει τις δεσμεύσεις του για τη διασύνδεση, παρέχοντας έτσι πλήρη κάλυψη στον υπουργό Οικονομικών.
Σύμφωνα με πληροφορίες του energygame.gr, μία εκ των δύο μελετών στις οποίες αναφέρθηκε ο υπουργός Οικονομικών της Κύπρου, Μάκης Κεραυνός, είναι η μελέτη της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ). Οι πηγές εξηγούν ότι η Κύπρος δεν έχει απορρίψει το έργο, ζητά όμως σαφή και ολοκληρωμένη τεκμηρίωση: πλήρεις τεχνικοοικονομικές μελέτες που να αποδεικνύουν το κόστος, τον τρόπο επιμερισμού και την καθαρή ωφέλεια για τον Κύπριο καταναλωτή. Τονίζουν δε ότι μέχρι σήμερα τέτοιες μελέτες δεν έχουν παρουσιαστεί και τα στοιχεία που έχουν στη διάθεση τους δεν τους καλύπτουν.
Υπενθυμίζεται πως ο ΑΔΜΗΕ είχε παρουσιάσει τον Ιούνιο του 2024 επικαιροποιημένη μελέτη κόστους – οφέλους που εκπόνησε η εταιρεία Exergia σε συνεργασία με το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο η οποία έκανε λόγο για εξοικονόμηση τουλάχιστον 30% στους λογαριασμούς ρεύματος των Κυπρίων καταναλωτών μέσω της ηλεκτρικής διασύνδεσης Ελλάδας – Κύπρου «Great Sea Interconnector» το 2030. Το κοινωνικό όφελος που προκύπτει από τη διασύνδεση εκτιμήθηκε στα 8 δισ. ευρώ, έναντι κόστους κατασκευής 1,9 δισ. ευρώ. Κάτι που σημαίνει ότι το καθαρό κοινωνικό όφελος ξεπερνά τα 6 δισ. ευρώ.
Ωστόσο, «η κυπριακή πλευρά διαμηνύει ότι το έργο του GSI θα πρέπει να επαναξιολογηθεί με βάση τα πραγματικά δεδομένα, και να προχωρήσουν σε βαθύτερες και πιο τεκμηριωμένες τεχνικές – και μη- μελέτες. Πάντως, ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Σταύρος Παπασταύρου έδωσε σκληρή απάντηση χθες δηλώνοντας πως «γίνεται αναφορά σε δύο μελέτες που δεν τις έχουμε δει. Νομίζω είναι επιτακτική ανάγκη η κυπριακή πλευρά να ξεκαθαρίσει τη θέση της». Η κυπριακή πλευρά διερωτάται και σχετικά με τη δανειοδότηση του έργου από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ), η οποία παραμένει μετέωρη. «Αυτή η στάση υποδηλώνει επιφυλακτικότητα», λένε πηγές στο energygame.gr.
Σε δεύτερο επίπεδο, η κυπριακή πλευρά μιλά στο energygame.gr για τον γεωπολιτικό παράγοντα που βαραίνει καθοριστικά το έργο, εκφράζοντας ρητή ανησυχία ότι η διασύνδεση μπορεί να παρεμποδιστεί από τρίτη χώρα. Όπως τονίζουν, μέχρι στιγμής δεν υπάρχουν επαρκείς εγγυήσεις ότι το έργο θα προχωρήσει χωρίς εμπόδια, ενώ παραμένει ασαφές ποιος αναλαμβάνει το ρίσκο καθυστέρησης ή ακόμη και μη υλοποίησης λόγω εξελίξεων στην περιοχή. Γι’ αυτό και ζητείται ρητά ευρωπαϊκή κάλυψη που να υπερβαίνει τη χρηματοδότηση. Ζητούμενο είναι επίσης να διευκρινιστεί ποιος αποζημιώνει ποιον σε περίπτωση παρέμβασης, πώς προστατεύεται το κυπριακό Δημόσιο και πώς διασφαλίζονται οι καταναλωτές από το ενδεχόμενο παρατεταμένων καθυστερήσεων.
Στο πλαίσιο της διακρατικής συμφωνίας Ελλάδας – Κύπρου του περασμένου Σεπτεμβρίου, η Ελλάδα δεσμεύθηκε για τον επιμερισμό του γεωπολιτικού ρίσκου σε ποσοστό 50%-50% μεταξύ των δύο χωρών. Ήταν μάλιστα η παραχώρηση που έκανε για να απεμπλέξει το έργο και να αποφύγει ένα πιθανό ναυάγιο έπειτα από ένα μαραθώνιο διαπραγματεύσεων, τριβών και συγκρούσεων, που διήρκεσαν μήνες. Βάσει αυτής της δέσμευσης, σε περίπτωση ενδεχόμενης καθυστέρησης ή ματαίωσης του έργου, οφειλόμενης σε εξωτερικούς παράγοντες πέραν του ελέγχου, της ευθύνης και της υπαιτιότητας του φορέα υλοποίησης, το κόστος των δαπανών που έχει γίνει μέχρι τότε από τον ΑΔΜΗΕ θα ανακτηθεί σε ποσοστό 50%-50% μεταξύ των δύο χωρών και όχι 37%-63% όπως προβλέπει η διασυνοριακή συμφωνία κατανομής κόστους. Το επιπλέον 13% αυτού του ποσοστού, σύμφωνα με νομοθετική ρύθμιση, θα καλυφθεί από τον κρατικό προϋπολογισμό. «Μιλάμε για το καλώδιο, ενώ έχουμε τον ελέφαντα στο δωμάτιο», αναφέρουν φωτογραφίζοντας την Τουρκία.
