Οι 4 κυρίαρχοι στο ελληνικό κοτόπουλο, τα επενδυτικά τους σχέδια

Επενδύσεις 400 εκατ. ευρώ από τις τέσσερις βιομηχανίες κοτόπουλου, Νιτσιάκος, Πίνδος, Αμβροσιάδης και Αγγελάκης

Κοτόπουλο © Unsplash

Η ελληνική πτηνοτροφία διανύει μία από τις πιο δυναμικές περιόδους της, καθώς η παραγωγή κοτόπουλου αυξάνεται με σταθερό ρυθμό και η ζήτηση ενισχύεται από χρόνο σε χρόνο. Οι τέσσερις μεγάλες επιχειρήσεις του κλάδου πραγματοποιούν επενδύσεις που αγγίζουν τα 400 εκατομμύρια ευρώ με σκοπό την ενίσχυση και βελτίωση της παραγωγής τους. Το κοτόπουλο έχει πλέον καθιερωθεί ως η πιο προσιτή, και δημοφιλής επιλογή κρέατος στο ελληνικό τραπέζι, με την ετήσια κατά κεφαλήν κατανάλωση να προσεγγίζει τα 32 κιλά. Η τάση αυτή δεν δείχνει σημάδια υποχώρησης, καθώς ολοένα και περισσότερα νοικοκυριά το επιλέγουν λόγω κόστους, θρεπτικής αξίας και χαμηλότερου περιβαλλοντικού αποτυπώματος σε σχέση με το κόκκινο κρέας. Παράλληλα, το κοτόπουλο είναι ίσως ο μοναδικός κλάδος της αγροτικής οικονομίας που αυτή τη στιγμή παρουσιάζει επάρκεια παραγωγής και καλύπτει πλήρως της ανάγκες της ζήτησης στην εγχώρια αγορά.

Η συνεχής άνοδος των τιμών στο μοσχαρίσιο κρέας λειτουργεί ως ακόμα ένας παράγοντας που στρέφει τους καταναλωτές προς το κοτόπουλο. Οι προβλέψεις αναφέρουν ότι η τιμή του μοσχαρίσιου αναμένεται να υπερβεί τα 20 ευρώ ανά κιλό στις αρχές του νέου έτους, περιορίζοντας ακόμη περισσότερο τη ζήτηση. Αντιθέτως, το νωπό μη συσκευασμένο κοτόπουλο παραμένει σε επίπεδα γύρω στα 4 ευρώ το κιλό, αποτελώντας μια οικονομική επιλογή για τα νοικοκυριά που προσπαθούν να διαχειριστούν τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς σε μια περίοδο έντονης ακρίβειας.

Η στροφή προς πιο υγιεινές διατροφικές επιλογές αποτελεί επίσης κινητήριο δύναμη για τον κλάδο. Το κοτόπουλο, με χαμηλή περιεκτικότητα σε λιπαρά και υψηλή πρωτεϊνική αξία, εντάσσεται σε πλήθος διατροφικών προγραμμάτων και προωθείται ως μια «καθαρή» πρωτεΐνη με μικρό περιβαλλοντικό αντίκτυπο. Αυτή η τάση ευνοεί τις ελληνικές πτηνοτροφικές επιχειρήσεις, οι οποίες, επενδύοντας στην ποιότητα και στον εκσυγχρονισμό, ενισχύουν τη θέση τους στην αγορά, η οποία εκτιμάται ότι αγγίζει το 1,3 δισ. ευρώ με ετήσια ανάπτυξη της τάξης του 3%-4%.

Στο πεδίο των μεριδίων αγοράς, πρωταγωνιστικό ρόλο κρατά ο Πτηνοτροφικός Συνεταιρισμός Πίνδος με ποσοστό 32%-33% σε όγκο παραγωγής, ακολουθούμενος από τη Νιτσιάκος με περίπου 29% και την Αμβροσιάδης με 21%, ενώ αμέσως μετά ακολουθεί η πτηνοτροφία Αγγελάκης. Οι εταιρείες αυτές εντείνουν τις επενδυτικές τους κινήσεις ώστε να ανταποκριθούν στη ζήτηση και να ενισχύσουν τις υποδομές τους.

