Ξανά είδος πολυτελείας καθίσταται το κρέας για πολλά ελληνικά νοικοκυριά. Οι τιμές έχουν ξεφύγει και σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ το κρέας γενικά έχει ανατιμηθεί από το 2022 κατά 41%. Η μεγαλύτερη αύξηση +57% καταγράφεται στο αιγοπρόβειο κρέας και ακολουθεί η αύξηση της τιμής του μοσχαρίσιου κατά +54%.
Μικρότερη είναι η αύξηση στο χοιρινό (+32%) και στα πουλερικά (+31). Το σίγουρο είναι ότι δεν υπάρχει τρόφιμο-κρέας που δεν έχει ανατιμηθεί στη χώρα μας περισσότερο από 20% τα τελευταία τρία-τέσσερα χρόνια.
Οι μεγάλες αυξήσεις τιμών έλαβαν χώρα μέσα στο 2024-2025. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η χονδρική τιμή του βοδινού έχει ανατιμηθεί μόνο τον τελευταίο χρόνο κατά 30%. Μικρότερη είναι η αύξηση της χονδρικής τιμή του αιγοπρόβειου, της τάξης του 10%, ενώ διατηρείται η τιμή του χοιρινού.
Παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα εστιάζεται στο αιγοπρόβειο κρέας, ο πρόεδρος της Εθνικής Διεπαγγελματικής Οργάνωσης Κρέατος (ΕΔΟΚ), Λευτέρης Γίτσας, εντοπίζει το μεγαλύτερο πρόβλημα στην τιμή του βοδινού κρέατος. Ο ίδιος αναφέρει ότι σήμερα η μέση λιανική τιμή είναι στα 17 ευρώ, αλλά του χρόνου θα αγγίξει τα 20 ευρώ.
«Το πρόβλημα είναι πανευρωπαϊκό», λέει ο πρόεδρος της ΕΔΟΚ. «Οι άνθρωποί μας πηγαίνουν στην Ευρώπη -κυρίως Πολωνία και Γαλλία- για να φέρουν μοσχάρια και άλλα ζωντανά και είναι ζήτημα αν φέρνουν τα μισά απ’ όσα σκόπευαν αρχικά ν’ αγοράσουν». Ο κύριος λόγος αποδίδεται στη μειωμένη προσφορά, που με τη σειρά της έχει αυξήσει θεαματικά τις τιμές. «Πέρυσι ένα μοσχάρι αγοραζόταν στα 1.200 ευρώ, ενώ σήμερα κοστίζει 2.000 ευρώ ή και περισσότερο», λέει χαρακτηριστικά.
Έτσι, στα supermarkets, σύμφωνα με την πλατφόρμα e-καταναλωτής, το μοσχαρίσιο κρέας σήμερα κοστίζει από 12,20 έως 17,20 ευρώ το κιλό, ανάλογα με το μέρος του ζώου, την προέλευση, την ηλικία του κ.λπ. Τα αρνιά και τα κατσίκια πωλούνται προς 13 έως 14 ευρώ το κιλό. Στα συνοικιακά κρεοπωλεία οι τιμές αυτές είναι τουλάχιστον 2-3 ευρώ υψηλότερες.
Η αύξηση της τιμής στο μοσχαρίσιο κρέας, σύμφωνα με τον πρόεδρο της ΕΔΟΚ, θα συνεχιστεί τουλάχιστον μέχρι και το 2027. Αυτό συμβαίνει επειδή τα κοπάδια που αποδεκατίστηκαν τις προηγούμενες δεκαετίες δεν είναι εύκολο να αποκατασταθούν και η όποια ισορροπία στην πρόσφορα και τη ζήτηση δεν αναμένεται να επιτευχθεί πριν το 2028, όταν πλέον θ’ αρχίσει ν’ αυξάνει η παραγωγή ζωντανών βοοειδών.
Η μείωση της παραγωγής βοοειδών είναι αποτέλεσμα κυρίως εξωγενές. Η Ευρώπη τα προηγούμενα χρόνια έδωσε έμφαση στην πράσινη ανάπτυξη και την παραγωγή περισσότερο εξελιγμένων προϊόντων (π.χ. αυτοκίνητα), αφήνοντας την παραγωγή κρέατος σε άλλες αγορές, όπως π.χ. στα χέρια των Νοτιαμερικανών (συμφωνίες Mercosur).