Διάσταση απόψεων μεταξύ Κύπρου και ΑΔΜΗΕ για το ζήτημα της πιστοποίησης του Great Sea Interconnector
Τρίτο στοιχείο που έχει θορυβήσει την Κυπριακή Δημοκρατία είναι το γεγονός – πώς σύμφωνα με πηγές που γνωρίζουν το θέμα – παρατηρούνται «θεσμικά ελλείμματα». Συγκεκριμένα, παραμένει ανοιχτό το ζήτημα της πιστοποίησης του φορέα διαχείρισης του έργου. «Δεν έχει αποσαφηνιστεί ποιος θα είναι ο διαχειριστής ή λειτουργός της διασύνδεσης, αν διαθέτει τις απαραίτητες πιστοποιήσεις και υπό ποια ρυθμιστική αρχή θα εποπτεύεται». Η δέσμευση της Κύπρου να συμμετάσχει στο μετοχικό κεφάλαιο του GSI, όπως προβλεπόταν στη διακρατική συμφωνία τον Σεπτέμβριο του 2024, αποδείχθηκε εξαιρετικά πολύπλοκη υπόθεση λόγω της ιδιοκτησίας των παγίων.
Η αμερικανική συμβουλευτική εταιρεία που χρησιμοποίησε η Λευκωσία διαπίστωσε ότι η συμφωνία παραχώρησης που έστειλε ο ΑΔΜΗΕ στη ΡΑΕΚ δεν προέβλεπε ότι ο GSI είναι και ιδιοκτήτης της υποδομής και έκρινε ότι η συμμετοχή της Κύπρου σε μια εταιρεία που δεν ελέγχει τα πάγια είναι ασύμφορη. Η Κύπρος έθεσε το ζήτημα επισήμως, με αποτέλεσμα Αθήνα και Λευκωσία να συμφωνήσουν πως τα πάγια θα παραμείνουν στον ΑΔΜΗΕ μέχρι να πιστοποιηθεί ο GSI ως διαχειριστής – διαδικασία που απαιτεί περίπου έναν χρόνο. Ακολούθως, και εφόσον η Κύπρος λάβει την τελική απόφαση συμμετοχής, θα μεταβιβαστούν στον GSI.
Βέβαια, όπως λένε πηγές με γνώση του θέματος τα πάγια ενός έργου που έχει ενταχθεί στον κατάλογο των έργων PCI, βάσει ευρωπαϊκού πλαισίου, δεν μπορούν να μεταφερθούν σε έναν φορέα που δεν έχει την απαιτούμενη πιστοποίηση από την Ε.Ε., η οποία μάλιστα έχει χρηματοδοτήσει το έργο με 657 εκατ. Για να γίνει ιδιοκτήτης των παγίων ο GSI και να μη χαθεί η χρηματοδότηση θα πρέπει να είναι πιστοποιημένος διαχειριστής, διαδικασία που διαρκεί περίπου έναν χρόνο. «Όλα αυτά δεν έχουν ξεκαθαρίσει», τονίζουν χαρακτηριστικά.
Πάντως, πηγές του ΑΔΜΗΕ σημειώνουν στο energygame.gr πως ο Great Sea Interconnector (GSI) είναι κατά 100% θυγατρική του και ως εκ τούτου, εφόσον ο ίδιος είναι ήδη πιστοποιημένος διαχειριστής, δεν απαιτείται νέα πιστοποίηση για τη θυγατρική. Πολλώ μάλλον υπογραμμίζεται ότι δεν μπορεί να υπάρχουν δύο διαχειριστές στην Ελλάδα για το ίδιο έργο και ότι η πιστοποίηση του GSI θα δρομολογηθεί μόνο όταν η Κυπριακή Δημοκρατία λάβει την οριστική απόφαση συμμετοχής στο μετοχικό σχήμα – ή και άλλοι πιθανοί μέτοχοι. Σε εκείνη τη φάση, η εταιρεία θα πιστοποιηθεί επισήμως ως διαχειριστής και τότε θα μεταβιβαστούν σε αυτήν και τα πάγια του έργου, προκειμένου να έχει τον πλήρη έλεγχο της υποδομής.
Διαβάστε περισσότερα στο energygame.gr