Η Ελλάδα εξακολουθεί να λειτουργεί εντός ενός απαρχαιωμένου και γραμμικού μοντέλου διαχείρισης αποβλήτων, με ποσοστά ταφής που παραμένουν δραματικά υψηλότερα σε σχέση με τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους. Αυτή είναι η αφετηριακή διαπίστωση της Ρυθμιστικής Αρχής Αποβλήτων, Ενέργειας και Υδάτων (ΡΑΑΕΥ), η οποία επιχειρεί να αναμετρηθεί με το χρόνιο αυτό έλλειμμα.
Το βάρος των στοιχείων της Eurostat και του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος αποτυπώνει με αδιαμφισβήτητο τρόπο τη χρονική καθυστέρηση της χώρας. Το 2019 η Ελλάδα κατέγραψε ποσοστό ανακύκλωσης αστικών αποβλήτων μόλις 21%, με το υπόλοιπο 78% να καταλήγει σε Χώρους Υγειονομικής Ταφής -ένα από τα υψηλότερα ποσοστά ταφής σε ευρωπαϊκό έδαφος. Το ποσοστό αυτό απέχει θεαματικά από τον στόχο που έχει τεθεί σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς η Οδηγία για την Υγειονομική Ταφή προβλέπει μείωση της ταφής κάτω από το 10% έως το 2035, ενώ απαγορεύει ρητά την ταφή απορριμμάτων που συλλέγονται χωριστά, συμπεριλαμβανομένων των βιοαποβλήτων.
Η Αρχή διαπιστώνει σημαντικά ελλείμματα, τόσο σε επίπεδο τεχνικής επάρκειας, όσο και στη διοικητική οργάνωση και χρηματοοικονομική βιωσιμότητα των Φορέων Διαχείρισης Αποβλήτων (ΦοΔΣΑ), επισημαίνοντας την ανάγκη για άμεσες και στοχευμένες παρεμβάσεις. Οι βασικές προκλήσεις που καταγράφει η ΡΑΑΕΥ αφορούν τέσσερις κομβικές διαστάσεις.
Σύμφωνα με την Πρόταση Ολοκληρωμένης Δέσμης Μέτρων για τη διασφάλιση της επιχειρησιακής λειτουργίας των ΦοΔΣΑ της ΡΑΑΕΥ, πρώτον, η χώρα παραμένει σε φάση υλοποίησης των απολύτως βασικών υποδομών διαχείρισης αποβλήτων. Η καθυστέρηση στην ολοκλήρωση του δικτύου, σε συνδυασμό με την άνιση κατανομή των υφιστάμενων δομών μεταξύ περιφερειών, δημιουργεί ένα ασύμμετρο και προβληματικό πλαίσιο εφαρμογής. Η ΡΑΑΕΥ επισημαίνει ότι απαιτείται επείγουσα επιτάχυνση των διαδικασιών για την κάλυψη των ελλείψεων, καθώς και η ενεργοποίηση μιας νέας επενδυτικής δυναμικής, που θα δώσει ώθηση στην κυκλική οικονομία. Στρατηγικός στόχος είναι η ανάπτυξη βιώσιμων και «έξυπνων» δικτύων, με σύγχρονες περιβαλλοντικές υποδομές, οι οποίες θα ενσωματώνουν πρακτικές βιομηχανικής συμβίωσης και θα αξιοποιούν διαθέσιμες Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, όπως η βιομάζα. Το έλλειμμα αυτό δεν είναι μόνο ποσοτικό, αλλά και ποιοτικό: απουσιάζει ο συνδυαστικός σχεδιασμός, που θα ενοποιεί υποδομές, ενεργειακές λύσεις και χωροταξικό προγραμματισμό.
Δεύτερον, η διαχείριση των βιοαποβλήτων εξακολουθεί να υπολείπεται των σύγχρονων απαιτήσεων, παρά το γεγονός ότι αυτά συνιστούν περίπου το 40% του συνόλου των αστικών στερεών αποβλήτων. Η ΡΑΑΕΥ σημειώνει ότι μέσα στο 2025 αναμένεται η παραγωγή 2,3 εκατομμυρίων τόνων βιοαποβλήτων, μια κρίσιμη μάζα που απαιτεί ριζική αναδιάρθρωση των πρακτικών συλλογής, διαχωρισμού στην πηγή και επεξεργασίας. Η προσέγγιση πρέπει να είναι ολιστική και να περιλαμβάνει, αφενός, την κατασκευή νέων ή την αναβάθμιση υφιστάμενων Μονάδων Επεξεργασίας Βιοαποβλήτων (ΜΕΒΑ), και, αφετέρου, την ενίσχυση μονάδων που παράγουν προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας, όπως βιοπλαστικά, δευτερογενή καύσιμα (SRF/RDF) και βιοαέριο μέσω αναερόβιας χώνευσης. Η έμφαση δεν δίνεται μόνο στην τεχνολογία, αλλά και στη νοοτροπία: η ΡΑΑΕΥ ζητάει να αντιμετωπιστούν οι ΜΕΒΑ όχι απλώς ως μονάδες διαχείρισης αποβλήτων, αλλά ως πυρήνες πράσινης επιχειρηματικότητας.
Διαβάστε περισσότερα στο energygame.gr