Νιτσιάκος

Η Νιτσιάκος σχεδιάζει μια από τις μεγαλύτερες επενδυτικές επεκτάσεις της ιστορίας της, επιδιώκοντας να ισχυροποιήσει την παρουσία της τόσο στην εγχώρια αγορά όσο και στο εξωτερικό. Το επενδυτικό πρόγραμμα συνολικού ύψους 167 εκατ. ευρώ επικεντρώνεται στην ενίσχυση της πρωτογενούς παραγωγής, στην αναβάθμιση υποδομών και στη δημιουργία νέων εγκαταστάσεων. Στη ΒΙ.ΠΕ. Ιωαννίνων βρίσκεται σε εξέλιξη η κατασκευή νέου σφαγείου, δυναμικότητας 15.000 κοτόπουλων ανά ώρα, που αναμένεται να ολοκληρωθεί το καλοκαίρι του 2026. Παράλληλα, εξετάζεται η ίδρυση νέου εργοστασίου ζωοτροφών στη Θεσσαλονίκη και ενός ακόμη αναθρεπτηρίου, κινήσεις που θα αυξήσουν σημαντικά την παραγωγική ικανότητα της εταιρείας. Σημαντικό μέρος της επένδυσης χρηματοδοτείται από το Ταμείο Ανάκαμψης.

Πίνδος

Ο Αγροτικός Πτηνοτροφικός Συνεταιρισμός Πίνδος προχωρά σε νέο πενταετές επενδυτικό πρόγραμμα ύψους 70 εκατομμυρίων ευρώ για την περίοδο 2025-2030. Το πρόγραμμα περιλαμβάνει τη δημιουργία νέου εκκολαπτηρίου, την αναβάθμιση της μονάδας έτοιμων ψημένων προϊόντων, την ενίσχυση της παραγωγής ζωοτροφών, τον εκσυγχρονισμό του πτηνοσφαγείου και την αγορά ηλεκτρικών οχημάτων. Παράλληλα, δίνεται έμφαση στην πράσινη μετάβαση, με επενδύσεις σε net metering, αποθήκευση ενέργειας και τη δημιουργία μονάδας βιοαερίου ισχύος 2MW. Την προηγούμενη τετραετία, η Πίνδος ολοκλήρωσε επενδυτικό πρόγραμμα 45 εκατ. ευρώ που περιλάμβανε νέες γραμμές παραγωγής, εγκαταστάσεις έτοιμων προϊόντων και αναβαθμισμένα κέντρα διανομής.

Αμβροσιάδης

Η Αμβροσιάδης Κοτόπουλα Ολύμπου, με ιστορία άνω των έξι δεκαετιών, βρίσκεται επίσης σε τροχιά εκτεταμένων επενδύσεων. Μέχρι το 2032 διαθέτει συνολικά 105 εκατ. ευρώ για νέες παραγωγικές υποδομές και τεχνολογικό εκσυγχρονισμό. Από αυτά, τα 30 εκατ. αφορούν στην περίοδο 2020-2025 και τα 75 εκατ. τα επόμενα έξι χρόνια. Η εταιρεία, που συνεργάζεται με περίπου 95 παραγωγούς πανελλαδικά, κατέχει το 21% της αγοράς και στοχεύει να διεκδικήσει επιπλέον μερίδια, ανταγωνιζόμενη τους δύο άλλους μεγάλους παίκτες του κλάδου. Σημαντική κίνηση αποτέλεσε και η εξαγορά των εγκαταστάσεων της Αλλατίνη στη Σίνδο, συνολικής έκτασης 39.000 τ.μ.

Αγγελάκης

Η Αγγελάκης βρίσκεται στο τελικό στάδιο ολοκλήρωσης επενδυτικού προγράμματος 30 εκατ. ευρώ, το οποίο αναμένεται να ολοκληρωθεί στις αρχές του 2026. Το σχέδιο περιλαμβάνει επεκτάσεις εγκαταστάσεων με στόχο τον τριπλασιασμό της παραγωγής, νέες γραμμές συσκευασίας και παραγωγής, δημιουργία μονάδας ready-to-cook προϊόντων, αναβάθμιση υφιστάμενων φαρμών και ψηφιοποίηση διαδικασιών. Παράλληλα, πληροφορίες αναφέρουν ότι σχεδιάζεται νέο επενδυτικό πλάνο που μπορεί να φτάσει τα 50 εκατ. ευρώ. Η εταιρεία καλύπτει τις ανάγκες της αγοράς μέσω συνδυασμού ιδιόκτητης παραγωγής και συνεργαζόμενων παραγωγών, μοντέλο που ακολουθεί και η Νιτσιάκος.

Δημοσιεύθηκε στην «Απογευματινή»