Η νέα μάχη του Αχελώου, στο κόκκινο ο Θεσσαλικός Κάμπος

Νέα μάχη στο ΣτΕ για την εκτροπή του Αχελώου. Μπορεί η Περιφέρεια Θεσσαλίας να αντέξει έναν ακόμα Daniel. Τα έργα που πρέπει να «τρέξουν»

Ο Αχελώος και το σχέδιο εκτροπής του ποταμού © eurokinissi

Νέα μάχη θα δοθεί στις 3 Δεκεμβρίου στο Συμβούλιο της Επικρατείας για το έργο της μερικής εκτροπής του Αχελώου, η υλοποίηση του οποίου (στην αρχική, φαραωνική, εκδοχή) έχει έως σήμερα ακυρωθεί πέντε φορές από το ΣτΕ. Με χθεσινή του συνέντευξη Τύπου, ο περιφερειάρχης Θεσσαλίας, Δημήτρης Κουρέτας, ζητεί να προχωρήσει η μερική εκτροπή, καθώς υποστηρίζει πως αποτελεί τη μόνη λύση για την άρδευση του Θεσσαλικού Κάμπου, που βρίσκεται στο κόκκινο. Στο κόκκινο βρίσκεται η Θεσσαλία και από πλευράς αντιπλημμυρικής θωράκισης, υποστήριξε ο κ. Κουρέτας, αφού δεν έχει προχωρήσει αρκετά σχεδόν κανένα από τα έργα που προέβλεπε η περίφημη μελέτη ολλανδικής εταιρείας με Έλληνα επικεφαλής. Η περιφέρεια ζητάει, μάλιστα, σχέδιο έκτακτης ανάγκης, αντίστοιχο με αυτό που παρουσιάστηκε προ ημερών για την ύδρευση της Αττικής.

Να σημειωθεί πως για το σύνολο των έργων του Αχελώου μέχρι σήμερα έχουν δαπανηθεί πάνω από 650 εκατομμύρια ευρώ – τα οποία θα πάνε οριστικά χαμένα αν εγκαταλειφθεί πλήρως το έργο. Συγκεκριμένα, 352 εκατομμύρια για το φράγμα της Συκιάς, που δεν έχει ολοκληρωθεί, και άλλα 300 για το φράγμα της Μεσοχώρας, που ναι μεν έχει κατασκευαστεί, αλλά δεν έχει τεθεί σε λειτουργία.

«Η μεταφορά 250 εκατομμυρίων κυβικών μέτρων νερού ετησίως από τη λεκάνη του Αχελώου αποτελεί τον βασικό πυλώνα ευστάθειας του υδατικού ισοζυγίου της Θεσσαλίας και μονόδρομο για την επιβίωσή της», δήλωσε ο περιφερειάρχης Θεσσαλίας, Δημήτρης Κουρέτας, κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου που παραχώρησε χθες, υπογραμμίζοντας ότι «χωρίς νερό δεν μπορεί να υπάρξει αγροτική παραγωγή και χωρίς αγροτική παραγωγή δεν μπορεί να υπάρξει μέλλον για τη Θεσσαλία, αλλά και για ολόκληρη τη χώρα».

Στο έργο της μερικής εκτροπής του Αχελώου δηλώνουν την αντίδρασή τους περιβαλλοντικές οργανώσεις, φορείς της αυτοδιοίκησης της Αιτωλοακαρνανίας και τα τοπικά επιμελητήρια και με την προσφυγή που υπέβαλαν ζητούν την ακύρωση της δεύτερης αναθεώρησης των Σχεδίων Διαχείρισης Λεκανών Απορροής (ΣΔΛΑΠ) Δυτικής Στερεάς Ελλάδας και Θεσσαλίας, θεωρώντας ότι «επαναφέρει από το παράθυρο» το σχέδιο της εκτροπής του Αχελώου προς τον Πηνειό, μέσω της σήραγγας που διασχίζει την οροσειρά της Πίνδου.

Στο φόντο αυτής της συζήτησης βρίσκονται και οι ολλανδικές μελέτες για την ανασυγκρότηση της Θεσσαλίας. Ο συνολικός προϋπολογισμός των απαιτούμενων παρεμβάσεων είχε εκτιμηθεί σε περίπου 4,5 δισεκατομμύρια ευρώ, σύμφωνα με το masterplan που εκπόνησε η ολλανδική εταιρεία HVA, υπό τον Έλληνα επικεφαλής, Μιλτιάδη Γκουζούρη, το οποίο περιελάμβανε, μεταξύ άλλων, και το κόστος για τη μερική εκτροπή του Αχελώου. Ωστόσο, το σχέδιο, έκτασης περίπου 400 σελίδων, φαίνεται να έχει εγκαταλειφθεί σιωπηρά, παρά τον κεντρικό ρόλο που είχε στις αρχικές κυβερνητικές εξαγγελίες για την αποκατάσταση της Θεσσαλίας. Ο κ. Γκουζούρης, με συνεντεύξεις του, είχε υποσχεθεί και επενδύσεις ενός δισ. ευρώ στη Θεσσαλία, οι οποίες μέχρι σήμερα αγνοούνται.