Παράλληλα, καθώς όλα τα προηγούμενα χρόνια πολλές ασιατικές αγορές αναπτύχθηκαν απότομα, το μοσχαρίσιο κρέας άρχισε να καταναλώνεται μαζικά από Ινδούς και Κινέζους, δημιουργώντας μια νέα εστία ζήτησης. Έτσι, η τιμή του μοσχαρίσιου κρέατος έχει εκτοξευθεί, χωρίς να γνωρίζει κανένας πότε θα σταματήσει.
Το ίδιο ισχύει και στο αιγοπρόβειο κρέας στην Ελλάδα. Εδώ, όμως, υπάρχουν δύο ιδιαιτερότητες. Πρώτον, οι σφαγές ζώων λόγω ασθενειών (ευλογιά), οι οποίες μειώνουν την προσφορά στη χώρα μας, δεύτερον, η στροφή των Ελλήνων παραγωγών στα γαλακτοπαραγωγά αιγοπρόβατα. Η εκτροφή αυτών των ζώων είναι πιο εύκολη και πιο αποδοτική, καθώς γίνεται σε κλειστούς χώρους. Αντίθετα, η παραγωγή κρεατοπαραγωγικών ζώων θέλει βουνό και χορτάρια, κάτι που δεν είναι πολλοί διατεθειμένοι να πράξουν.
«Γι’ αυτό, άλλωστε, κατέβηκαν στις πόλεις και τα χωριά οι λύκοι και οι αρκούδες», παραδέχεται ο πρόεδρος της ΕΔΟΚ. «Παλιά βρίσκανε πρόβατα και κατσίκια και τρέφονταν, ενώ τώρα δεν υπάρχει τίποτε στα βουνά». Έτσι, περίπου 10 εκατ. ζωντανά είναι κατά κύριο λόγο κλεισμένα σε μονάδες και εκτρέφονται αποκλειστικά για την παραγωγή γάλακτος.
Η ευλογία που ταλανίζει τους παραγωγούς κατά τον κ. Γίτσα δεν διαδραματίζει σημαντικό ρόλο, αφού οι σφαγές που έχουν γίνει αφορούν το 3% του συνολικού ζωικού κεφαλαίου των αιγοπροβάτων. Ωστόσο, δεν παύουν να απουσιάζουν 300.000 ζωντανά από τη χώρα.
Ως αποτέλεσμα όλων αυτών των ανατιμήσεων στο κόκκινο κρέας, σταδιακά η χώρα, όπως και όλη η Ευρώπη, θα στραφεί στο χοιρινό και το κρέας των πουλερικών. Η τιμής τους παραμένει σχετικά σταθερή και παρά τις πρόσφατες ανατιμήσεις που υπήρξαν, θα διατηρηθεί σε χαμηλά επίπεδα, καθώς πρόκειται για ζωντανά που αναπαράγονται πολλές φορές τον χρόνο. Ο πληθυσμός των γουρουνιών αποκαθίσταται εύκολα, λέει ο κ. Γίτσας, σημειώνοντας ότι κάθε χρόνο μια γουρούνα μπορεί να φέρει ακόμη και πάνω από 20 νέα ζωντανά.
Συμπερασματικά, οι ανατιμήσεις στο μοσχαρίσιο κρέας που βιώνουν οι Έλληνες είναι κυρίως εξωγενής επίπτωση, ενώ στο αιγοπρόβειο είναι τόσο εξωγενής όσο και ενδογενής επίπτωση. Ας μην ξεχνάμε ότι στο μοσχαρίσιο κρέας η χώρα είναι εντελώς εξαρτώμενη από τις εισαγωγές από το εξωτερικό, αφού σχεδόν το 80% της κατανάλωσης είναι εισαγόμενο και μόνον το 20% προέρχεται από εγχώρια παραγωγή. Το έλλειμμα δε σε βοδινό κρέας εκτιμάται σε 620 εκατ. ευρώ.
Εν γένει, πάντως, η χώρα είναι βαριά εξαρτώμενη από τις εισαγωγές στην κατηγορία του κόκκινου κρέατος. Πέρυσι εισαγάγαμε 1,8 δισ. ευρώ κρέας (μοσχαρίσιο, αιγοπρόβειο, χοιρινό και πουλερικά) και εξαγάγαμε κρέας αξίας μόλις 255 εκατ. ευρώ. Φέτος, σύμφωνα με τον κ. Γίτσα, θα πατήσουμε τα 2 δισ. ευρώ εισαγωγών, κάτι που προέρχεται κυρίως από την αύξηση τις τιμής του προϊόντος και λιγότερο από την αύξηση του όγκου.