Τετ α τετ κυβέρνησης και θεσμών για ελαφρύνσεις ΔΕΘ και υπερπλεόνασμα

Η ελληνική πλευρά θα αναλύσει στους αξιωματούχους της ΕΕ το πακέτο μέτρων ύψους 1,76 δισ. ευρώ που ανακοινώθηκε στη ΔΕΘ

Κυριάκος Πιερρακάκης © Eurokinissi

Στις 24 Σεπτεμβρίου ξεκινά ο νέος κύκλος επαφών του οικονομικού επιτελείου με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, στο πλαίσιο της μεταμνημονιακής αξιολόγησης και του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου.

Η ελληνική πλευρά θα αναλύσει στους Ευρωπαίους αξιωματούχους το πακέτο μέτρων ύψους 1,76 δισ. ευρώ που ανακοινώθηκε στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, ενώ προηγουμένως τα τεχνικά κλιμάκια θα έχουν «χτενίσει» τα βασικά μεγέθη του κρατικού προϋπολογισμού και την πορεία εκτέλεσης, προχωρώντας σε μία πρώτη «χαρτογράφηση» για το τελικό πρωτογενές πλεόνασμα.

Τα έως τώρα στοιχεία δείχνουν ότι το οικονομικό επιτελείο πηγαίνει στις συζητήσεις με «όπλο» την υπεραπόδοση των εσόδων. Συγκεκριμένα, στο διάστημα Ιανουαρίου – Ιουλίου 2025 τα φορολογικά έσοδα ανήλθαν σε 40,434 δισ. ευρώ, ξεπερνώντας τον στόχο κατά 2,15 δισ. ευρώ ή 5,6%. Η εξέλιξη αυτή οδηγεί σε ενθαρρυντικές εκτιμήσεις για το πρωτογενές πλεόνασμα, που αναμένεται να διαμορφωθεί σε επίπεδα-ρεκόρ άνω των 10 δισ. ευρώ, σχεδόν διπλάσιο από τον αρχικό στόχο των 5,967 δισ. ευρώ (2,4% του ΑΕΠ).

Στην ετήσια έκθεση προόδου που υποβλήθηκε στην Κομισιόν, η εκτίμηση για το πλεόνασμα του 2025 αναθεωρήθηκε στο 3,2% του ΑΕΠ, ενώ η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις εαρινές προβλέψεις της το τοποθετεί ακόμη υψηλότερα, στο 3,8%. Οι αριθμοί αυτοί δημιουργούν ένα ισχυρό διαπραγματευτικό χαρτί για το οικονομικό επιτελείο σε μια διεθνή συγκυρία όπου η δημοσιονομική αξιοπιστία παραμένει το βαρόμετρο.

Ωστόσο, στην εξίσωση εισέρχεται και η ανάπτυξη. Η ελληνική οικονομία «τρέχει» με ρυθμό 1,95% στο πρώτο εξάμηνο, χαμηλότερα από την κυβερνητική πρόβλεψη για 2,3% στο σύνολο του έτους. Η επιβράδυνση αποδίδεται κυρίως στην απότομη μείωση της συμβολής των αποθεμάτων, που περιορίστηκε σε 632 εκατ. ευρώ το β΄ τρίμηνο από 1,7 δισ. στο α΄ τρίμηνο. Η κατανάλωση υφιστάμενων αποθεμάτων αντί για νέες παραγγελίες θεωρείται καθοριστικός παράγοντας για το «φρένο» της ανάπτυξης.

Την εικόνα επηρέασαν και οι διεθνείς εξελίξεις: οι αμερικανικοί δασμοί στις ευρωπαϊκές εισαγωγές, οι γεωπολιτικές εντάσεις στη Μέση Ανατολή και η αστάθεια στις τιμές ενέργειας ενίσχυσαν την αβεβαιότητα και καθυστέρησαν επενδυτικές πρωτοβουλίες.

Παρά τα εμπόδια, οι υπόλοιποι δείκτες κινούνται θετικά. Οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου αυξήθηκαν κατά 6,5% σε ετήσια βάση, η ιδιωτική κατανάλωση ενισχύθηκε κατά 1,1%, ενώ οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών σημείωσαν άνοδο 1,9%. Οι εισαγωγές μειώθηκαν κατά 3,2%, βελτιώνοντας το εμπορικό ισοζύγιο. Ιδιαίτερα σημαντική ήταν και η συμβολή του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, με απορροφήσεις 3,26 δισ. ευρώ το β΄ τρίμηνο – επίπεδα που αναμένεται να αυξηθούν στα 9,5 δισ. ευρώ στο β΄ εξάμηνο.

Σε ορίζοντα τετραετίας (2023-2027), η χώρα προβλέπεται να αντλήσει περίπου 78,6 δισ. ευρώ από ευρωπαϊκούς πόρους και επιπλέον 17 δισ. ευρώ από εθνικά κεφάλαια, με στόχο την αύξηση των επενδύσεων στο 15% του ΑΕΠ και τη σταδιακή σύγκλιση με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης (22%). Ήδη από το Ταμείο Ανάκαμψης η Ελλάδα έχει λάβει 21,3 δισ. ευρώ (60% του συνόλου), εκ των οποίων σχεδόν 19,1 δισ. έχουν διοχετευθεί στην πραγματική οικονομία. Παρά την υποχώρηση της δυναμικής στο πρώτο εξάμηνο, η κυβέρνηση εκφράζει αισιοδοξία ότι η ώθηση από τον τουρισμό, την πιστωτική επέκταση και τα μέτρα ενίσχυσης του διαθέσιμου εισοδήματος θα ενισχύσουν την ανάπτυξη στο δεύτερο μισό του έτους, επιτρέποντας την επίτευξη του στόχου για ρυθμό 2,3%.