Ο κ. Κουρέτας, στο πλαίσιο της συνέντευξης Τύπου, αναφέρθηκε στην αναδιάρθρωση καλλιεργειών που επιχειρείται στη Θεσσαλία, καθώς «τα τελευταία χρόνια, όσο δεν αντιμετωπίζεται το αρνητικό υδατικό ισοζύγιο, μειώνονται δραματικά οι αρδευόμενες εκτάσεις της Θεσσαλίας, ενώ ταυτόχρονα συρρικνώνεται το αγροτικό εισόδημα του μεγαλύτερου και παραγωγικότερου κάμπου της χώρας. Όλα αυτά έχουν αποτέλεσμα, ιδιαίτερα το τελευταίο διάστημα, να επανέρχεται η συζήτηση σχετικά με το είδος καλλιεργειών στον Θεσσαλικό Κάμπο.

Η σημερινή παραγωγική γεωργία βρίσκεται σε κίνδυνο κατάρρευσης από έλλειψη αρδευτικού νερού. Οι ξηρικές καλλιέργειες, με μέσο κύκλο εργασιών 60-100 ευρώ/στρ., υστερούν σημαντικά έναντι των αρδευόμενων, με 500 ευρώ/στρέμμα. Εάν δεν επιτευχθεί η κάλυψη του υδατικού, τότε μοιραία θα μειωθούν οι αρδευόμενες καλλιέργειες κατά 1.000.000 στρέμματα. Και τα διλήμματα πληθαίνουν, δεδομένου ότι η έλλειψη νερού ωθεί τους παραγωγούς σε ξηρικές καλλιέργειες χαμηλής απόδοσης. «Η παραγωγική γεωργία βρίσκεται σε κίνδυνο κατάρρευσης», προειδοποίησε ο κ. Κουρέτας, επισημαίνοντας ότι η μετάβαση από τις αρδευόμενες στις ξηρικές καλλιέργειες θα μπορούσε να επιφέρει μείωση του αγροτικού εισοδήματος έως και 25%, με απώλειες 300-400 εκατ. ευρώ ετησίως και άμεσες κοινωνικές συνέπειες για τη βιωσιμότητα της υπαίθρου.

Ο κίνδυνος ερημοποίησης της Θεσσαλίας δεν είναι πλέον θεωρητικός. Όπως επισήμανε ο περιφερειάρχης, Δημήτρης Κουρέτας, η «ληστρική» εκμετάλλευση των υπόγειων υδροφορέων, με υπεραντλήσεις από περίπου 33.000 γεωτρήσεις, έχει οδηγήσει σε ανεπανόρθωτη εξάντληση των αποθεμάτων, με αποτέλεσμα η περιοχή να βρίσκεται ένα βήμα πριν από τη μη αναστρέψιμη υποβάθμιση. Την ίδια στιγμή, στον Θεσσαλικό Κάμπο συντελείται μια βίαιη αναδιάρθρωση καλλιεργειών.

Πάντως, άνθρωποι της αγοράς υποστηρίζουν πως οι συνθήκες έχουν πλέον ωριμάσει για τη μεταφορά νερού από τον Αχελώο, καθώς τα Σχέδια Διαχείρισης Λεκανών Απορροής (ΣΔΛΑΠ) όχι μόνο προβλέπουν ρητά τη δυνατότητα αυτήν, αλλά την καθιστούν κεντρικό άξονα για την αποκατάσταση του υδατικού ισοζυγίου της περιοχής. Η ανάγκη, όπως εξήγησε ο κ. Κουρέτας, δεν είναι μόνο αναπτυξιακή, αλλά πρωτίστως υπαρξιακή, δεδομένου ότι η Θεσσαλία αντιμετωπίζει διαχρονικά ένα οξύ έλλειμμα νερού, το οποίο «δεν μπορεί να καλυφθεί με τις υπάρχουσες ποσότητες εντός της λεκάνης του Πηνειού».

