Ενώ η Ευρωπαϊκή Ένωση προσπαθεί να αντισταθεί στις απειλές του Ντόναλντ Τραμπ για επιβολή δασμών 50% σε ευρωπαϊκά προϊόντα, κορυφαίες εταιρείες όπως η Mercedes-Benz και ο όμιλος LVMH (Λουϊ Βουϊτόν) παρεμβαίνουν παρασκηνιακά, ανοίγοντας «πίσω πόρτες» μυστικών επαφών με ΗΠΑ, για να προστατεύσουν τα συμφέροντά τους, αποδυναμώνοντας τη διαπραγματευτική δύναμη των Βρυξελλών.
Η Mercedes-Benz έχει ήδη μεταφέρει την παραγωγή του SUV GLC στην Αλαμπάμα, ενώ η BMW και η Volkswagen έχουν υποβάλει δικές τους προτάσεις στις ΗΠΑ. Παράλληλα, φαρμακευτικές εταιρείες όπως η Sanofi δεσμεύονται να επενδύσουν δισεκατομμύρια στην αμερικανική αγορά, εντείνοντας την εξάρτηση από τις ΗΠΑ.
Στόχος αυτών των εταιρειών είναι να αποφευχθεί μια εμπορική σύγκρουση που θα βλάψει σοβαρά τις επιχειρήσεις τους. Κάποιες ζητούν την αφαίρεση εμβληματικών αμερικανικών προϊόντων —όπως το bourbon— από τη λίστα των ευρωπαϊκών αντιμέτρων. Επίσης, ενώ η Κομισιόν σχεδίαζε αντίποινα σε αμερικανικά προϊόντα ύψους 95 δισ. ευρώ, κρατικές ευρωπαϊκές παρεμβάσεις και πιέσεις της βιομηχανίας επιχειρούν να περιορίσουν αυτό το πακέτο έως και κατά 70 δισ. ευρώ.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δηλώνει πρόθυμη να αποδεχθεί έναν ενιαίο δασμό 10% σε πολλά ευρωπαϊκά προϊόντα, υπό την προϋπόθεση ότι οι ΗΠΑ θα εξαιρέσουν κρίσιμους τομείς όπως φάρμακα, ποτά, ημιαγωγούς και αεροσκάφη. Ωστόσο, το κοινό μέτωπο της Ε.Ε. κλονίζεται.
Ο πρόεδρος του ομίλου LVMH, Μπερνάρ Αρνό, ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους στον κόσμο, έχει κινητοποιηθεί προσωπικά, προειδοποιώντας για καταστροφικές επιπτώσεις στον γαλλικό κλάδο κρασιών και ποτών, ενώ ζητά συμφιλίωση και ακόμη και μια διατλαντική ζώνη ελεύθερου εμπορίου.
Η συγκυρία είναι κρίσιμη: Η Ε.Ε. προσπαθεί να εξισορροπήσει πολιτική ισχύ με τα οικονομικά συμφέροντα. Αν αποτύχει, όχι μόνο θα χάσει την εμπορική μάχη με τις ΗΠΑ, αλλά θα δημιουργήσει προηγούμενο για μελλοντικές συγκρούσεις, ακόμη και με την Κίνα.