Η λειψυδρία και τα έργα που είναι «στον πάγο»

Η εικόνα αυτή επιβεβαιώνεται και από τις ακραίες συνθήκες ξηρασίας και λειψυδρίας, που τα τελευταία χρόνια έχουν πλήξει σοβαρά τον Κάμπο. Τα αποθέματα επιφανειακών υδάτων έχουν εξαντληθεί, καθώς η «στήριξη» της άρδευσης από τα νερά του Ν. Πλαστήρα έχει φτάσει στα όριά της, ενώ οι υπεραντλήσεις από περισσότερες από 33.000 γεωτρήσεις έχουν προκαλέσει πτώση της στάθμης των υπόγειων υδροφορέων και διείσδυση θαλασσινού νερού στα εδάφη της ανατολικής Θεσσαλίας, οδηγώντας σε κίνδυνο ερημοποίησης.

Παράλληλα, οι επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης επιβάλλουν την επιτάχυνση έργων που θα έχουν πολλαπλό ρόλο – υδροηλεκτρικό, αρδευτικό και αντιπλημμυρικό. Η ολοκλήρωση του φράγματος Συκιάς και της σήραγγας μεταφοράς χαρακτηρίζεται κρίσιμη, όχι μόνο για την αναδιανομή των υδάτων, αλλά και για την αποτροπή οικολογικής καταστροφής, καθώς το ποτάμιο οικοσύστημα παραμένει «μπαζωμένο» επί σειρά ετών, με κίνδυνο μη αναστρέψιμης βλάβης.

Ωστόσο, η απουσία πολιτικών αποφάσεων για την τύχη των έργων του Αχελώου αναστέλλει την πρόοδο και άλλων κρίσιμων έργων, όπως το φράγμα Μουζακίου, του οποίου η χωρητικότητα και το ύψος εξαρτώνται από το αν θα υλοποιηθεί τελικά η εκτροπή. Την ίδια στιγμή, τα έργα που έχουν δρομολογηθεί -όπως ο ταμιευτήρας Ενιπέα (Σκοπιάς Φαρσάλων) μέσω ΣΔΙΤ, καθώς και οι εκσυγχρονισμοί των δικτύων ΤΟΕΒ Ταυρωπού και Υπέρειας-Ορφανών- παραμένουν στάσιμα, ενώ οι μελέτες για τα φράγματα Μουζακίου, Πύλης και Γυρτώνης, που είχαν εξαγγελθεί από το 2024, ύψους περίπου 1 δισ. ευρώ, δεν έχουν ακόμη παρουσιαστεί.

Τα έργα μετά τον «Daniel»και ο στόχος για το 2027

Ο Δημήτρης Κουρέτας στάθηκε και στο ζήτημα της αντιπλημμυρικής προστασίας, υπογραμμίζοντας ότι, παρά τις παρεμβάσεις που έχουν γίνει, η Θεσσαλία εξακολουθεί να κινείται σε οριακές αντοχές. Οι καταστροφικές πλημμύρες του «Daniel», που ξέσπασαν στις αρχές Σεπτεμβρίου του 2023, ανέδειξαν με τον πιο δραματικό τρόπο τα διαχρονικά ελλείμματα του υδρολογικού και αντιπλημμυρικού σχεδιασμού της περιοχής.

Όπως εξήγησε ο περιφερειάρχης, τα έργα που υλοποιήθηκαν μετά το φαινόμενο χωρίζονται σε δύο στάδια: τα άμεσα έργα αποκατάστασης, τα οποία έχουν σχεδόν ολοκληρωθεί, και τα έργα ενίσχυσης των αναχωμάτων, που προβλέπεται να ξεκινήσουν την άνοιξη του 2026. Μέχρι σήμερα έχουν δαπανηθεί 150 εκατομμύρια ευρώ, ενώ για τη δεύτερη φάση απαιτούνται ακόμη 100 εκατομμύρια.

«Με τα υφιστάμενα έργα, η Περιφέρεια Θεσσαλίας μπορεί να αντέξει ένα φαινόμενο “Daniel” διάρκειας έως δώδεκα ωρών», ανέφερε ο κ. Κουρέτας, διευκρινίζοντας ότι με την ολοκλήρωση των υπόλοιπων παρεμβάσεων το 2027, η ανθεκτικότητα του συστήματος θα φτάσει στο 60%-70% ενός αντίστοιχου φαινομένου. Για πλήρη ασφάλεια, πρόσθεσε, απαιτείται η ολοκλήρωση των μεγάλων φραγμάτων και των έργων αποθήκευσης, «η τύχη των οποίων παραμένει άγνωστη».

Διαβάστε περισσότερα στο energygame.gr